“Η κακιά στιγμή”. Γιάννης Παπαγεωργίου

αα

24grammata.com– free ebook

[κατέβασέτο]

ISBN: 978-960-93-7958-8

Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com

Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 154

Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Πάτρα, 2016

Μέγεθος Αρχείου: 1,0 Mb

Σελίδες: 78

Μορφή αρχείου: pdf

Γραμματοσειρά: cambria

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια του δημιουργού ή του εκδότη

Εξέγερση είναι η αιωνόβια επιθυμία

να μην υποφέρουμε

Αλμπέρ Καμύ

Η ΚΑΚΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Την περίμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Πάνω στο κομοδίνο, το μπουκάλι είχε κατέβει μέχρι τη μέση, το τασάκι ήταν γεμάτο στάχτες και αποτσίγαρα. Ταξίδευε συνέχεια, ένα βράδυ θα έμενε μόνο. Ούτε στο χωριό δεν προλάβαινε να πάει, να δει τη μάνα του για λίγο. Ίσως την επόμενη φορά. Της τηλεφώνησε και ήρθε αμέσως εδώ, όπως πάντα, στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο, στην ίδια πάντα γωνιά του πρώτου ορόφου. Απ’ το μπαλκόνι χάζευε το λιμάνι με τα καράβια δίπλα στον σταθμό των τρένων. Το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμη.

Χάιδεψε απαλά τα χαμνά του και συνέχισε να κοιτάζει το ταβάνι. Τέσσερα χρόνια την ήξερε μόνο, έξι φορές είχαν βρεθεί όλες κι όλες. Αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες –έτσι πίστευε – τον καταλάβαινε κάπως, δεν πήγαινε μόνο για τα λεφτά. Ένα ναυάγιο, σαν όλους μας. Με τον άντρα της ανάσκελα από πρέζα και ένα αγόρι να το μεγαλώνει η μάνα της. Είχαν καιρό να ειδωθούν, του είχε λείψει. Ίσως να την παντρευόταν κάποτε, όταν θα έβγαινε στη σύνταξη και δεν θα ξαναμπαρκάριζε. Σήμερα όμως ήθελε μόνο να γαμήσει και να χύσει, να ξαλαφρώσει, να παρηγορηθεί. Μια αγκαλιά, ένα χάδι, και ύπνος βαρύς σαν θάνατος, χωρίς όνειρα.

Ξερόβηξε δυνατά, άρπαξε το μπουκάλι και ήπιε. Ήταν ολομόναχος στο δωμάτιο, μόνο μια χοντρή πράσινη μύγα πετούσε κάθε τόσο στον αέρα και του σφύριζε. Για μια στιγμή κάθισε πάνω στο ρολόι του τοίχου και τον κοίταξε. Της φώναξε να έρθει κοντά του να την χαϊδέψει μα αυτή δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση της. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα και κάτι και κείνη είχε αργήσει.

Μόλις μπήκε μέσα τρεκλίζοντας πήγε κατευθείαν στο μπάνιο, ούτε καλησπέρα δεν είπε. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο, ίσιωσε κάπως τα μαλλιά και κοίταξε τον καθρέφτη. Είχε τα χάλια της και γερνούσε σταθερά. Απόψε δεν έπρεπε να έρθει. Όταν βγήκε, πήρε το μπουκάλι απ’ το κομοδίνο, και ήπιε το λίγο που είχε απομείνει. Πήγε ν’ ανάψει τσιγάρο, μα την άρπαξε δυνατά απ’ το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Δεν ήθελε απόψε, δεν έπρεπε να έρθει. Άρχισαν να βρίζονται και να χτυπιούνται, πάλευαν πάνω στο κρεβάτι. Η γριά μύγα στριφογύριζε γύρω απ’ τη γυμνή λάμπα του δωματίου και παρακολουθούσε με αγωνία, το ρολόι του τοίχου έδειχνε σταθερά δώδεκα και κάτι.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε όρθιος, την βούτηξε απ’ τα μαλλιά και την έσυρε έξω στο μπαλκόνι. Συνέχισε να την βρίζει και να τη χτυπά και κείνη να φωνάζει. Ξαφνικά, την σήκωσε ψηλά και την πέταξε χάμω σαν σακί, απ’ τα επτάμισι μέτρα. Την ξανάβρισε, μπήκε μέσα και έκλεισε πίσω του την μπαλκονόπορτα.

