«Ο Ζεϊμπέκης». Αδόκιμες σκέψεις για τον Γιάννη Τσαρούχη.

24grammata.com/ Ζωγραφική/ Λόγος

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Αδόκιμες σκέψεις για τον Γιάννη Τσαρούχη.

«Η τέχνη διαιωνίζει ακριβώς τις στιγμές που ο άνθρωπος ενώνεται με τα έξω από αυτόν.»
Η σιωπή ενός ζωγραφικού πίνακα, η εκκωφαντική εκείνη σιωπή που ωστόσο στα μεγάλα και σπουδαία έργα, κατορθώνει να ακούγεται ξεκάθαρα, συνιστά την πιο ουσιαστική κατάκτηση του χρωστήρα. Δίχως το λόγο ή την ανάγκη επιβολής των μέτρων, των ρυθμών, της φόρμας, το σχέδιο και το χρώμα επιτυγχάνει να διεισδύσει στους ένδον χώρους του ανθρώπου. Έτσι με κάποιο θαυμάσιο τρόπο, μοναδικό, θα κατορθώσει να αγγίξει μια αίσθηση και να διεγείρει καθολικά ολόκληρη την ύπαρξη. Είναι οι δημιουργίες του Θεόφιλου, σωσμένοι πίνακες και επιτοίχιες δημιουργίες σε λαϊκά καταστήματα της ενδοχώρας, όπου θα βρει κανείς τις υπέροχες, μες στο χρώμα και τη ρηχή προοπτική που υποκαθίσταται τόσο εύστοχα από την εξαίρετη μίμηση των ανθρώπινων εκφράσεων, απεικονίσεις. Έτσι σμίγει η παράδοση με τον τόπο και το πρόσωπο, έτσι μεταφέρεται, με τρόπο απλό, όπως ένας δημόσιος χαιρετισμός η λαϊκή γνώση, η αίσθηση εκείνη που ορίζει και ελέγχει πράγματα, όπως ο εσωτερικός ρυθμός, η στάση προς το στοιχείο του θανάτου. Κάθε σωσμένη, κοινωνική έκφραση, κατορθώνει να επιζήσει αναλλοίωτη μες στους καιρούς. Το θρησκευτικό αίσθημα, ο αστικός μύθος, η πλούσια, αρχαιοελληνική και βυζαντινή παράδοση, αναμιγνύονται, ανατροφοδοτούνται για να αγγίξουν πάντα το ιδιαίτερο σημείο κάθε εποχής και να διατηρήσουν έτσι το ειδικό τους βάρος, την ξεχωριστή εκείνη θέση μες στη λαϊκή ψυχή. Η τελευταία θα τα αναδείξει έπειτα για τον «καβαφικό» διδακτισμό τους, την εξαίσια παράθεση, την αφήγηση της ιστορικής μνήμης, όπως επιζεί στη λογοτεχνία, την από στόμα σε στόμα, στιχουργική, στο δούλεμα της πέτρας, στην κατασκευή των παρεκκλησιών της περιφέρειας. Και είναι σπουδαίο που η τέχνη της ζωγραφικής, καταφέρνει να αναπτύσσει σε κάθε εποχή τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο επίκαιρο και το διαχρονικό, όπως θα μπορούσαμε να ορίσουμε την παράδοση και το ιδιαίτερο, υφολογικό της περιεχόμενο, εκείνο που επιζεί στις τοιχογραφίες, στους πίνακες των άσημων τεχνιτών, στα ερείπια απομακρυσμένων ναίσκων.

