«Η κλίση του ρήματος» του Γιώργου Καλοζώη

24grammata.com/ Σύγχρονοι Λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

 Ο Γιώργος Καλοζώης είναι Κύπριος φιλόλογος και ποιητής. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δημόσια Εκπαίδευση της Κύπρου.
Η συλλογή του «Ανάποδος κόσμος» τιμήθηκε το 2000 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Το Φεβρουάριο του 2011 απονεμήθηκε για δεύτερη φορά στο Γιώργο Καλοζώη από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Η κλίση του ρήματος». Από τη συλλογή αυτή, εκδόθηκε το 2009 από τις Εκδόσεις Φαρφουλάς,  παρατίθενται κατωτέρω πέντε ποιήματα.

Εργογραφία.
«Μεταμορφώσεις», Λευκωσία 1992, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου
«Πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου», Λευκωσία 1998
«Ο ανάποδος κόσμος », Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2000,
«Η μετατόπιση της γης», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005
«Η κλίση του ρήματος», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2009,
«Το μάθημα της περίληψης», Εκδόσεις Φαρφουλάς, Αθήνα 2011.http://el.wikipedia.org/wiki/


Η ποίηση του Γιώργου Καλοζώη, η οποία χαρακτηρίζεται από μία έντονη παρουσία ζώων , σύμφωνα με τον εκδότη Διαμαντή Καράβολα: έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει, ακόμα και από την πρώτη της ανάγνωση, ακόμα και από την ανάγνωση ενός και μόνο ποιήματος. Με άλλα λόγια έχει κατακτήσει αυτό το σπάνιο χάρισμα που λέγεται «ύφος» […] με την ιδιαίτερη ικανότητα της ποίησης του να συνιστάται στο να γαντζώνει τον αναγνώστη προσφέροντάς του μια εν πολλής ακατανόητη τέρψη, παρόμοια με αυτή που μας προσφέρουν τα όνειρα… Γιώργος Πρίμπας

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΩΜΕΝΟΙ

Είμαι πάνω στο δέντρο
όπως άλλοι είναι πάνω στα
παιδιά τους στη δουλειά τους
επάνω στα χρήματα
από κάτω περνούν ζώα
θα ‘θελα να εξημερώσω μερικά
συνήθως τα πιο άγρια είναι
τα καθημερινά τα συνηθισμένα
απ’ όσα έχεις ξεμάθει να φοβάσαι
να προφυλάγεσαι
κάποια είναι συνδυασμός ανθρώπου
και ζώου τα χέρια τους
ακουμπούν μέχρι τη γη
σκύβουν πολύ το κεφάλι σαν να
τους έχει πέσει κάτι και το
ψάχνουν
έχουν μάθει να κατασκευάζουν
όπλα έχουν πολλές παρτίδες
με τους χρονοδιακόπτες τις
γομώσεις τις πυρίτιδες
είναι ικανοί να ανατινάξουν τα
πάντα
από που πήραν αυτές τις γνώσεις
και ποιος τους έμαθε ότι θα
πετύχουν αυτό που επιζητούν με
τούτα τα πράγματα
τρεις μεγαλόσχημοι παπάδες
πλησιάζουν το δέντρο
ενώνουν τα απέραντα χέρια τους
σαν τα χριστουγεννιάτικα
χάρτινα ανθρωπάκια
και σφίγγουν το δέντρο
έρχονται κάθε νύχτα και σφίγγουν
τον κορμό σφίγγουν τα δόντια τους
σφίγγουν τα σκήπτρα τους με
μια δύναμη απερίγραπτη
το δέντρο βαριανασαίνει
τρέχουν οι ιδρώτες του
σιγά σιγά εξασθενίζει
ίσως αν κάποιος τοποθετούσε
συρματόπλεγμα γύρω του
να ‘ταν μια λύση καλή
όμως ο απλός κόσμος φοβάται
κι ο φιλήσυχος πολίτης εξασκείται
στο αμέριμνο σφύριγμα
ενώ από μακριά ακούγονται οι
πρώτες των αστυνομικών σταθμών
ανατινάξεις

