24grammata.com/ πολιτική
γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος –Πολιτικός Επιστήμονας
Ο νέος πανικός που έχει καταβάλει τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η κατάφορη πτώση των χρηματιστηρίων και η ατελείωτη σπέκουλα γύρω από πτωχεύσεις χωρών, δεν καταμαρτυρούν τίποτα άλλο από την αποτυχία της παγκόσμιας πολιτικής και την ήττα της μπροστά στην δύναμη των αγορών.
Ενώ λοιπόν οι αποκαλούμενοι κερδοσκόποι για άλλη μια φορά οδηγούν την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της αβύσσου, η πολιτική σε παγκόσμια κλίμακα δεν φαίνεται να έχει διδαχτεί τίποτα απολύτως από την κρίση που εξελίσσεται ανενόχλητα μπροστά στα μάτια μας, με τους πρωταγωνιστές της να δίνουν καθημερινές παραστάσεις αποτυχίας στις μεγάλες οθόνες.
Η πολιτική ως διαδικασία και οι κυβερνήσεις ως αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, αντί να ρυθμίσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και να τον θέσουν αποτελεσματικά στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, συνέχισαν να υποτάσσονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αντί να φροντίσουν για ένα δίκαιο εισόδημα του κόσμου και μια συνετή αναδιανομή υποβάλλοντας παράλληλα τις χρηματοπιστωτικές αγορές σε έναν αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου (ένα ΚΤΕΟ αγορών), ο οποίος θα απαγόρευε κάθε είδους κερδοσκοπίας με ύποπτα παράγωγα και χρηματιστηριακά προϊόντα και θα φορολογούσε αποτελεσματικά τις οικονομικές συναλλαγές στα χρηματιστήρια, οι κυβερνήσεις ξαναζέσταναν, σε παγκόσμιο επίπεδο μόνο το παλιό συνονθύλευμα νεοφιλελεύθερων συνταγών.
Αποτέλεσμα αυτού, είναι η επιβολή μιας κατηγορηματικής προτακτικής λιτότητας σε όλη την Γηραιά Ήπειρο, τάχα για την διάσωση των οικονομιών.
Αντί όμως οι οικονομίες να σώζονται, πνίγονται στην ύφεση ενώ αυξάνεται η εισοδηματική και κοινωνική ανισότητα μέσα από την συμπίεση μισθών συντάξεων και κοινωνικών παροχών.
Το όφελος αποκομίζεται από τους εύπορους διεθνής παίκτες των αγορών που κατά κάποιο τρόπο έχουν εγκαθιδρύσει την δική τους παγκόσμια κερδοσκοπική διακυβέρνηση του πλανήτη, η οποία δεν χρειάζεται απολύτως καμία νομιμοποίηση μέσω εκλογών αλλά λειτουργεί με την μοναδική ορθολογική αρχή μεγέθυνσης του κέρδους και μείωσης του κόστους.
O έγκριτος οικονομολόγος Barry Eichengreen βλέπει πάντως τρεις σημαντικές προκλήσεις που οφείλει να αντιμετωπίσει η πολιτική, ειδικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρώτον πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως η κρίση ρευστότητας των τραπεζών για να μην βρεθούν ξαφνικά στο επίκεντρο μιας καταιγίδας. Η αναχρηματοδότηση των τραπεζών κατά την άποψη του μπορεί να γίνει, εάν το ταμείο διάσωσης EFSF δανείσει τις χώρες που έχουν κεφαλαιακή ανεπάρκεια προς ενίσχυση των τραπεζών τους. Εάν όμως χρειαστούν περαιτέρω κεφάλαια, θα μπορούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να δημιουργήσει ειδικά εργαλεία αναχρηματοδότησης των τραπεζών μέσα από πόρους του ΔΝΤ αλλά και αντλώντας κεφάλαια προερχόμενα από τις Ασιατικές κυβερνήσεις ή άλλα εύρωστα ταμεία.
