24grammata.com- Πολιτικός Λόγος
Το παρόν άρθρο είναι μέρος του ebook, που διαμορφώνουν τώρα οι αναγνώστες και οι συνεργάτες του 24grammata.com στην προσπάθεια μας να κατανοήσουμε την πολιτική σκέψη των Ελλήνων σήμερα κλικ εδώ
3
γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος -Πολιτικός Επιστήμονας
Η ελληνική κρίση διαθέτει αναμφίβολα ποικίλα συμπτώματα ενός σύγχρονου δράματος, δημιουργώντας ένα εύλογο και καθόλου περιττό εκνευρισμό στούς παίκτες που εκφράζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Επί τρία συναπτά έτη η χώρα μας εμφανίζεται ως ασταθής κρίκος μιας θεσμικής αλυσίδας που ούτως η άλλως δεν φημίζεται για την συνοχή της.
Ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες που συνυφαίνονται με την εν δυνάμει ισχυρή πιθανότητα μιας μελλοντικής κυβερνητικής ανόδου μιας κατά την ευρωπαϊκή πρόσληψη “μη προβλέψιμης αριστεράς”, η χώρα μας στιγματίζεται από ορισμένους ως παίκτης με αυξημένες δυνατότητες αρνησηκυρίας (Veto Player), υπό την έννοια μιας πιθανότητας εκβιασμού εξελίξεων ασύμβατων με τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των κυρίαρχων του παιχνιδιού και για άλλους (κυρίως συντηρητικούς) ως “κράτος πειρατής ” το οποίο δεν ενδιαφέρεται για την αρχή της αξιοπιστίας και συνέχειας άρα αγνοεί τους κανόνες του παιχνιδιού , ακυρώνει συμβάσεις προσβάλει εταίρους και συμμάχους.
Η Ελλάδα εξωτερικεύει πάντως την εικόνα μιας μόνιμης κρίσης. Μιας κρίσης που κοινωνικοπολιτικά αποκορυφώθηκε στην κρίσιμη μάζα των “αγανακτισμένων πολιτών” οι οποίοι με δυναμικές κινητοποιήσεις στις πλατείες αποτέλεσαν πηγή τροφοδοσίας μιας δυναμικής αμφισβήτησης, που εκφράζεται πλέον πολιτικά μέσα από τα ριζοσπαστικά άκρα και κυρίως μέσα από μια εκλογική στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς μια άγνωστη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αριστερά αμφισβήτηση.
Εντούτοις τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά.
Οι Έλληνες δεν θέλουν άλλο την λιτότητα και το υπάρχον πακέτο δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αυτό είναι βέβαιο.
Τι διάβασαν λοιπόν και τι άκουσαν οι Ευρωπαίοι πολίτες γύρω από τις “μοιραίες ελληνικές εκλογές” ;
Άκουσαν και διάβασαν τα πάντα .
Αυτό όμως που μόνο περιθωριακά προβλήθηκε είναι ότι οι Έλληνες πραγματικά δεν αντέχουν άλλο την μέγγενη της λιτότητας διότι ενδεχομένως έχουν καταλάβει κάτι πολύ σημαντικό που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού.
Η λιτότητα σε συνδυασμό με την παράλληλη έλλειψη δυνατότητας νομισματικής υποβάθμισης ως μείγμα πολιτικής δεν μπορεί να προσφέρει οικονομική ανάκαμψη, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται με ισχυρά προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης και με την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας.
Δεδομένης της εντεινόμενης ανέχειας, της αύξουσας ανεργίας και της δραματικής κοινωνικής ανομίας με αποκορύφωμα την έξαρση των αυτοκτονιών και την αυθαίρετη αντιμεταναστευτική βία της Χρυσής Αυγής , είναι προφανές ότι σε μακροπρόθεσμη βάση, τίθεται σε κίνδυνο ακόμα και η υπόσταση της Δημοκρατίας.
Εξ ου σε πολλές περιπτώσεις η ελληνική εμπειρία παραλληλίζεται με την την περίοδο έναρξης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Οι Γερμανοί έχουν βγάλει από την κατάρρευση της Δημοκρατίας το 1933, όλα τα πιθανά συμπεράσματα .
Ένα συμπέρασμα όμως δεν το έβγαλαν ποτέ.
Μία κυρίαρχη αλλά εντελώς υποτιμημένη αιτία της γερμανικής καταστροφής του 1933 ήταν η μοιραία γερμανική επιμονή στον κανόνα του χρυσού.
