24grammata.com/ μουσική
γράφει ο Νάσος Κατσώχης
Η περίπτωση του Βαγγέλη Παπαθανασίου –διάσημου διεθνώς ως Vangelis- είναι, κατά τη γνώμη μου, εντελώς ιδιότυπη και ξεχωριστή στη σύγχρονη μουσική. Χωρίς να είμαι μουσικολόγος ή ειδικός περί τα μουσικά πράγματα, η ‘εμβριθής’ ωστόσο επαφή μου με το σύνολο της δισκογραφίας του, αλλά και γενικά με την ορχηστρική μουσική (στην orchestral εκδοχή της) – μού επιτρέπει, νομίζω, να καταθέσω την άποψή μου για το έργο του.
Θεωρώ, λοιπόν ότι πρόκειται για μοναδική περίπτωση συνθέτη που –αν και αυτοδίδακτος και χωρίς τεχνικές γνώσεις-, κατάφερε με το πάθος του για τη μουσική σε ποικίλες εκφάνσεις της, να προσδώσει ένα καθολικό, ‘συμπαντικό’ θα έλεγε κανείς, ‘χρώμα’ στους ηλεκτρονικούς ήχους. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ανέδειξε κατά εντυπωσιακό και πρωτόφαντο τρόπο την ορχηστρική διάσταση των ήχων του synthesizer. Και στα πλαίσια αυτά, αποδύεται συχνά σε τιτάνιες ηλεκτρονικές συνθέσεις, εμφορούμενος, προφανώς, από ένα βαθύτερο μουσικό ‘ιδεώδες’.
Για να μην θεωρηθεί είτε ότι υπερβάλλω είτε ότι παραθέτω απλώς τη δική μου, υποκειμενική άποψη, προσέξτε ότι σε παρόμοιες αξιολογήσεις του έργου του Βαγγέλη Παπαθανασίου προβαίνουν εκατομμύρια θαυμαστές του από τη μία ως την άλλη άκρη της υφηλίου. Και προσέξτε ότι το κάνουν άνθρωποι κάθε ηλικίας, αλλά και από ένα ευρύ μορφωτικό φάσμα : ειδικοί και μη στα μουσικά πράγματα.
Το Όσκαρ που κέρδισε με το Chariots of fire, μια απλοϊκή, αλλά άψογα ενορχηστρωμένη σύνθεση, η οποία επένδυσε την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία, έχει προφανώς επισκιάσει άλλες δημιουργίες του. Εκτός από το επίσης εντυπωσιακό soundtrack για τον Χριστόφορο Κολόμβο (1492), αλλά και για την φουτουριστική ταινία Blade Runner του Ridley Scott, και άλλες δημιουργίες του χρήζουν, νομίζω, ιδιαίτερης μνείας, για διαφορετικούς λόγους: οι ανεπανάληπτες συνθέσεις του στα μέσα της δεκαετίας του 70, όταν και δούλευε στο στούντιό του στο Λονδίνο (Heaven & Hell, Albedo 0.39, Spiral), αποτελούν ένα μοναδικό συνονθύλευμα ηλεκτρονικών και ορχηστρικών ήχων, περνώντας από ποικίλα μουσικά είδη, τη τζαζ, την κλασική, την progressive rock κ.ά.: ενδεικτικά αναφέρω το-εν είδει ορατορίου- Heaven & Hell Movement 1, που κλείνει με το αργό μινιμαλιστικό θέμα που έχει επενδύσει τις τηλεοπτικές σειρές Cosmos του διάσημου αστροφυσικού Carl Sagan, το ‘παραληρηματικό’ διμερές Nucleogenesis (Albedo 0.39) και το εμβατηριακής δομής κομμάτι to the unknown man (Spiral), που καθηλώνει τον ακροατή με τη μελωδία του.
Στις παραπάνω παραγωγές, μοναδικά κρεσέντο, αλλά και συμφωνικού τύπου κλιμακώσεις και αποδόσεις (με τα περίφημα brass lines να ξεχωρίζουν), δημιουργούν τον χαρακτηριστικό, διακριτικό ήχο του συνθέτη, και γίνονται άμεσα αποδεκτά από ετερόκλητα κοινά της μουσικής. Και είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη και στις κινηματογραφικές του συνεισφορές, καταφέρνει να επενδύει τις εικόνες με ήχους ή ηχοχρώματα έξω από τα χολυγουντιανά μουσικά standards: όχι , για παράδειγμα στο νεο-ρομαντικό ύφος ένος John Williams ή ενός Maurice Jarre (ή άλλων μεγάλων της κινηματογραφικής μουσικής). Κάτι, φυσικά, στο οποίο τον διευκολύνει η χρήση της νέας μουσικής τεχνολογίας.
