γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Την συνάντησα στους δρόμους του Παρισιού. Αποστεωμένη, με το λεπτό και αδιαφιλονίκητο χαμόγελό της. Υπήρξε μια εικόνα τραγική, έτσι όπως αναδυόταν απ΄τις ομίχλες τόσων και τόσων εποχών. Περνούσε μέσα απ΄το πλήθος, περνούσε όπως οι σημαίες μ΄ένα λεπτό άνεμο να ζωγραφίζει πάνω στο πρόσωπό της. Κάποιοι χειροκροτούσαν, άλλοι παρατηρούσαν τις κινήσεις της, καθώς λάμβανε την όψη μιας ολόκληρης χώρας. Έμοιαζε πολύ μ΄εκείνον τον μικρό πρίγκιπα που ποτέ δεν γερνά πλάι στο πολυπόθητο, κόκκινο λουλούδι του. Μιλώ για το αίμα, τον παλμό, την αίσθηση, αυτό που οι ποιητές αποκαλούν ψυχικό και αιώνες τώρα κυνηγούν. Έπειτα από λίγο χάθηκε σ΄αυτούς του μικρούς δρόμους της συνοικίας με τα ατέλειωτα μπιστρώ και τους στίχους του Αρθούρου στη διαπασών. Θα έλεγε κανείς πως απόψε στο Παρίσι αποκαλύπτεται το πνεύμα μιας πόλης και ενός αιώνα. Θα έλεγε κανείς πως η Εντίθ που μας ξεσηκώνει σαν άνεμος με τη νερένια της φωνή εικονογραφεί τις μυστικές εκείνες αισθήσεις που καθορίζουν εν πολλοίς τα πιο αντιπροσωπευτικά στοιχεία της γαλλικής ψυχολογίας.
Όμως εκείνο που την χαρακτηρίζει, εκείνο που την κάνει τόσο όμορφη, τόσο σπουδαία, είναι ο μοναδικός, ο ανεπανάληπτος τρόπος της να κατοικεί τα πλήθη, να ματώνει τα χέρια, τις αναμνήσεις, την καρδιά της, να γυρεύει μ΄ένα της τραγούδι το πεπρωμένο της που κοιμάται μες στο ξέφρενο πλήθος. Έναν ολόκληρο κόσμο, φτιαγμένο για δράματα, επαναστάσεις, έρωτες, απουσίες, ένα πλήθος ξοδεμένο μες στις ιστορίες και τους έρωτες, πλήθος καταδικασμένο στο αιώνιο γύρισμα της μοίρας που περιέχει πάντα όλα τα μυστικά της καρδιάς. Μέσα εκεί γεννιέται και πεθαίνει η Εντίθ γυρεύοντας έναν έρωτα αλησμόνητο, μια οπτασία, το όραμα. Είναι νότες ορατές, όπως εκείνες του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, έγχρωμες, προικισμένες με τον αέρα του κόσμου. Και τη φωνή της. Πάνω απ΄όλα τη φωνή που γίνεται παράκληση και ουρλιαχτό, σινιάλο και αίσθημα.
Νωρίς το πρωί την βρήκαν στα μονοπάτια της Μονμάρτης. Με κάτι κόκκινα μάτια απ΄την αϋπνία, με τον ανίκητο φόβο της για το πλήθος που τώρα ξεχύνεται από τράπεζες, σταθμούς και βεστιάρια κατακτώντας την πόλη ξανά απ΄την αρχή. Τίποτε δεν την ρώτησαν. Την συνόδευσαν ως το διαμέρισμά της, πιστέψαμε πως έχετε πια φύγει, της είπαν. Εκείνη που ποτέ δεν γελούσε, άφησε λίγο από φως να στάξουν τα μάτια της και ύστερα ξανά με τα τραγούδια της στις τσέπες, σεμνή και διαλυμένη όπως σύνθημα στον άνεμο απορροφήθηκε απ΄ένα πληγωμένο Παρίσι. Για τα κορίτσια του ναύλου, για την διδασκαλία της τρυφερότητας και τις συμβάσεις που απέτυχαν, για το πλήθος που εορταστικό μες σε πυροτεχνήματα καθελκύεται στους δρόμους της πόλης, πεθαίνει και ανασταίνεται, η Εντίθ Πιαφ υπερβαίνει εαυτόν, αφήνει κομμάτια απ΄την καρδιά της στα πόδια μας. Κάτι πολύτιμο και αστείρευτό καίγεται εδώ και χρόνια πίσω απ΄το βλέμμα της.
Η Εντίθ που πρόσφατα μετεβλήθη σε περσόνα κινηματογραφική, η Εντίθ της αγοραίας νιότης δεν φέρει, καθώς αρμόζει την ημερομηνία όπως λένε του θανάτου. Η φωνή της άλλωστε δεν υπόκειται με τίποτε στην οριζόντια έκταση του χρόνου. Θέλω να πως η δική μας Εντίθ, αυτή η γνήσια, λαϊκή ηρωίδα έχει ορίζοντες κάθετους, βαθύτατα μεταφυσικούς. Υπενθυμίζοντας στο άναυδο Παρίσι τον παλιό σφυγμό του.