ΤΟ ΧΩΝΙ

Πες και για μένα εμένα μη με ξεχάσεις
είπε ο άρρωστος με τις λαλίστατες
αναλύσεις του αίματος
να ξέρω ότι αποτυπώθηκα στο χρόνο
γιατί αν ο χρόνος όλο το μέλλον είναι
περγαμηνή πώς μπορεί να καταστρέψει
ο χρόνος το χρόνο;
Ήρθαν τα τετράποδα οι δυσκίνητες
αρκούδες με μέλια πασαλειμμένα στο
στόμα τους κι έναν τουρίστα στην πλάτη
τρόπαιο που καμώθηκε πως ήταν όμορφα
πεθαμένος
δώστε μου είπα κάτι από τη νάρκη σας
δώστε μου κάτι να έχω να με φοβούνται
όχι φιλιά που αποστομώνουν
τα καραμελωμένα
κάτι να έχω να παραπονιέμαι
κάτι που να μου λείπει το άλλο
μισό και να το ψάχνω
να το γυρεύω μέσα στα σκιερά δάση
δίπλα στις βαθύκολπες
γυναίκες που έγιναν πηγές
και δε γέρνουν όπως τα κρύα
τα νερά
ήρθαν βουνά κοντά μου με δίπλα τους
λαγκάδια σ’ αυτά χάθηκε ένας
ηλικιωμένος που δεν τον βρήκαν
ποτέ και κάποιοι είπαν πως έγινε
κορμός πως έγινε ζώο αν έγινε ζώο
σε τι ωφελούν οι μακρυγένηδες
παπάδες σε τι τα μνημόσυνα
παρά για να συσπειρώνονται
οι ζωντανοί
ν’ ακουμπούν ο ένας τον άλλο
ν’ ανακατεύουν τα δάκρυα τους
να τρώνε για να γεμίζει το
στόμα και το μυαλό τους να
μην έρθει η παραίτηση τα φάρμακα
τα ισόβια φάρμακα
το κολλώδες βλέμμα της τρέλας

Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ

Στα βάθη του βάθους
εκεί όπου οι γραμμές των τρένων
μιλούν και λένε είμαστε ενήλικες πια
και κουρασμένες κι οι ενέσεις
της κορτιζόνης πρέπει να μας
συμβαίνουν πιο τακτικές
εκεί όπου οι χάρτες των πιλότων
τελειώνουν και τα καύσιμα των
πλάνων δεν επαρκούν εκεί που
οι λέξεις διστάζουν να πουν
γιατί από ένα σημείο και πέρα
αρχίζουν τα χάδια κι οι
μονολεκτικές προτάσεις σημαίνουν
τόσα μα τόσα πολλά
αρχίζει ο αργαλειός
Προσπάθησε να δεις αυτήν
που τον υφαίνει είναι
μορφή ακατέργαστη και
συγκεχυμένη το πρόσωπο της
είναι πιο άχρονο από τη γη
διφορούμενο κι είναι
σ’ ένα δωμάτιο τόσο μικρό
που το σώμα της προεξέχει
όπως προεξέχει από τον κόσμο
ο Θεός
υφαίνει τον κόσμο και
πάνω στον τάπητα τον πολύκομπο
υφαίνει οξιές αυτούσιες των δρυμών
ήσυχα ποτάμια και μπάνια
δροσερά έρχονται και της λένε
αφαίρεσε μας απ’ το πλαίσιο
που είμαστε συνηθισμένοι να
δούμε αν υπάρχουμε πέρα από
τη σκέψη τα κείμενα
ή τη λαλιά
εκείνη τους λέει υπομονή
πρώτα θα δέσω τον αγέρα
πανιά θα πάψουν να πουλιούνται
τα καναβάτσα και τα σκληρά
λινά και οι χασέδες
πρώτα στον τάπη τον πολύκομπο
θα υφάνω ό,τι δεν μπορεί ο
άνθρωπος χωρίς και βγάζει
νεφρά πνευμόνια έντερα τοποθετεί
ανάμεσα στα νήματα που δεν
έχουν αρχή ή άκρη την
πλάτη της
τα πόδια της υφαίνει κι
ακόμα γόνατα τετράγωνα
αρρώστια θάνατο βουβή
κραυγή όλα τα ταφικά έθιμα
το μοναστήρι υφαίνει
χωρίς καλόγερους
την πίστη χωρίς πιστούς
και τις εικόνες τις θαυματουργές
δίχως τα θαύματα και τα
σχολεία χωρίς μαυροπίνακα
και τα ρολόγια χωρίς τους δείχτες
και τη δυστυχία χωρίς τον άνθρωπο
όλα έρχονται και της λένε
μπλέξε μας με τα νήματα
αφαίρεσε μας απ’ το πλαίσιο
να δούμε αν υπάρχουμε
έξω από τα κείμενα τη
σκέψη που μεταδίδεται
ή τη λαλιά