Η στενή σύνδεση του γερμανικού νομίσματος ( Ραϊχσμαρκ) στην αξία του χρυσού εμπόδισε τις κεντρικές τράπεζες να απαντήσουν με μια ευέλικτη νομισματική πολιτική στο χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Αυτό που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες εξαπλώθηκε σε μια παγκόσμια οικονομική ύφεση, η οποία λόγω απουσίας ευέλικτων επιλογών αντίδρασης μονιμοποιήθηκε στο οιονεί παγκόσμιο οικονομικό σύστημα της εποχής.
Εκείνοι που πιστεύουν ότι η ελληνική κρίση δεν έχει τίποτα να κάνει με τα παραπάνω σφάλλουν.
Παρά τις ποικίλες παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις , η αρχή της σταθερής ισοτιμίας του νομίσματος στην ουσία δεν άλλαξε.
Το Bretton Woods , που επέτρεπε τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών στο πλαίσιο μιας οικονομικής – πολιτικής τάξης πραγμάτων, αντικαταστάθηκε μεν από ένα ελεύθερο εμπορικό σύστημα, συναλλαγματικών ισοτιμιών αλλά τα διάφορα ενιαία νομίσματα παρέμειναν , πάντοτε προσδεδεμένα είτε σε άλλο αποθεματικό νόμισμα (ευρώ, δολάρια ή γιεν) ή στην τιμή του χρυσού.
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια ανάλογη στενωπό όπως η Γερμανία κατά τη διάρκεια της περιόδου της Βαϊμάρης.
Το ευρώ επιδρά πάνω στην οικονομία της χώρας όπως ο χρυσός στην Γερμανία της δεκαετίας του τριάντα, εμποδίζοντας την υποτίμηση του νομίσματός για να ανακτηθεί ένα μέρος ανταγωνιστικότητας.
Αντίθετα τα μέτρα λιτότητας όπως τότε, έτσι και τώρα, οδηγούν σε μια ακατάσχετη οικονομική ύφεση, διότι η εγχώρια ζήτηση καταρρέει μέσα από την φτωχοποίηση μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού.
Εντούτοις, πιο εντυπωσιακοί πάνω απ ‘όλα, είναι οι πολιτικοί παραλληλισμοί μεταξύ Ελλάδας και Βαϊμάρης.
Τα “αστικά” πολιτικά κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα δεν διαθέτουν πλέον μια σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή – παρά το γεγονός ότι το πρώτο κόμμα έλαβε και πάλι ως δώρο του εκλογικού νόμου για την προσομοίωση σταθερών συνθηκών πλειοψηφίας .
Τώρα κάθονται μια αρμάδα νεοναζί και ακροδεξιοί στο Κοινοβούλιο και οι σφαλιάρες έχουν αρχίσει να πέφτουν ανοικτά και προσφέρονται μάλιστα ως ακρόαμα τηλεθέασης, το οποίο εν μέσω προεκλογικής περιόδου γίνεται αντικείμενο πολιτικής λαθροχειρίας, ενώ το ερώτημα της συνταγματικής συμβατότητας του νεοναζισμού τίθεται μόνο δευτερευόντως.
Μια επονείδιστη εικόνα Δημοκρατίας.
Οι επαναληπτικές εκλογές στην Ελλάδα στον εσωτερικό πολιτικό λόγο συζητήθηκαν λίγο πολύ ως ένα αυτονόητο γεγονός το οποίο απορρέει από την συνταγματική προβλεψιμότητα.
Για τους νεοσυντηρητικούς στην Ευρώπη ωστόσο και ειδικότερα για τους Γερμανούς οι ελληνικές επαναληπτικές εκλογές επενδύθηκαν με πιο μοιραία σημασία από ότι η κομψή εναλλαγή στην εξουσία που συνέβη πρόσφατα στο Παρίσι.
Αυτό συνέβη διότι οι εκλογές στην Ελλάδα κατέδειξαν με τον πιο εμφανή τρόπο ότι η πολιτική διαχείρισης της κρίσης που ασκεί η Άνγκελα Μέρκελ με τους Ευρωπαίους σύμμαχους της (Merkozy) έχει αποτύχει αφού προσκρούει σε αδήριτες πολιτικές πραγματικότητες που προσβάλλουν τα θεμέλια της Δημοκρατίας και όχι μόνο στην Ελλάδα..
Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε ως ενδιάμεσο συνοπτικό συμπέρασμα ότι με μια υπερβολική, και σε κάθε περίπτωση κοινωνικά άδικη, λιτότητα σε συνδυασμό με την παράλληλη πρόσδεση σε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, όχι μόνο δεν εξαλείφεται η κρίση, αλλά η εγχαράσσεται μόνιμα στα θεμέλια του συστήματος.
