γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Η πιο μεγάλη έξοδος
Διάλεξα ότι πιο επίσημο είχα, εκείνα τα ρούχα κόστισαν μια περιουσία και έστεκαν βαθιά μέσα στη ντουλάπα. Το εγγλέζικο, ανθρακί κουστούμι, σκέτο κασμίρι, από κείνο που φοράς και καμαρώνεις, μωρέ δεν περπατάς, πετάς μέσα στην κομψή, στιλάτη γραμμή του. Με το ψαλιδάκι συμμάζεψα λίγο το μουστάκι, τα φρύδια, αυτές οι τρίχες, όταν τρέχουν παράτερα, σα να μου φορτώνουν μια περίεργη ανισορροπία.
Κατέβηκα με τα πόδια τις σκάλες, το συνδύασα με γυμναστική, αφού ο ανελκυστήρας παραμένει ασυντήρητος αρκετούς μήνες και μέρα-παραμέρα κάποιος καλοθελητής κατεβαίνει στο υπόγειο, για να απεγκλωβίσει τον άσχετο, που μάταια ελπίζει να μετακινηθεί με μηχανικά μέσα.
Βγήκα στο δρόμο, τραβούσα τζούρες από την αιθάλη που σκέπασε την πόλη, πάει χρόνος που έκοψα το κάπνισμα, όμως ετούτο το χειμώνα θα καπνίζουμε μέρα και νύχτα τον καπνό από τα ξύλα, θυμίζει το εσωτερικό, τα βάθη της Τουρκίας. Οι άνθρωποι εκεί καίνε κοκ μέσα σε σόμπες και μαγγάλια, μα σίγουρα θα σκυλοβρωμούν ακόμη και τα σωθικά των πεθαμένων τους. Πληρώθηκα τα λιγοστά μεροκάματα του μήνα και δεν άντεξα στο πειρασμό.
Δεν με ένοιαζε τίποτα, ήταν η μέρα της εξόδου, επιτέλους θα τριβόμουν ανάμεσα στις ανθρώπινες μυρωδιές. Δεν το κρύβω, ίσως κιόλας να την έβλεπα, τότε θα ήταν όλα αλλιώς.
Περπάτησα μέχρι το μεγάλο πάρκινγκ, τριγύρω οι δρόμοι αφώτιστοι, σαν από ντροπή έμεναν στη παρασκιά του. Δεν άργησα να βρεθώ μπροστά στο μεγαθήριο. Το κτήριο εξόδου, έτσι είχαμε βαφτίσει την υπεραγορά, το σούπερ-μάρκετ τροφίμων, που οι τυχεροί έκαναν τα ψώνια τους!
Στην είσοδο δεν ήμουν μόνος, ένιωθα να συναγωνίζομαι τους διπλανούς αγοραστές. Έτσι γίνεται, τα γεμάτα καρότσια πάντα βγαίνουν νικητές. Άρπαξα λοιπόν το δικό μου, μόλις το πρόλαβα από τα χέρια ενός αυθάδικου μικρού θηλυκού. Ξεδιάντρωποι γονείς, δεν μαθαίνουν τρόπους στα κουλούκια τους.
Οι διάδρομοι φορτωμένοι χρώματα κι αρώματα, αυτό θα πει λαμπερές γιορτές, είναι το ολόγλυκο πνεύμα των Χριστουγέννων. Φορτωμένο με σοκολάτα και κανέλα, ίσως και λίγη μαγιονέζα κι έπειτα περιτυλίγματα, πολλά και γυριστά, χαρτιά, διάφανα σελοφάν, τόσο που φέρνουν ιλίγγους λιγούρας βαθιά μέσα στα μάτια.
Τσαλάκωσα και πέταξα το χαρτάκι με τις σημειώσεις, μέρες γράφω και σβήνω, τα θυμάμαι απέξω πια. Άσε που πλησίαζα στα ψυγεία με τα γαλακτοκομικά, είναι περίεργο, όμως εδώ την συνάντησα όλες τις φορές. Εδώ μου χαμογέλασε και φαινόταν να με φλερτάρει ασύστολα. Μήπως είναι κάποιο μήνυμα; ίσως πάλι να το γράφει με κεφαλαία γράμματα το κάρμα μου.
Ευτυχώς και ετούτη η έξοδος, αυτό μας έμεινε πια, ακόμα και να γνωριζόμαστε, να ερωτευόμαστε πάνω στα συσκευασμένα τρόφιμα. Χασομέρησα αρκετή ώρα, πέρα-δώθε στα ψυγεία, τόσο που ένιωσα το κρύο χέρι της συντήρησης, δεν είχαμε ραντεβού, η κοκκινομάλλα μάλλον δεν είναι το γραφτό μου.
Έκλεισα και με τις αγορές, το πορτοφόλι δεν έχει άλλα περιθώρια και το τσάκωσα να καλαουρίζει και να αναστενάζει.
Στις ουρές των ταμείων γράφονται όλες οι αλήθειες. Άγνωστες καλοντυμένες φαμίλιες, κρατούν καρότσια ξέχυλα και δείχνουν τόσο κορδωμένες που όλοι εμείς, οι υπόλοιποι, μοιάζουμε παρακατιανοί, δύσμοιροι κολίγοι.
Όχι, σήμερα μισογέμισα το καρότσι μου, δεν μπαίνω σε συγκρίσεις αλλά δεν ντρέπομαι καθόλου, το κρατώ σφιχτά και καμαρώνω.
Τα θέλω πνίγουν κάθε σκέψη. Κάθε φορά ένα παράξενο μπισκότο ή ένα βλέμμα πίσω από μια σάλτσα, κάτι απομένει να με κυνηγά σαν ερινύα. Τα ψώνια δίνουν φιλιά στα όνειρα.
Σε όλο το δρόμο ίδρωνα ευχαριστημένος, αυτή είναι έξοδος. Έσφιγγα γερά τις νάυλον σακούλες, είναι δικές μου, κανείς δεν μπορεί να μου τις πάρει!!!