Περί ειρωνείας. «Το να προσπαθώ  να ρίχνω το ετοιμόρροπο καμουφλάρισμα που προδίδει πιο πολύ από το κρυπτόμενο. Είναι μια πράξη αγάπης που φαίνεται κακία.»i
Τούτη την παράδοση, όπως την αντιλήφθηκε ο Θεόφιλος ή την ύμνησε ο Κόντογλου, συνέχισαν και τίμησαν με τις δημιουργίες τους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου. Από αυτούς, εκείνος που συνέβαλε στο «προχώρημα»της παράδοσης, στην ανάδειξή της μέσα από την τέχνη της σκηνογραφίας, στον επαναπροσδιορισμό της μυστικής σύνδεσης που υφίσταται ανάμεσα στα ιστορικά άλματα του ελληνισμού, δεν ήταν άλλος από τον Τσαρούχη. Ο Πειραιώτης ζωγράφος, με την ευρύτατη, καλλιτεχνική μόρφωση, τη φυσική αισθητική, η οποία εξελίχθηκε στα κέντρα γέννησης των πρωτοποριακών, ευρωπαϊκών ρευμάτων, αποτέλεσε τον αναμορφωτή του ελληνικού σχεδίου, ορίζοντας εκ νέου εικόνες και θέματα, ιδωμένα με την ιδιαίτερη ματιά του. Ο Γιάννης Τσαρούχης εισήγαγε την καινοτομία, την τολμηρή του σκέψη τόσο στον καμβά όσο και το θέατρο. Με τις υποδειγματικές, σκηνογραφικές του παρεμβάσεις, δίδαξε την επάρκεια του ανδρικού σώματος, αναδεικνύοντας με τα κοστούμια του την κίνηση των τραγικών χορών, τη λιτότητα των ανδρικών σωμάτων, τα οποία για πρώτη φορά μετατρέπονται σε φορείς μιας, -όσο αδόκιμος και αν μοιάζει ο όρος κρίνεται ικανοποιητικός νοηματικά-, νεοελληνικής εκδοχής της αρχαιοπρέπειας. Η τάση αυτή, πρωτόγνωρη σε σχέση με το λυρικό κλασικισμό της εποχής θα αποτελέσει τη νέα «ελληνικότητα», εκείνη που κατορθώνει να συνδυάζει το λιτό, το βαθιά πνευματικό και το σχετικό με τη φύση.

«…Μόνο η ελληνικότητα που υπάρχει παρά τη θέλησή μας έχει αξία.  Ή καλύτερα μια ελληνικότητα που δεν τη σκεπτόμαστε ποτέ. Είναι κάτι σαν ομορφιά και η ελληνικότητα. Δεν προετοιμάζεται ποτέ στον καθρέφτη.»
Η χρήση μοντέρνων κοστουμιών και η ομαλή τους ένταξη στην αναπαραγωγή του «τραγικού» όχι μόνο δεν αλλοίωσε το χαρακτήρα των έργων, μα τόνωσε και ανανέωσε το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ ταυτόχρονα έθεσε τις βάσεις για τις μετέπειτα προοδευτικές εκφάνσεις της αρχαίας, θεατρικής παράδοσης. Με άλλα λόγια ο Τσαρούχης ήταν και είναι ένας ολοκληρωμένος «λόγος» ανάμεσα σε παρωχημένους «γεφυρισμούς.»

