Του JAMES Κ. GALBRAITH*
Το 1944, στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, αποφασίστηκε η ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς και η καθιέρωση του χρυσού και της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό με ισοτιμία 35 δολαρίων ανά ουγκιά.
Η φήμη που είχε αποκτήσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς μετά την ηχηρή κριτική του στη Συνθήκη των Βερσαλιών του 1919,1 καθώς και οι καινοτόμες προτάσεις του για την έξοδο από τη Μεγάλη Υφεση του 1929, του εξασφάλισαν την παρουσία του στη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς ως επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας.
Οπως διηγείται ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι2 στην τριλογία του, ο Κέινς αντιτέθηκε στην επιδίωξη του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών να επιβάλει στη Βρετανία, η οποία βρισκόταν τότε στο χείλος της χρεοκοπίας, μια στενή οικονομική εξάρτηση. Τελικά, ο πρόεδρος Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ διευθέτησε το πρόβλημα μέσω ενός δανείου που είχε ισχύ για όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Ο σύμβουλος του βρετανικού στέμματος, ωστόσο, βρισκόταν αντιμέτωπος με πολύ μεγαλύτερα διακυβεύματα, που αφορούσαν την παγκόσμια τάξη της εποχής. Η αντίστασή του απέναντι στις ηγεμονικές συμπεριφορές μπορεί ακόμη να αποτελέσει πηγή έμπνευσης.
Αγορά και κράτος
Για τον μεταπολεμικό κόσμο, ο Κέινς είχε φανταστεί ένα σύστημα στο πλαίσιο του οποίου τα μεγάλα κράτη δεν θα ήταν υποχρεωμένα να θέτουν την τήρηση των εμπορικών συμφωνιών πάνω από τους διάφορους στόχους κοινωνικής ευημερίας, με κυριότερο την πλήρη απασχόληση. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κέινς έβλεπε τη δυνατότητα συνύπαρξης των ελεύθερων ανταλλαγών με ένα γενναιόδωρο σύστημα προστασίας, το οποίο θα εξασφάλιζαν τα διεθνή χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Το σύστημα αυτό θα χαρακτηριζόταν, πρώτα από όλα, από έναν μηχανισμό «προσαρμογής των πιστώσεων», που θα επέβαλλε κυρώσεις στις χώρες με εμπορικό πλεόνασμα και όχι στις χώρες με εμπορικό έλλειμμα. Κάτι τέτοιο θα υποχρέωνε τις χώρες με εμπορικό πλεόνασμα είτε να αποδεχθούν εμπορικούς φραγμούς για τα προϊόντα τους είτε να διευρύνουν τις εγχώριες αγορές τους για να απορροφήσουν περισσότερες εισαγωγές.
Παράλληλα, κάθε οφειλέτης θα είχε πρόσβαση σε έναν λογαριασμό πιστώσεων προκαθορισμένου ύψους, στο πλαίσιο ενός διεθνούς συστήματος ρύθμισης πληρωμών, το οποίο θα στηριζόταν στη δυνατότητα έκδοσης ενός παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος -του bancor.
Ελεύθερο εμπόριο
Μια τέτοια τάξη πραγμάτων ήταν απαράδεκτη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε έναν κόσμο που χαρακτηριζόταν από την καταλυτική υπεροχή της μεταποιητικής βιομηχανίας των Ηνωμένων Πολιτειών, το αμερικανικό ιδεώδες ήταν το ελεύθερο εμπόριο. Ενας μηχανισμός διεθνών πληρωμών που θα λάμβανε υπόψη και τα συμφέροντα των οφειλετών ήταν τόσο μακριά από το πνεύμα της Γουόλ Στριτ όσο θα ήταν, για τους κοινούς θνητούς, η ιδέα μιας φυλακής που θα διοικείται από τους φυλακισμένους.
Τα χρέη του σήμερα έπρεπε να εξοφληθούν αύριο, πάση θυσία. Για τις μεταπολεμικές οικονομικές υποθέσεις θα αποφάσιζαν οι πλούσιοι. Και, τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδέχθηκαν την ύπαρξη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας σε πολύ πιο παραδοσιακές βάσεις από ό,τι είχε ελπίσει ο Κέινς, παρά τις κάποιες παραχωρήσεις τους.
Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί, το 1945, ένα δάνειο των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη Βρετανία, με όρους που ο Κέινς θεώρησε ανυπόφορους. Στη συνέχεια, δύο παράγοντες συνέβαλαν στη βελτίωση της κατάστασης για τη Βρετανία.
