Αλμανακ 2015 -Ηλίας Σιμόπουλος-

simopoulosiliasΗλίας Σιμόπουλος, ο άνθρωπος αγάπη μου

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Στις 30 Αυγούστου του 2015 ο Αρκάς ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος περνά στην ιστορία. Λέγεται πως όταν ένας ποιητής πεθαίνει μια ευχή λιγότερη απομένει για τις τύχες αυτούς του κόσμου. Λέγονται και άλλα πως συμβαίνουν, πράγματα μεταφυσικά.
Στην ηλικία των 102 χρόνων, πλήρης ημερών, έχοντας βιώσει τα σκληρά γεγονότα του περασμένου αιώνα ο Ηλίας Σιμόπουλος γίνεται ολόκληρος πια το ίδιο το έργο του. Γεννημένος το 1912 στο Καστανοχώρι της Αρκαδίας γνώρισε την ευλογία του αναπτυσσόμενου ελληνισμού, τις μεγάλες, εθνικές τραγωδίες, τους παγκόσμιους πολέμους, τις διαψευσμένες προσδοκίες, τ΄όραμα που δεν κάμφθηκε ποτέ, μονάχα ησυχασμένο ξαποσταίνει σαν τη μικρή μας πατρίδα. Η ακαδημαϊκή του υπόσταση δεν αμφισβητείται από κανέναν, όπως και η υψηλή ποιότητα του έργου του. Είναι άλλωστε βέβαιο πως στο μέλλον η σύγχρονη κριτική θα αναλάβει να αποκωδικοποιήσει όλες τις κρυφές παραμέτρους της δημιουργικής πνοής του σπουδαίου, Έλληνα ποιητή. Ως τότε, μένουν τα ποιήματα, εμβλήματα στιχουργικά μεγάλων, φανταστικών παραστάσεων. Σημάνσεις της μνήμης του ποιητή από τα δύσκολα, παιδικά χρόνια και την αυθεντικότητα μιας Ελλάδας που χάθηκε στους ξέφρενους και αβέβαιους ρυθμούς της επικαιρότητας.
Ο θάνατός του τον Αύγουστο του 2015 στιγματίζει τον πνευματικό κόσμο της χώρας, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Η γνησιότητα του έργου του στηρίζεται εξολοκλήρου σε μια αυθεντική ερμηνεία της ελληνικής ψυχής και του μεγαλείου της. Αυτού του ειδοποιούς στοιχείου που συμπυκνώνει σε ένα πλήθος συνιστωσών το γράμμα και το πνεύμα αυτού του τόπου. Ο Ηλίας Σιμόπουλος διατήρησε την ανθρωπιά του, τη μετάγγισε στο ποιητικό του έργο, τιμώντας με κάθε τρόπο τον άνθρωπο. Γιατί αυτός, μονάχα αυτός

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του Χαμογελά.

Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιρισίμα
Εξακοντίζει τους Σπούτνικ στους αιθέρες.

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνεται φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται σ’ όλους τους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λυντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
την ομορφιά μιάς άσπρης.

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα Τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
και λες στους επισκέπτες
-«Περάστε!».

Ο άνθρωπος, αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυά του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.