«Η πρωτοτυπία σου να είναι δυναμική, ώστε να μην μοιάζει με αδυναμία αισθητική.»
Το «Νέον», το θρυλικό καφενείο της οδού Αιόλου, με την πρόσοψη χρώματος ώχρας, τους ρημαγμένους εξώστες και τα ομοιώματα των καρυάτιδων, η κάμαρη με τους οπλίτες, τα φτερά των αγγέλων, οι μουσαμάδες με τα λάδια και τα απροσδιόριστα πρόσωπα των αγοριών, σωστά, λατρευτικά αντικείμενα για τον Τσαρούχη και την εικαστική του θεώρηση. Η μελέτη των«ζεϊμπέκηδων», των χορευτών της Ανατολής που ερέθισαν το αισθητήριο του Τσαρούχη με τις στολές τους, τα ασημένια γόνατα, η προσήλωση σε λαϊκά θέματα, ικανά να αποτυπώσουν ξεκάθαρα τη μεταβολή της οπτικής της σύγχρονης τέχνης προς θέματα, μοτίβα ή χρωματικές αναλογίες, οι οποίες δεν συνιστούσαν παρά αποκλεισμένα θέματα χωρίς καμιά δυναμική, για τα διεθνή, κλινικά εργαστήρια της τέχνης. Ετούτα λοιπόν, απεικονισμένα από τον ίδιο το ζωγράφο, θεματογραφίες απλές, χωρίς κανένα φαινομενικό βάθος αποτελούν το πεδίο της δημιουργικής δράσης για τον Έλληνα αισθητικό. Για εκείνον το ρεύμα του σουρεαλισμού, κυρίαρχο στην Ευρώπη τον αφήνει αδιάφορο. Η ζωγραφική συνιστά μια εναλλακτική της φωτογραφίας, η πραγματικότητα είναι ο χώρος της άσκησής της, ο χώρος στον οποίο ασθμαίνει παράλληλα με τον άνθρωπο, εκτιμώντας τη δική του οπτική. Ο Τσαρούχης δεν διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, ρεαλιστής βαθιά κρύβει το ονειρικό κομμάτι της δημιουργίας του, όχι στα εμφανή, μα σε σύμβολα ή σε στάσεις σωματικές που εσωκλείουν και εκφράζουν το ναρκισσισμό της νεότητας, εκείνον τον λανθάνον ερωτισμό που χαρακτηρίζει το βίο του. Τα θέλγητρα του ζωγράφου δεν είναι πρόστυχα ή πεζά, μα συμβολικές αναδιπλώσεις κορμιών, τέτοιες ώστε να δίνεται ανάγλυφα η άποψη του Τσαρούχη για τον έρωτα, ως ιδέα, με την αιρετικία του να λάμπει σε ολόκληρο το μήκος της εργογραφίας του και την πρόκληση να επικυριαρχεί στο σύνολο της απεικόνισης. Ο Τσαρούχης οριοθετεί το «ελληνικό» μα με έναν τρόπο οικουμενικό. Η απουσία των εμφανών συναισθημάτων στα πρόσωπά του, επιτρέπουν την απελευθερωμένη ματιά στο θεατή, τέτοια ώστε το «εθνικό» στοιχείο να ταυτίζεται με το αισθητικό, να επικρατεί στον πίνακα, η τέχνη να προσφέρεται στον άνθρωπο δίχως το πρόσχημα μιας αυτοδιάθεσης. Η οπτική λειτουργία της τέχνης του Τσαρούχη, είναι εκείνη που διευρύνει το βάθος της και διαμορφώνει πολλαπλά, υφολογικά περιεχόμενα. Το συγκινησιακό κομμάτι θα επέλθει έπειτα, ως συνέπεια της αίσθησης και σε τούτο ακριβώς είναι που ο ζωγράφος αναδεικνύεται σε στοχαστή, πέρα από την έφεσή του ή την πρόθεση να κοινωνήσει στους πίνακές του ήθος και χρώμα ελληνικό. Ο Τσαρούχης επιτυγχάνει να δημιουργεί μια σχέση αμφίδρομη ανάμεσα στο αισθητικό και το διανοητικό συμπέρασμα των έργων του.
«Τόσα χρόνια έχω μάθει πως το φως πρέπει να έρχεται και στους πίνακες και στη σκηνογραφία από αριστερά και να μην εμποδίζει έτσι το προχώρημα της εικόνας.»

Δεν μπορεί κανείς να κλείσει με τούτα τα λόγια του ίδιου του Τσαρούχη τούτο το κείμενο που δεν συνιστά παρά σκόρπιες εντυπώσεις για το έργο ενός πρωτοπόρου. Ενός ανθρώπου που τόλμησε να αμφισβητήσει την τυπολατρεία, την αρχαιοπρέπεια, το μοντερνισμό εκεί που δεν χωρεί παρά μόνο το κλασσικό, με την υψηλή και κυριολεκτική του έννοια. Είναι γεγονός πως ο Τσαρούχης, με τη λατρεία  και την τόση δεξιότητα στον «αντρικό χορό», με την φυσική ροπή προς την αυτονόητη, φρυγική κλίση μας δεν εμπόδισε ποτέ το φως, μήτε την εικόνα, το ευθύ και αήττητο πέρασμά της.

 

*ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΟΥ.

ΑΝΤΛΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΩΣ ΣΤΡΟΥΘΙΟΝ ΜΟΝΑΖΟΝ ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ», ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, ΑΘΗΝΑ 1987, ΜΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ ΚΑΙ ΣΚΟΡΠΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ.

Αθήνα, 28/9/2011