Η δεύτερη σημαντική πρόκληση κατά τον Eichengreen είναι να παρασχεθεί επιτέλους ένα πεδίο αναπνοής στην Ελλάδα. Οι Έλληνες πολίτες καταβάλουν κατά την άποψη του μια υπεράνθρωπη προσπάθεια για να σταθεροποιηθούν τα δημοσιονομικά τους και να αναδιαρθρωθεί η οικονομία τους.
Επειδή όμως η κυβέρνηση αδυνατεί να πιάσει τους δημοσιονομικούς της στόχους περισσότερο λόγω της τεράστιας εσωτερικής ύφεσης και λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης παρά αποκλειστικά από δικά της λάθη , πρέπει να υπάρξει ένας ορισμένος χρόνος ανοχής.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αποτραπεί μια διάθεση ανάσχεσης της παρεχόμενης βοήθειας προς την χώρα λόγω δημοσιονομικής αστοχίας. Ειδάλλως η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε μια άτακτη χρεωκοπία και σε κοινωνικοπολιτικό χάος.
Ήδη πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στην Ελλάδα τονίζει ο οικονομολόγος είναι αμφίβολη. Η παραμικρή σπίθα αρκεί κατά τον Eichengreen για να μετατρέψει την επόμενη διαδήλωση σε εκτεταμένο εμφύλιο πόλεμο.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο Eichengreen ανάγει πλέον το ελληνικό πρόβλημα σε κεντρικό ζήτημα προς επίλυση μέσα στην διεθνή πολιτική ατζέντα, προτείνοντας μάλιστα και συγκεκριμένα μέτρα όπως η χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων από τους δανειστές της χώρας και η άμεση έναρξη του λεγόμενου σχεδίου Μάρσαλ για την Ελλάδα.
Η τρίτη πρόκληση είναι η επανεκκίνηση της οικονομικής ανάπτυξης από την οποία τελικά εξαρτάται και η οικονομική και κοινωνική σταθερότητα σε όλη την Ευρώπη. Χωρίς ανάπτυξη τα φορολογικά έσοδα θα παραμείνουν μειωμένα και η ικανότητα ικανοποίησης των χρεών θα συρρικνώνεται. Χωρίς ανάπτυξη τονίζει ο οικονομ9ολόγος η λιτότητα θα καταστεί απολύτως μη ανεκτή.
Με λίγα λόγια ο Εichengreen προτείνει ένα διαφορετικό στίγμα πολιτικής που στον όρο βιωσιμότητα εντάσσει και τους ανθρώπους και όχι μόνο τους αριθμούς.
Σε μία όμοια κατεύθυνση αναπτύσσει τα επιχειρήματα του ο Γερμανός οικονομολόγος Heiner Flassbeeck, επικεφαλής οικονομολόγος του οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD). Όποιος ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα έχει χρεoκοπήσει δεν έχει ιδέα απ οικονομία γράφει ο Flassbeck. H Ελλάδα έχε κάνει πολλά και ακόμη πιο πολλές περιστολές για να απελευθερωθεί από την κρίση. Είναι όμως αδύνατον μια χώρα να κάνει περιστολές και να εφαρμόζει λιτότητα σε μια περίοδο ύφεσης χωρίς βλάψει τραγικά την οικονομία της. Σχολιάζοντας τις αναφορές εκείνων των Γερμανών πολιτικών που προτείνουν την έξοδο της χώρας από το ευρώ, οι οικονομολόγος είπε ότι “ με τέτοιους εταίρους θα μπορούσα να συστήσω σε όλες της χώρες να αποσυρθούν από την ζώνη του ευρώ. Τώρα όμως είναι σημαντικό “να παραμείνουν όλοι οι δρώντες ήρεμοι και να δώσουν χρόνο στην Ελλάδα για να ανακάμψει Απαιτείται μια περίοδο για την Ελλάδα εσωτερικής ενίσχυσης όλων των εθνικών διαδικασιών. Αυτό σημαίνει ότι για ένα διάστημα θα πρέπει όλοι να κλείσουν απλά το στόμα τους “ . Είναι ευκόλως εννοούμενος ο υπαινιγμός του Flassbeck . Οι δηλώσεις των Γερμανών αξιωματούχων και πολιτικών έχουν ήδη προκαλέσει τεράστια ζημιά στην χώρα μας οδηγώντας τηνς σχεδόν στο απόλυτο αδιέξοδο. ΄Δεν θα ήταν επομένως καθόλου ανόητο η πολιτική ηγεσία της χώρας μας αντί να ζητάει συνεχώς οικονομικές ενισχύσεις από τους Γερμανούς να τους ζητήσει απλά να το βουλώσουν.