Αυτή πεσμένη καταγής, βογκούσε ξεψυχισμένα. Κάποιοι μαζεύτηκαν γύρω της και το παιδί του ξενοδοχείου κάλεσε τις πρώτες βοήθειες. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο, αυτός είχε βγει πάλι στο μπαλκόνι –ντυμένος πλέον και ξεμέθυστος – και παρακολουθούσε. Στο λιμάνι βρισκόντουσαν τρία καράβια αγκυροβο-λημένα και η σελήνη δεν βγήκε απόψε. Η σκατόμυγα έκανε τρεις κύκλους γύρω του και πέταξε μακριά.

Υπήρχαν δύο μάρτυρες που είδαν όλο το συμβάν. Το ίδιο βράδυ πήγαν στην Ασφάλεια και έδωσαν κατάθεση. Ήταν δολοφόνος και τέρας, είπαν, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήθελε να την ξεκάνει. Και δεν ντράπηκε καν να βγει ολόγυμνος στο μπαλκόνι. Αυτός τα αρνήθηκε όλα. Έπεσε μόνη της, είπε. Ήταν πιωμένη, του φώναζε και τον έβριζε χωρίς λόγο. Προσπάθησε να την κρατήσει, μα δεν μπόρεσε. Του ξέφυγε απ’ τα χέρια και έπεσε στο κράσπεδο.

Παρ’ όλα αυτά, η γυναίκα στάθηκε τυχερή. Έσπασε μόνο τη λεκάνη και τ’ αριστερό της πόδι. Η ζωή της δεν κινδύνευε, θα ζούσε και θα γινότανε καλά. Ήταν ατύχημα, τους είπε. Δεν καταλάβαινε τι έκανε, αυτός δεν έφταιγε σε τίποτα, να την σώσει ήθελε. Μετά απ’ αυτό, οι μάρτυρες άλλαξαν την κατάθεση, μάλλον δεν θα είδανε καλά, είχε πολύ σκοτάδι, η θάλασσα κι ο ουρανός ένα και η νύχτα τους ξεγέλασε. Κανείς δεν έφταιγε, είπαν. Ήταν η κακιά στιγμή.

Η γυναίκα τελικά συνήλθε. Αυτός πήγε στο χωριό, είδε τη γριά μάνα του και μπαρκάρισε ξανά. Συνέχισαν να βλέπονται, όπως πρώτα. Όχι όμως στο ίδιο ξενοδοχείο.

ΤΟ ΚΟΜΠΡΕΣΕΡ

Είχε κουραστεί να περπατά απ’ το πρωί μέσα στους δρόμους και κάθε τόσο παραπατούσε, φοβόταν ότι θα πέσει. «Κάνε υπομονή, σε λίγο φτάνουμε», τού ‘δινε κουράγιο η θεία και τον κρατούσε γερά από το χέρι. Μα μπροστά του ο σκοτεινός διάδρομος έμοιαζε ατέλειω-τος. Το είχε μετανιώσει, μα δεν μπορούσε να μείνει και στο σπίτι με τόση σκόνη και θόρυβο. Δεν είχε άλλη επιλογή και δυστυχώς δεν έπαιρνε αυτός τις αποφάσεις. Και έπρεπε να δει και την μητέρα.

Επιτέλους, φτάσανε. Όταν μπήκε στο θάλαμο, μια λάμψη τον τύφλωσε, ζαλίστηκε απ’ το δυνατό φως. Μετά από λίγο τα μάτια του συνήθισαν. Το δωμάτιο ήταν λευκοντυμένο και ζεστό. Οι τοίχοι, τα κρεβάτια, οι κουρτίνες, όλα. Στο βάθος η μαμά μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, κρατούσε στην αγκαλιά της τη μπέμπα και της έλεγε γλυκόλογα. Η θεία πλησίασε κοντά τους, φίλησε τη μαμά και χάιδεψε το μικρό ανθρωπάκι. Αυτός, όσο και να του φώναζαν, είχε μαρμαρώσει στη μέση του θαλάμου. Ξαφνικά από μπροστά του μια όμορφη κοπέλα, στα άσπρα κι αυτή, που κρατούσε ένα μπολ με σοκολατάκια τυλιγμένα σε ασημόχαρτο. Αμέσως του τράβηξαν την προσοχή. Η νοσοκόμα του πρόσφερε ευγενικά ένα και άρχισε να το ξετυλίγει βιαστικά. Ένα λίγωμα πλημύρισε το στήθος και ένιωσε τα μάγουλά του να καίνε. Αυτή κάτι πρέπει να κατάλαβε, γιατί λίγο πριν φύγει από τον θάλαμο του τσίμπησε απαλά το