Σε όλα αυτά προστίθεται η παντελής έλλειψη προοπτικής, η στασιμότητα κάθε ελπίδας που οδηγεί στην απόγνωση και στη φυγή χιλιάδων πολύ καλά καταρτισμένων νέων στο εξωτερικό.
Η φαινομενολογία της κρίσης ανέδειξε τα παραπάνω πτυχές όξυνσης του κοινωνικού ζητήματος μαζί με την αδυναμία του πολιτικού φάσματος να τις αντιμετωπίσει.
Η αδυναμία αυτή καταλαμβάνει τον χώρο των αστικών κομμάτων εξουσίας τα οποία τώρα συρρικνώνονται υπό το βάρος των κυβερνητικών αδυναμιών που επέδειξαν επί 40 συναπτά έτη.
Από την κριτική ωστόσο δεν εξαιρείται ούτε η αριστερά η οποία πριν δει τα ποσοστά της να εκτοξεύονται στον ορίζοντα αρκέστηκε στον ανέξοδο πολιτικό λόγο και στην απλή καταδίκη του καπιταλισμού, έχοντας στερήσει τον δημόσιο πολιτικό διάλογο από την ζύμωση μιας θετικής, συγκροτημένης και ρεαλιστικής αριστερής πρότασης εξουσίας η οποία θα έθετε ενδεχομένως νωρίτερα τον σπόρο για μια άλλη πολιτική.
Είναι ενδεικτικό ότι μόλις δύο βδομάδες πριν τις εκλογές τα κόμματα της αριστεράς έθεσαν στον δημόσιο διάλογο κάποια προγράμματα και προτάσεις, βάσιμων και μη.
Εν μέσω θυμού και οργής, εν μέσω βίας και τρομοκρατίας , εν μέσω απόγνωσης και απελπισίας, δεν μπορούσαν όμως να να συζητηθούν οργανωμένα αυτά τα προγράμματα και οι προτάσεις
Επίσης προέκυψαν πάρα πολύ αργά οι απαιτούμενες διαφοροποιήσεις εντός του “αντιμνημονιακού “ μετώπου .
Η μήπως φαντάζεται κανείς ότι ότι η επέλαση της ακροδεξιάς δεν προήλθε από την κοινή μήτρα της πλατείας στην οποία όπως θα έλεγε ο Σαββόπουλος συνωστίζονταν ο Λένιν με τον Χίτλερ αγκαλιά, έως ότου λίγο καιρό αργότερα όταν ήχησαν οι σφαλιάρες καταλάβαμε όλοι ότι τελικά κάτι τραγικό εξελίσσεται στην χώρα μας.
Στο σημείο αυτό μεγάλη ευθύνη πέφτει και στο ΠΑΣΟΚ το οποίο αντί να εισέλθει σε έναν γόνιμο και παραγωγικό διάλογο με την αριστερά και αντί να αντλήσει τα απαιτούμενα συμπεράσματα από τις πλατείες περιχαρακώθηκε σε μια περίεργη “φιλοσοφία της ευθύνης του μνημονίου” λες και αυτό δεν αποτελούσε αποκύημα του ανθρώπινου νου και ως εκ τούτου προϊόν σε κάθε περίπτωση “διορθώσιμο”, “επαναδιαπραγματεύσιμο”, “προσωρινό”.
Το ΠΑΣΟΚ περικλείστηκε σε ένα κατηγορητήριο κατά του “κρατισμού” και του “συντεχνιασμού”, φαινόμενα που εν μέρει το ίδιο εξέθρεψε υπό το φιλάρεσκο βλέμμα και της αριστεράς η οποία ελάχιστα επιχειρήματα αντέταξε κατά του φαινομένου την εποχή που αυτό αποσάθρωνε την ελληνική κοινωνία ανενόχλητα. .
Δεν μπορούν τώρα κάποια ανώτερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να κατηγορούν και να εξοργίζονται τάχα αφελώς με ένα φαινόμενο που μετακόμισε προς τη αριστερά.
Ένα φαινόμενο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε το ΠΑΣΟΚ για να κρατηθεί σταθερά στην εξουσία τόσα χρόνια.
Τώρα βεβαίως ο λογαριασμός ήρθε και είναι πικρός.
Δεν είναι όμως το τέλος .