Με βάση τα προηγούμενα έχει νόημα να παραπέμψουμε σε σε αυτό που λέει ο έγκριτος Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Herfried Muenkler , ότι “όποιος θέλει να ρίξει μια ματιά στο μέλλον καλά θα κάνει να εξοικειωθεί πρώτα με το παρόν. Επιπλέον είναι σκόπιμο οι πολιτικές προγνώσεις να προβαίνουν σε συγκρίσεις των καταστάσεων του παρόντος με αυτές του παρελθόντος , για να έχουμε μια ιδέα τι άλλαξε και τι παρέμεινε στάσιμο. Διότι κατά κανόνα μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι εξελίξεις που παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν θα συνεχιστούν και στο άμεσο μέλλον, πράγμα που θα μας διευκολύνει σε μια σχετικά ασφαλή πρόβλεψη”.
Στο πρόσφατο παρελθόν είχαμε λοιπόν την κρίση του 2008, Αυτή απλά συνεχίζεται σήμερα και έχει γίνει κρίση των κρατών. Σε τί συνίσταται η κ΄ριση των κρατών;
Όπως εξηγεί o νομπελίστας Stiglitz σε πρόσφατο άρθρο του στο Project Syndicate με τον άκρως εύστοχο τίτλο “ η εξημέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών την εποχή της λιτότητας”, τα γεράκια των ελλειμμάτων που εδρεύουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές επιθυμούν το κράτος να επικεντρωθεί στην προσπάθεια αποδιάρθρωσης των ελλειμμάτων , μέσα από την μείωση των δαπανών. Η μείωση των ελλειμμάτων κατά την άποψη τους θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των αγορών και ως εκ τούτου θα τονωθεί η επενδυτική δραστηριότητα. Όπως αναφέρει ο Stiglitz , την τελευταία φορά που ασκήθηκε με συνέπεια αυτή η πολιτική από τον Hoover, το κράχ του 1929 ,μετατράπηκε σε παγκόσμια οικονομική κρίση, που αρχικά εκφράστηκε με τον αποπληθωρισμό και στην συνέχεια με την ραγδαία ύφεση.
Μπροστά στο παρόμοιο δίλημμα στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, η πολιτική δεν έχει καν προσδιορίσει ποιο είναι το αντικείμενο της στις νέες συνθήκες και τελικά εάν προτίθεται να υπηρετήσει εκείνους από τους οποίους εκπορεύεται η εντολή της, δηλαδή τους πολίτες.
Δεν είναι επομένως περίεργο ότι οι πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη παίζουν με την φράση « να σώσουμε την Ελλάδα για να ζωθεί η Ευρώπη » χωρίς όμως να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς θέλουν να σώσουν τελικά.
Εάν πάντως πράγματι το κίνητρο της πολιτικής στην ζώνη του ευρώ είναι η διάσωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και κατά επέκταση του πολιτικού ονείρου που συνάδει με αυτή, τότε είναι σαφές ότι χρειάζεται επέκταση των κονδυλίων του λεγόμενου ευρωπαϊκού ταμείου για την αντιμετώπιση κρίσεων (EMSF).
Χωρίς αύξηση των κονδυλίων έκτακτης ανάγκης δεν μπορούν να υλοποιηθούν τα μέτρα που αποφασίστηκαν στην τελευταία σύνοδο κορυφής για την αναχαίτιση των κερδοσκοπικών επιθέσεων που δέχονται η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα και άλλες χώρες.
Αυτή την λογική παρουσίασε άλλωστε και ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθυ Γκάιτνερ στο τελευταίο Eurogroup δυσανασχετώντας προφανώς ειδικά τους Γερμανούς οι οποίοι για κάποιον λόγο κάνουν τα πάντα για να βαθύνει μη κρίση και κατόπιν εορτής εμφανίζονται θλιμμένοι στηλιτεύοντας την ανικανότητα κάποιων κυβερνήσεων ή την νοοτροπία των λαών.