Ο πρώτος παράγοντας, που συνδέεται με τον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν η εφαρμογή του σχεδίου Μάρσαλ, που συνδυάστηκε με μια διόλου ευκαταφρόνητη υλική και οικονομική βοήθεια. Η στρατιωτική απειλή που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ενωση για τη Δυτική Ευρώπη μπορεί να είχε υπερτιμηθεί, αλλά το σοβιετικό οικονομικό και πολιτικό μοντέλο κάθε άλλο παρά απαξιωμένο ήταν εκείνη την εποχή. Η πρόκληση που ενσάρκωναν οι Σοβιετικοί έδωσε ώθηση στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Δυτικής Ευρώπης και κατέστησε απαραίτητη την εφαρμογή δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στο κοινωνικό πεδίο.3
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η δομική ανασυγκρότηση στηρίχθηκε σε κάποιο βαθμό στη στρατιωτική βιομηχανία, πολύ περισσότερο, όμως, στους καρπούς αυτού του νέου New Deal και, αργότερα, στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του προγράμματος της «μεγάλης κοινωνίας»4 (κοινωνική πρόνοια, σύστημα ιατροφαρμακευτικής κάλυψης Medicare, βοηθήματα στέγασης, εκπαίδευσης, αγορές με πίστωση).
Η ανασυγκρότηση αυτή μετέβαλε τις καταναλωτικές συνήθειες των νοικοκυριών και μετέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κεϊνσιανή ατμομηχανή για τον υπόλοιπο κόσμο. Για κάποια χρονική περίοδο, η οικονομική σύγκλιση ήταν πραγματικότητα. Οι φτωχές χώρες κατέγραφαν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις πλούσιες.
Αυτή η κατάσταση τερματίστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν οι εμπορικές τράπεζες ανέλαβαν και πάλι την ευθύνη των αναπτυξιακών χρηματοδοτήσεων. Χρειάστηκαν μόλις μερικά χρόνια για να αποδειχθεί ότι ο Κέινς είχε δει σωστά. Τη δεκαετία του ’80, η «αντεπανάσταση των βαρβάρων», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του οικονομολόγου Γουόλτ Ρόστοου, είχε ήδη ξεκινήσει.
Από τότε, οι λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται στη δίνη της κατάρρευσης των αναπτυξιακών χρηματοδοτήσεων, της αστάθειας που συνδέεται με τις κερδοσκοπικές κινήσεις κεφαλαίων και της κρίσης εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Λατινική Αμερική
Η Βραζιλία αποτελεί κλασικό παράδειγμα. Πρόκειται για μια χώρα της οποίας το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 250 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η οικονομία της βρίσκεται σε βαθιά ύφεση και καταγράφει εμπορικά πλεονάσματα.
Η κεϊνσιανή θεραπεία θα ήταν ξεκάθαρη: για να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη, η Βραζιλία θα έπρεπε να υιοθετήσει πολιτικές πλήρους απασχόλησης, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να περιορίσει τα εμπορικά πλεονάσματά της, χάρη σε χρηματοδοτήσεις από το σύστημα των παγκόσμιων αποθεματικών, οι οποίες θα είχαν προσαρμοστεί στις ανάγκες της. Αντί για κάτι τέτοιο, ωστόσο, το ΔΝΤ θέτει στη διάθεσή της ένα «δάνειο» 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με τον αυστηρό όρο να συνεχιστεί ο περιορισμός της εγχώριας ζήτησης. Δεν πρόκειται κυρίως για δάνειο, αλλά περισσότερο για μέσο εξόφλησης των πιστωτών, καθώς τους παρουσιάζονται νέες ευκαιρίες να επενδύσουν αλλού.
Εξάλλου, η Βραζιλία είχε αυτή την αντιμετώπιση γιατί είναι μια μεγάλη χώρα, που έχει εξασθενήσει ανησυχητικά από το βάρος του δημόσιου χρέους και, επιπλέον, στο εσωτερικό της ενισχύεται πολύ γρήγορα μια αριστερά που θεωρείται δυνητικά επικίνδυνη.