Η ψήφο που επενδύθηκε στο ΠΑΣΟΚ , πρέπει να ερμηνευτεί ως ένας εφοδιασμός για να περάσει μια μακρά και βασανιστική διαδρομή μέσα από μια ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική καθαρτήρια διαδρομή έως ότου ξαναβρεί ένα μονοπάτι αυθεντικής επανασύνδεσης με τον λαό. Εάν το βρει.
Κατά την διαδρομή αυτή δεν πρέπει να μείνει τίποτα σαθρό στην θέση του.
Η θα αναγεννηθεί το κίνημα της αλλαγής σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική πρόταση με παρακαταθήκη τον ήλιο και προοπτική το κόκκινο τριαντάφυλλο, η οποία θα προτάξει το όραμα μιας ανθρωποκεντρικής Ευρώπης και μίας “παγκόσμιας Ελλάδας” ενάντια στον επαρχιωτισμό, τον βλαχοεθνοκεντρισμό και τον σοσιαλοαπομωνοτισμό ή θα μαραζώσει ολοκληρωτικά και θα αποτελέσει μνημείο της πολιτικής ιστορίας που θα αφηγούνται οι παππούδες στα εγγόνια τους κρύους μήνες του χειμώνα.
Από την άλλη πλευρά όμως είναι σαφές ότι δεν πρέπει να επικρατήσουν οι τελεολογικές και μηδενιστικές φωνές που ζητάνε το “τέλος” , λες και εκμηδενίζεται έτσι απλά μια ιστορία 50 ετών.
Τι πρέπει όμως να γίνει άμεσα στην χώρα μας;
Εν προκειμένω η έξοδο από το ευρώ φυσικά δεν συνιστά λύση ούτε για την Ελλάδα , ούτε για την Ευρώπη, αφού επιφέρει αναμφισβήτητα μια απρόβλεπτη κοινωνικοοικονομική καταστροφή.
Το παιχνίδι με την δραχμή πρέπει να σταματήσει άμεσα ειδικότερα για τις δυνάμεις της αριστεράς που θέλουν να συνδέονται με την ιδέα του διαφωτισμού η οποία είναι βαθύτατα ευρωπαϊκή.
Τι απομένει λοιπόν να προταχθεί ως μεγάλο ελληνικό εγχείρημα ;
Ένα γενναίο πρόγραμμα ανοικοδόμησης υπό την αιγίδα του κράτους και των ευρωπαϊκών θεσμών το οποίο όμως δεν θα εστιάσει μόνο στην πλευρά της ζήτησης με την έννοια της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης.
Το μοντέλο αυτό αποτυγχάνει στην Ελλάδα καταλήγοντας σε μια μορφή σαθρής κατανάλωσης χωρίς πάτο.
Αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης παραγωγικών δομών. Το πρόγραμμα αυτό ωστόσο δεν πρέπει να εστιάσει μόνο στους παραδοσιακούς τομείς ( οικοδομή , τουρισμός , ναυτιλία) αλλά να επικεντρωθεί σε στρατηγικά επεκτατικούς τομείς όπως η καινοτόμα βιοτεχνία, μεταποίηση και βιομηχανία, η νανοτεχνολογία , η οικολογική βιομηχανία, η μκροτεχνολογία, η ενέργεια ως στρατηγικό σύνολο ελληνικής ευρωστίας, η ποιοτική διατροφή ως διεθνές κενό αγοράς με τεράστιες δυνατότητες και με ένταση εργασίας και η κοινωνική οικονομία ως οικονομικό υποσύνολο αναπαραγωγής της κοινωνικής συνοχής.
Ακούγεται συχνά από τους εκπροσώπους μικρών χωρών όπως η Σουηδία ή η Φινλανδία ότι έλυσαν τα προβλήματά τους μέσα από σιδηρά προγράμματα λιτότητας.
Αυτό πράγματι είναι αλήθεια, αλλά αυτό έγινε κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες.
Οι δύο παραπάνω χώρες είχαν την καλή τύχη να περάσουν τις οικονομικές κρίσεις τους στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας του 90 – σε μια εποχή δηλαδή που ο κόσμος ήταν σταθερός γύρω τους.
Η Σουηδία και η Φινλανδία υποτίμησαν τότε ραγδαία τα νομίσματά τους και έτσι δόθηκε μια τεράστια δυναμική στη βιομηχανική ανάπτυξη.
Διότι τα εξαγώγιμα εμπορεύματα τους έγιναν φθηνότερα και συνεπώς συνάντησαν μεγαλύτερη παγκόσμια ζήτηση.
Αυτό όμως είναι αδύνατον να γίνει σε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Γιαυτό η τρόικα στην Ελλάδα πήγε στην εσωτερική υποτίμηση κυρίως μέσα από την οριζόντια μείωση μισθών, συντάξεων, επιδομάτων και υπηρεσιών .