Μία συγκροτημένη ωστόσο πολιτική πρόταση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κρατών και των λαών που τα συγκροτούν, θα είχε το πολιτικό σθένος να προτείνει την απαγόρευση των στοιχημάτων κατά κρατικών ομολόγων.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μια σοβαρή τέτοια πρόταση στο τραπέζι αποδεικνύει ότι η ίδια η πολιτική έχει εγκαταλείψει τον συστατικό της χώρο που είναι δημόσιος και ονομάζεται κράτος.
Οι κυβερνήσεις, εάν θέλουν να προστατεύσουν τον δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής εν δυνάμει, θα πρέπει να φροντίσουν την υπόσταση των λαών τους. Αυτό γίνεται μόνο μέσω του κράτους.
Ως εκ τούτου οι λαοί της Ευρώπης ενωμένοι θα πρέπει να φροντίσουν με δημοκρατικό τρόπο να παύσουν οι επιθέσεις κατά του κράτους ως οντότητα. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την θέσπιση ενιαίων ευρωομολόγων και την δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Τράπεζας Δημόσιων Ομολόγων, η οποία θα ανταγωνιστεί στην χρηματοδότηση κρατών τις ιδιωτικές τράπεζες, διασφαλίζοντας έτσι την χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών.
Μια στρατηγική του είδους αυτού, θα διασφάλιζε σε μακροπρόθεσμη βάση την βιωσιμότητα των κρατών αφαιρώντας παράλληλα ουσιαστικά κίνητρα από τους κερδοσκόπους.
Τι γίνεται όμως με την προοδευτική αριστερά συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατίας; Θα ταυτιστεί με το άρμα του νεοφιλελευθερισμού ή θα επιστρέψει στις αγκυλώσεις του παρελθόντος;
Όπως έχει επισημάνει ένας από τους κορυφαίους κοινωνιολόγους, ο Clauς Offe για την πλειονότητα του ευρωπαϊκού πληθυσμού μεγαλώνει η ανασφάλεια για την κατοικία, την εργασία, την υγεία, το μέλλον των νέων γενεών. Ως εκ τούτου επισημαiνει ο Offe xρειάζεται μια πολιτική δύναμη να επανεξεταστεί το ζήτημα της ταξικής πολιτικής στην Ευρώπη. “Πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται την κατάστασή τους όχι σε σύνδεση με μια προβληματική αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ή διαφοράς ανάμεσα σε εκείνους που ελέγχουν τους πόρους και σε εκείνους που εξαρτώνται από αυτούς. Το νέο πρόβλημα είναι, αντίθετα, ασφάλεια εναντίον ανασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική σύγκρουση δεν γεννιέται πλέον από τη μισθωτή εργασία αλλά από την επισφαλή εργασία.” Εντυπωσιάζει το γεγονός λέei o Offe ότι “η δεξιά μπόρεσε από προγραμματική άποψη να κατανοήσει τα νέα στοιχεία αυτού του ζητήματος καλύτερα από την αριστερά. Πράγματι, η εθνικιστική δεξιά διάφορων χωρών κατόρθωσε να απευθυνθεί στους επισφαλώς εργαζόμενους και να κερδίσει τις ψήφους ομάδων όπως οι προσωρινά απασχολούμενοι, οι μικροί επιχειρηματίες, οι νέες μητέρες κ.ά., με μια σειρά συνθήματα που επικαλούνταν το αίσθημα ανασφάλειας αυτών των ομάδων: την ξενοφοβία, τους δασμολογικούς φραγμούς, τα όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”
Το ζητούμενο επομένως είναι η νέα αριστερά να επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα για την προώθηση της οικονομικής ασφάλειας ως δικαίωμα του πολίτη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει να αγωνιστούν ενωμένοι οι λαοί της Ευρώπης απαιτώντας μια επιστροφή της πολιτικής από την ατάκτως ειλημμένη φυγή της.