Στην Αργεντινή, όπου οι πολιτικές τάσεις παραμένουν ασαφείς, χορηγήθηκαν πολύ μικρότερα ποσά, μολονότι, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, παρουσιαζόταν ως υπόδειγμα οικονομικής φιλελευθεροποίησης, σε αντίθεση με τη Βραζιλία.5 Σ’ αυτό το παιχνίδι η Τουρκία γνωρίζει παρόμοια τύχη: μια χώρα που έχει δεσμευθεί με υποδειγματικό τρόπο στην πορεία φιλελευθεροποίησης σέρνεται κάτω από το βάρος του δημόσιου χρέους και δέχεται «βοήθεια» στο βαθμό που έχει στρατηγική σημασία. Οσο για την τραγωδία της χρηματοοικονομικής φιλελευθεροποίησης στη Ρωσία, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό.6
Στην Ευρώπη
Είναι λυπηρό, αλλά ελάχιστες αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα, κατάφεραν να αποφύγουν αυτήν την κατάσταση, υιοθετώντας μερκαντιλιστικές πολιτικές και στρατηγικές κεντρικού σχεδιασμού. Μένει να μάθουμε εάν η κινεζική ευημερία θα αντέξει στους κανόνες που θέλει να επιβάλει ο ΠΟΕ (και, φυσικά, εάν η Κίνα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της).
Η Ινδία, που έχει διατηρήσει τον έλεγχο στην κίνηση συναλλάγματος και κεφαλαίων, βιώνει, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, μια ενδιάμεση κατάσταση, καταγράφοντας μια μικρή αλλά σταθερή ανάπτυξη.
Στην Ευρώπη, αναδύεται ένα είδος οικονομικού υπερ-κράτους, με μια προ-κεϊνσιανή αντίληψη των μέσων και των πεδίων ευθύνης του.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης υποχρεώνει τις ευρωπαϊκές χώρες να διατηρούν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, το οποίο είναι ίδιο για όλους, σχεδόν με οποιοδήποτε κόστος και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη κυρίως τα αντίστοιχα ποσοστά ανεργίας και οι ανάγκες για επενδύσεις. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει το αποκλειστικό δικαίωμα προσδιορισμού των επιτοκίων προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που η ίδια ορίζει.
Οι κυβερνήσεις των φτωχότερων περιοχών της Ευρώπης δεν μπορούν να αποκοπούν από το πλαίσιο αυτό και να εκβιομηχανισθούν, όπως έκανε η Κίνα. Δεν μπορούν πλέον να καταφύγουν σε δανεισμό για να χρηματοδοτήσουν τις εισφορές τους στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη, σε αντίθεση με τις αμερικανικές πολιτείες και πόλεις, που έχουν τη δυνατότητα να καταρτίζουν ειδικό προϋπολογισμό για να καλύπτουν τις μακροπρόθεσμες ανάγκες τους σε εξοπλισμό. Επιπλέον, οι φτωχότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν να καταφύγουν στους κεϊνσιανούς μηχανισμούς μακροοικονομικής σταθεροποίησης.7
Δολάριο και ευρώ
Επομένως, εξαρτώνται από τη μεταβίβαση κοινοτικών πόρων. Τα σχετικά ποσά είναι, οπωσδήποτε, σημαντικά για τις φτωχότερες περιοχές, δεν επαρκούν, όμως, για τη μακροοικονομική σταθεροποίηση τεράστιων εθνικών περιοχών χαμηλού εισοδήματος -όπως είναι, για παράδειγμα, η Ισπανία ή η Ελλάδα, για να μην αναφερθούν οι νέες υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Οι ανισότητες αυτές μάλλον θα διευρυνθούν περισσότερο με την ύφεση που επικρατεί στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή, στην Ευρώπη, η εξουσία των πιστωτών είναι τόσο απόλυτη όσο και στους κόλπους των Συμμάχων το 1945. Η εξουσία τους, όμως, αποδεικνύεται οικονομικά καταστροφική, όπως είχε προβλέψει ο Κέινς.
Σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επηρεάστηκαν σε τέτοιο βαθμό από παρόμοιες παραμέτρους γιατί, μέχρι τώρα, εκμεταλλεύθηκαν τρεις παράγοντες. Η χρήση του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος τους επέτρεψε να συνεχίσουν να ζουν άνετα παρά τα πολύ υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματά τους. Εκτός αυτού, αξιοποίησαν τη φήμη τους ως ασφαλούς χρηματοοικονομικού καταφυγίου για επενδυτές που επιθυμούσαν να αποφύγουν την ευνοιοκρατία, τη διαφθορά και την αστάθεια που μαστίζουν άλλες περιοχές του κόσμου.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι θεμελιώδεις αρχές του κεϊνσιανισμού καθοδηγούν de facto την αμερικανική οικονομική πολιτική στο εσωτερικό, και, μάλιστα, χωρίς διακοπή. Η επιρροή τους εντοπίζεται σε τρία επίπεδα: την πραγματιστική στάση της κυβέρνησης και του Κονγκρέσου σε περιόδους επιβράδυνσης (περικοπή φορολογίας), την εξίσου πραγματιστική, τακτική της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας όταν αντιμετωπίζει παρόμοιες καταστάσεις (η οποία μειώνει τα επιτόκια χωρίς να ανησυχεί ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις στις τιμές) και, τέλος, την ύπαρξη ενός σημαντικού συστήματος κρατικών βοηθημάτων, που έχει, κυρίως, τη μορφή διακριτικών εγγυήσεων αγοράς και φοροενισχύσεων, με στόχο την τόνωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών (και ειδικά στους τομείς της στέγασης, της ιατρικής περίθαλψης, της εκπαίδευσης και των συντάξεων).
Ωστόσο, τα πλεονεκτήματα αυτά κινδυνεύουν να αμφισβητηθούν. Οπωσδήποτε, είναι ελάχιστα πιθανό το δολάριο να χάσει σύντομα την προνομιακή θέση του. Μπορεί, όμως, να επηρεαστεί από την εμφάνιση του ευρώ, την επιδείνωση της κρίσης στην Ιαπωνία και την αναξιοπιστία που πλήττει πλέον την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Οι αγορές αξιών των Ηνωμένων Πολιτειών δεν βρίσκονται πια υπεράνω πάσης υποψίας, με δεδομένες τις εγκληματικές πρακτικές ορισμένων επιχειρήσεων, τις λογιστικές απάτες, την απώλεια αποτελεσματικότητας των ρυθμιστικών μέτρων και το σκάσιμο της χρηματιστηριακής φούσκας των μετοχών υψηλής τεχνολογίας και πληροφορικής. Επιπλέον, η υπέρμετρη αποκέντρωση έχει εκχωρήσει την αρμοδιότητα μεγάλου φάσματος κοινωνικών δαπανών στις τοπικές αρχές (πολιτείες και δήμους), οι οποίες, όμως, είναι πια υποχρεωμένες να προχωρούν σε σοβαρές περικοπές όταν οι συνθήκες ύφεσης μειώνουν δραστικά τα φορολογικά έσοδά τους.
Συνέπειες
Μόλις ο διεθνής πλούτος αρχίσει να απομακρύνεται από τις αμερικανικές ακτές, η δυσκολία των Ηνωμένων Πολιτειών να καλύψουν τις ίδιες τους τις ανάγκες θα φανεί πολύ καθαρά. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την εγχώρια ζήτηση, της οποίας η συρρίκνωση θα είχε άμεσο αντίκτυπο στις χώρες που πραγματοποιούν εξαγωγές προς την αμερικανική αγορά και, κατά συνέπεια, στη δυνατότητα εξυπηρέτησης των χρεών τους.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε, επίσης, αρνητικό αντίκτυπο στην αξιοπιστία και τη φήμη των αμερικανικών χρηματοοικονομικών οργανισμών, που αποτελούν τους στυλοβάτες της διεθνούς οικονομίας, και στο δολάριο. Ο κίνδυνος μιας κρίσης που θα προκύψει μέσα από μια τέτοια αλληλουχία γεγονότων δεν είναι αμελητέος, μολονότι δεν μοιάζει άμεσος. Εάν προστεθεί ο πόλεμος στο Ιράκ, οι εντάσεις και οι πυρηνικές αβεβαιότητες σε άλλα μέρη του κόσμου, δεν είναι βέβαιο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να θεωρούνται τόσο ασφαλές καταφύγιο. Τελικά, η σημερινή κατάσταση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι, άραγε, τόσο διαφορετική από την κατάσταση στην οποία βρέθηκε το Ηνωμένο Βασίλειο το 1944-1945; Δεν συνυπάρχουν πάλι η υπέρμετρη στρατιωτική δράση, η διάβρωση της ικανότητας εξαγωγών, μια μακρόχρονη νομισματική ηγεμονία που φαίνεται πια να απειλείται και πολλές αυταπάτες σχετικά με την αναγκαιότητα παρέμβασης στη διεθνή σκηνή;
Προφανώς, όσοι συμμετέχουν στα πολεμικά συμβούλια της Ουάσιγκτον δεν φαντάζονται ότι η αυτοκρατορία τους στηρίζεται σε σαθρά οικονομικά θεμέλια. Πάντως, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι αργά για μια αλλαγή πλεύσης, που μπορεί να επέλθει από μια γενική απογοήτευση ως προς τους στόχους της σημερινής πολιτικής.