Η ΑΡΑΧΝΗ 7

Ο ιστός της γκρεμίστηκε
δεν ήταν ο βήχας του αέρα ή το
υψόμετρο τ’ αδέξια πουλιά
που τον κατέστρεψαν
αλλά το φτύσιμο της βροχής
πέρασε από μπροστά μου
κουβαλούσε μέσα σ’ ένα καροτσάκι
σακούλες πολλές σακούλες
σκυμμένη μέσα στο φθαρμένο
μαύρο της παλτό κι ήταν μεσημέρι
και καλοκαίρι
κι αναρωτήθηκα είναι η ίδια για
την οποία έγραψα παλιά είναι η
ίδια ή μια φίλη της είναι μήπως
το παιδί το ανίψι της
ή μήπως αρκεί να πω
πως από μπροστά μου περνά
το είδος της
έκλεισα το τζάμι της
μπαλκονόπορτας όχι από
καινούριο φόβο αλλά επειδή
θυμόμουν το φόβο τον παλιό
ω εξαρτημένα ανακλαστικά
και συ μάθηση με την αρχή
των μικρών βημάτων και συ η άλλη
μάθηση με τη δοκιμή και την πλάνη
ποια να διαλέξω ποια να πω πως
είναι η σωστότερη
αρκετά με ταλαιπώρησαν οι θεωρίες
τι παραπάνω είναι ο άνθρωπος από
φαί και νερό και πολλά παρόλα
αυτά ερωτήματα
αν δεν υπήρχε ο φόβος κι η
αγωνία θα υπήρχε ο Θεός;
Κι αν δεν υπήρχαν τα προσφερόμενα
δώρα θα έκαμναν θαύματα οι άγιοι;
Κι αν δεν υπήρχαν τα γκρεμισμένα
θα κτίζονταν τα νεόκτιστα;
Είναι οι λέξεις που ονομάζουν
τις καταστάσεις;
Κι αν μια κατάσταση είναι τόσο
αλλιώτικη τόσο σύντομη και φευγαλέα
που εμφανίστηκε σ’ ένα μόνο
άνθρωπο και ποτέ ξανά σ’ άλλον κανένα;
Πορεύου λοιπόν αράχνη πορεύου
εσύ που μου χάρισες κάποτε τη
δράση και τα γρήγορα κίνητρα
κι η αράχνη με τα αραχνίσια αυτιά
με άκουσε και είπε
Παγαίνω προς το Κέντρο της
Χειροτεχνίας εκεί θα μου πουν
για τα συνθετικά μαλλιά για τα
καινούρια υφάσματα
εκεί παράγγειλα να μου φτιάξουν
έναν αργαλειό μικροσκοπικό και
αξιόπιστο
εκεί τους πλήρωσα για να μου φτιάξουν
έναν αργαλειό για να παράγω νήματα
και νοήματα

ΤΟ ΠΕΡΙΖΗΤΗΤΟ ΥΦΑΣΜΑ

Το ρούχο που έψαχνα
δεν το βρήκα ούτε στα
πολυκαταστήματα ούτε στο μολ
ούτε στα περιοδικά της αντρικής
μόδας
Κάποιος που ήξερε μόνο ν’ ακούει
μου έδωσε πάνω σε μια διεύθυνση
ένα μικρό χαρτί ήταν τόσο μικρό
που μόνο με φακό μπορούσες
να το διαβάσεις κι ήταν τα
γράμματα σε γλώσσα άγνωστη
είτε που χάθηκε είτε που ακόμη
να μιληθεί
(Βρίσκεις αυτό που ψάχνεις μόνο
άμα παραδοθείς)
έψαξα τις οδούς και τις λεωφόρους
πήγα σε πόλεις πολεοδομημένες
σε άναρχα χωριά
πήγα σε ύπνους και όνειρα
και κάποτε μετά από άσκημο
ξύπνημα ήρθε σε μένα το
μαγαζί ήταν μπροστά μου
κι ήταν τόσο μικρό σαν το
κουτί των σπίρτων
κι ήταν μικρό σαν το κουτί που
αγόραζα παιδί της τύχης
κι ήταν η ταμπέλα του
μεγαλύτερη απ’ αυτό κι έγραφε
εδώ πωλούνται κι ενοικιάζονται
οι απίστευτες τροπές της τύχης
εδώ πωλούνται οι λεοντές
για να φοβίζουν τους άλλους
οι φοβισμένοι εδώ πωλούνται
κι οι προβιές για τους κακούς
εδώ πωλούνται και του κόσμου
οι κατανοήσεις
έκαμα δίαιτα για να μικρύνω
έπινα παξιμάδια έτρωγα
συμπυκνωμένο νερό
έγινα μέλισσα όπως οι πλασιέ
επισκεπτόμουν τα λουλούδια
έγινα μυρμήγκι όπως οι
αχθοφόροι κουβαλούσα τα βάρη
έγινα σκώρος όπως οι πλούσιοι
μασουλούσα από τα έτοιμα
εισοδήματα
έγινα γράμμα και ψιλή
έγινα πιο μικρός κι από το σπέρμα
κι όμως δε βρήκα κάτι που
να μου ταιριάζει
έγινα ψίχουλο κάτω από το
στρογγυλό τραπέζι
έγινα σκόνη έγινα ίχνος
έγινα μόριο και στοιχείο
με έστησαν μπροστά σε
ολόσωμους καθρέφτες
για να μου πάρουν μέτρα
με μέτρησαν με τα χιλιοστά
κι όμως αυτό που έψαχνα
ουδέποτε το βρήκα
όπως δε βρίσκει την ύπαρξη
ο ανύπαρκτος
όπως δε βρίσκει τη μονάδα
ο μηδαμινός
όπως δε βρίσκει τίποτα
άρρωστο ο ιατρός εις τον υγιή
γιατί δεν είναι έξω
από σένα αυτό που ψάχνεις
όπως δεν είναι έξω από
την πλημμύρα η υπερβολή

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής “Η κλίση του ρήματος” του Γιώργου Καλοζώη