Η προσαρμογή αυτή πού συνήθως συνοδεύεται από την παράλληλη πτώση των τιμών -κάτι που στην Ελλάδα έγινε αντίστροφα με την αύξηση τιμών- ως εγχείρημα σε μια ελεύθερη οικονομία της αγοράς ούτως ή άλλως είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας αφού δημιουργεί μεγάλες κοινωνικές ανατροπές.
Αυτές οι στρεβλώσεις με τη σειρά τους επιδεινώνουν ραγδαία την οικονομική δυνατότητα απόδοσης (μετανάστευση ανθρώπινου κεφαλαίου , απογοήτευση, πολιτική αστάθεια , κοινωνική ανομία ) και ως εκ τούτου τις πιθανότητες της διαχείρισης κρίσεων.
Λόγω αύξουσας αδυναμίας της εσωτερικής αγοράς που τροφοδοτείται από την απώλεια της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού, οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να δημιουργηθεί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ορισμένοι ανεγκέφαλοι προτείνουν μια οικονομική, αναπτυξιακή δικτατορία ως κοινωνικά αποδεκτή λύση.
Η ελληνική καταστροφή μπορεί φυσικά να λάβει πολλές μορφές.
Λογικά η έξοδο από το ευρώ ή την Ευρωπαϊκή Ένωση στην πραγματικότητα δεν αποτελούν την χειρότερη εκδοχή ενός σεναρίου καταστροφής.
Η χειρότερη περίπτωση θα ήταν μια επιστροφή σε μια δικτατορία.
Η πιθανότητα αυτού του σεναρίου φαίνεται απόμακρη, αυξάνει ωστόσο με το βαθμό της πολιτικής αστάθειας.
Ήδη σήμερα φαίνεται ότι οι πολιτικές λιτότητας της Μέρκελ στους δρόμους της Αθήνας μπορούν να επιβληθούν στην καλύτερη περίπτωση, μόνο με την νωπή βία.
Αν και αυτή η διάγνωση διαχέεται όλο και περισσότερο σε μέσα μαζικής ενημέρωσης – η δημόσια ευαισθητοποίηση για ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν φαίνεται να είναι σημαντική. Ίσως επιδρά παραλυτικά ο φόβος της κοινωνικής αναταραχής ή ακόμα και της ανατροπής, και αναπότρεπτα ο συνακόλουθος κίνδυνος απώλειας της ιδιοκτησίας για πολλούς “πλούσιους”.
Ίσως, όμως, διαβλέπουν οι υπερασπιστές του τρέχοντος οικονομικού συστήματος την δυνατότητα μιας θεμελιώδους διαρθρωτικής αλλαγής στο ίδιο το σύστημα
.Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Άντριου Μέλον, κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης ήθελε να καταργήσει θέσεις εργασίας, να καταστρέψει αποθέματα προμηθειών , να ρευστοποιήσει την θέση των αγροτών, να ξεπουλήσει ακίνητα, να ξεπλύνει δηλαδή τις φθορές του συστήματος.
Αυτή η λογική θεωρήθηκε ως το μεγαλύτερο λάθος στην ιστορία της οικονομίας.
Στη Γερμανία, ωστόσο οι σύγχρονες εκδοχές αυτής της αντίληψης εξακολουθούν να είναι κοινωνικά αποδεκτές .
Όποιος δεν είναι πρόθυμος να συμμετάσχει στην οικονομική λογική των νεοσυντηρητικών τίθεται υπό αυστηρό έλεγχο.
Μετά την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία μπαίνουν οσονούπω στον γύψο και η Ισπανία και η Κύπρο και έρχεται προφανώς η σειρά της Ιταλίας.
Με την πεποίθηση ότι στο πολιτικό φάσμα θα επικρατήσει η ελπίδα της ανθρώπινης λογικής, αντί της νεοφιλελεύθερης λογικής της αγοράς, το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για ένα ευρύτερο μέτωπο κοινωνικής και δημοκρατικής αναγέννησης αυτού του τόπου μέσα από ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις που θα ξεπερνούν επιτέλους το ψεύτικο δίλημμα μνημόνιο- αντιμνημόνιο.
Σίγουρα στο εγχείρημα αυτό σημασία δεν έχει ούτε η πρωτιά ούτε η πολιτική ηγεμονία αλλά η ποιοτική πίστη των πολιτών σε ένα αταλάντευτο ευρωπαϊκό και δημοκρατικό μέλλον αυτής της χώρας.