Η ώρα της αλήθειας
Ο αμερικανικός λαός δεν είναι ιδιαίτερα πολεμοχαρής και η ανοχή του απέναντι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι στενά συνδεδεμένη με το κόστος τους. Είναι βέβαιο ότι θα προτιμούσε να αποδώσει στο στρατό του έναν κυρίως αμυντικό ρόλο, που θα επέτρεπε την ανασυγκρότηση της αμερικανικής οικονομίας σε πιο ειρηνικές βάσεις και στο πλαίσιο κάποιων αναθεωρημένων συμφωνιών συλλογικής ασφαλείας. Θα ήταν, επίσης, απαραίτητο η δυνατότητά τους να κινητοποιούν παραγωγικούς πόρους προς αυτή την κατεύθυνση να μην παρεμποδίζεται, τουλάχιστον σε υπερβολικό βαθμό, από διεθνείς χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις.
Η εξέταση ενός τόσο μακρινού ενδεχομένου μπορεί να φαίνεται επιπόλαιη. Εάν, όμως, το ενδεχόμενο αυτό γίνει πραγματικότητα, οι Αμερικανοί, και μαζί τους οι εκπρόσωποι του υπόλοιπου κόσμου, θα έχουν ανάγκη τη διαυγή προσέγγιση των πολιτών της ευρωπαϊκής ηπείρου, καθώς η Ευρώπη θα αποτελέσει, χωρίς αμφιβολία, το νέο κέντρο της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας.
Πάνω από όλα, οι Ευρωπαίοι δεν θα πρέπει να επαναλάβουν το λάθος που έκαναν το 1945 οι Αμερικανοί. Να εμπιστευθούν τις αποφάσεις-κλειδιά και τους διεθνείς οργανισμούς σε ανθρώπους που έχουν τη νοοτροπία τραπεζιτών.
Σημειώσεις
1 Ο Κέινς, εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών στη διάσκεψη ειρήνης του Παρισιού, παραιτείται τρεις ημέρες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης, εκφράζοντας τη διαφωνία του για τα ποσά των πολεμικών αποζημιώσεων που ζητούνταν από τη Γερμανία, τα οποία κρίνει εξωφρενικά.
2. Robert Skidelsky, John Maynard Keynes, Macmillan, Λονδίνο.
3. Βλ. για αυτό το βασικό θέμα, Ερικ Χομπσμπάουμ, Η εποχή των άκρων, Ο σύντομος 20ός αιώνας, Θεμέλιο.
4. «Great Society», το πρόγραμμα εσωτερικής πολιτικής που εφάρμοσε από το 1964 ο Λίντον Τζόνσον, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον δολοφονηθέντα πρόεδρο Τζον Κένεντι.
5. Carlos Gabetta, «Συνολική κρίση στην Αργεντινή», Le Monde diplomatique – «Κ.Ε.», 27-1-02 και Luis Bilbao «Εφιαλτικό ταγκό στην Αργεντινή», Le Monde diplomatique – «Κ.Ε.», 26-8-01.
6. Βλ. Carine Clement, «Aux racines du phenomene Poutine», Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 2003.
7. Πρόκειται, για τα δημοσιονομικά ελλείμματα, που επιτρέπουν στις δημόσιες δαπάνες να τονώσουν την ανάπτυξη σε κατάσταση ύφεσης, τα οποία στην Ευρωπαϊκή Ενωση κινούνται μέσα στα αυστηρά όρια που έχουν θέσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
*Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ένωσης Economists Allied for Arms Reduction (Ενωση Οικονομολόγων για την Μείωση των Εξοπλισμών -www.ecaar.org), επικεφαλής του Σχεδίου για τη Μείωση των Ανισοτήτων του πανεπιστημίου του Τέξας, καθηγητής στο Lyndon Β. Johnson School of Public Affairs του πανεπιστημίου του Τέξας στο Οστιν, συντονιστής έρευνας στο Levy Economics Institute.
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 25/05/2003 Από την: LE-MONDE – 25/05/2003