Επίσης, οι χορωδιακές ορχηστρικές συνθέσεις του, όπως π.χ. Mask, Heaven & Hell, Mythodea (το περιεχόμενο των στίχων της τελευταίας είναι θέμα άλλης συζήτησης), συνιστούν θριαμβικά , δραματικά ή μυσταγωγικά (κατά περίπτωση) μουσικά ηχοτοπία, που πραγματώνονται μάλιστα και με χρήση μεγάλης σε όγκο και βάθος χορωδίας, ανακαλώντας αντίστοιχες χορωδιακές στιγμές ενός, ας πούμε, Giuseppe Verdi. Το Mythodea movement 9 –του οποίου η εισαγωγή ανακαλεί την αντίστοιχη εισαγωγή με έγχορδα του Lacrimosa (από το Requiem του W.A. Mozart) κατά τη γνώμη μου αποτελεί μια από τις πιο όμορφες και μεγαλειώδεις στιγμές όχι μόνο της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας, αλλά γενικότερα της ορχηστρικής μουσικής.
Σε άλλες περιπτώσεις -είναι η αλήθεια- αναλώνεται σε ελαφρού τύπου new age συνθέσεις, οι οποίες ωστόσο εξακολουθούν να διατηρούν τη γοητεία τους.
Δεν θα σταθώ άλλο στη μουσική του. Αρκεί, εξάλλου, να την απολαύσει κανείς (να το πω αλλιώς: σε καμία περίπτωση η περιγραφή σ’ αυτές τις γραμμές δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί στα συναισθήματα που εγείρει η ίδια η ακρόαση της μουσικής του συνθέτη).
Θα σταθώ σε ένα άλλο, ίσως ακόμη πιο ουσιαστικό στοιχείο του συνθέτη: την προσωπικότητά του. Πρόκειται για μοναδική περίπτωση καλλιτέχνη που έχει γίνει τόσο διάσημος ανά την υφήλιο, αποφεύγοντας στον μέγιστο σχεδόν βαθμό δημόσιες εμφανίσεις ή συνεντεύξεις (ακόμη και συναυλίες): άλλη μια απόδειξη της αξίας της μουσικής του, που δεν χρειάζεται «έξωθεν ενισχύσεις». Άσχετα από το αν αυτή η συμπεριφορά του ενέχει ή όχι το κίνητρο του να φαντάζει ακόμη πιο μεγαλειώδης -και αυτός αλλά και η μουσική του- μέσω της αποστασιοποίησής του από τα κοινά, σαν πράξη νομίζω ότι αναδεικνύει τη λιτότητα και το μέτρο ενός οραματιστή, που ποτέ δεν έχει παρασυρθεί από τη μαζική ‘νόσο’ της δημοσιότητας, η οποία καταλαμβάνει πολλούς καλλιτέχνες, και μάλιστα πολύ υποδεέστερους του Παπαθανασίου: στην περίπτωση του Vangelis, δεν τους ψάχνει…Τον ψάχνουν (και συχνά δεν τον βρίσκουν).
Αν ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφερε μουσικά -ανάμεσα σε άλλα- να περάσει την ποίηση στον λαό, και να εξευγενίσει το μουσικό του αισθητήριο, και αν ο Ιάνης Ξενάκης ενέσκηψε στη μουσική, προσεγγίζοντάς την όχι μόνο ως τέχνη, αλλά και ως αυστηρή επιστήμη που υπόκειται σε μαθηματικές και φυσικές κανονικότητες, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου νομίζω ότι υλοποίησε το όραμα μιας «συμπαντικής» μουσικής: τέτοιας, δηλαδή, που συχνά να δημιουργεί εικόνες από περιβάλλοντα πέραν του γήινου, όπως τα φανταζόμαστε συνήθως και τα αναπαριστούμε νοητικά Αλλά και να εγείρει συναισθήματα υπερβατικά. Και το καταφέρνει, εκμεταλλευόμενος κατά τον βέλτιστο αλλά και εντελώς προσωπικό τρόπο τις ηχοχρωματικές δυνατότητες που παρέχουν τα ηλεκτρονικά μουσικά όργανα. Η θέση του, συνεπώς, στο πάνθεον της σύγχρονης παγκόσμιας μουσικής είναι, αν μη τι άλλο, περίοπτη.
Όσο για κάποιους (εντός επικράτειας) που δυσανασχετούν προς το πρόσωπό του ή (κάνουν πως) αδιαφορούν για τη μουσική του, επειδή απλώς δεν τυχαίνει ο συνθέτης να εντάσσεται σε συγκεκριμένο ιδεολογικο-πολιτικό χώρο, πρόκειται απλώς για συμπλεγματικούς ανθρώπους: σε τελική ανάλυση, αυτοί χάνουν που / αν δεν έρχονται σε επαφή με τη μουσική του. Αλλά και αντίστροφα: προσωπικά δεν με ενδιαφέρει που άτομα από ένα εντελώς αντίθετο (από έναν ακραίο) ιδεολογικό-πολιτικό χώρο οικειοποιούνται τις συνθέσεις του, για πλείστους όσους λόγους. Ακόμη κι έτσι, η μουσική του δεν χάνει ίχνος από την ποιότητά της.
Και κάτι ακόμη, που απευθύνεται σε αυτούς που βρίσκουν τη μουσική του ‘πομπώδη’: ο στόμφος αποτελεί απλώς μέρος του βαθύτερου μουσικού οράματος του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Μα και συνάμα, είναι ακριβώς το συγκεκριμένο όραμα που δίνει τη εξήγηση για το ‘πομπώδες’ πολλών συνθέσεών του.
Νάσος Κατσώχης: [email protected]