24grammata.com/ ζωγραφική
α) βιογραφικά, β) Το πρόβλημα της προσωπογραφίας του Βρυζάκη
γράφει η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΠΕΤΣΙΕΡΗ-BESCHI, ιστορικός τέχνης, καθηγήτρια Πανεπιστημίου του Lecce και Pisa
Εισαγωγή
Στις 6 Δεκεμβρίου 1878 πεθαίνει, στο Μόναχο της Βαυαρίας, ο ζωγράφος Θεόδωρος Π. Βρυζάκης. Τελείωνε έτσι μια ζωή που άρχισε στην Ελλάδα, τα δύσκολα χρόνια του Αγώνα για την Ανεξαρτησία και που αναλώθηκε σχεδόν ολόκληρη -εκτός από μερικά ταξίδια- στη βαυαρική πρωτεύουσα. Στο Μόναχο, παρ’ όλη τη μακρόχρονη διαμονή του, τη γερμανική του παιδεία και τους στενούς του δεσμούς με τη νεοκλασική παράδοση της βαυαρικής σχολής, ο Βρυζάκης διατήρησε πάντα την εθνική του ταυτότητα: σε όλη του τη ζωή θα εξακολουθήσει να υπογράφει ελληνικά τους πίνακές του και να ζωγραφίζει αποκλειστικά και μόνο θέματα από την Ελληνική Επανάσταση, ακόμη κι όταν η ιστορική ζωγραφική, με το τέλος του ρομαντισμού και την εμφάνιση νέων καλλιτεχνικών ρευμάτων, δεν ήταν διόλου πια της μόδας.
Πεθαίνοντας, θα σφραγίσει τον έντονο δεσμό με την πατρίδα, αφήνοντας με τη διαθήκη του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλη την καλλιτεχνική περιουσία του ατελιέ του.
Για τα εκατό χρόνια από το θάνατό του, σαν προσφορά σ’αυτή του τη συνέπεια και προ παντός σα συμβολή στη μελέτη μιας από τις πρώτες μορφές της νεοελληνικής μας ζωγραφικής, θα θέλαμε να διευκρινήσουμε μερικά σημεία που έμειναν ως τώρα αμφισβητούμενα και υποθετικά γύρω από τη βιογραφική του τεκμηρίωση τη χρονολογική κατάταξη των έργων του και το πρόβλημα της προσωπογραφίας του.
Ο θάνατος του Βρυζάκη
Η εφημερίδα του Μονάχου “Münchner Allgemeine Zeitung” στις 11 Δεκεμβρίου του 1878 αναγγέλει το θάνατο του έλληνα ζωγράφου(1). Αλλά αυτή η αναγγελία -που κατά κάποιο τρόπο είναι κι ένας μικρός φόρος τιμής σ’ έναν καλλιτέχνη που για τόσα χρόνια συμμετείχε στην πνευματική ζωή της πόλης,- δεν είναι η μοναδική που δημοσιεύτηκε τότε στη Γερμανία.
Η καινούργια μαρτυρία που αναφέρουμε, δηλώνει οπωσδήποτε μια εκτίμηση και μια κάποια φήμη που πρέπει να υπήρχε γύρω από το όνομα και το έργο του ζωγράφου μας.
Πράγματι, στο Augsburg, η εφημερίδα “Sammler” δημοσιεύει στις 12 Δεκεμβρίου 1878 μια νεκρολογία που αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε, αφού το κείμενό της αποτελεί ένα πρώτο βιογραφικό και κριτικό σημείωμα για τον Βρυζάκη(2).
«Μόναχο. Τη νύχτα της 7ης Δεκεμβρίου πέθανε ύστερα από μια σύντομη αρρώστια ο ζωγράφος ιστορικών θεμάτων Θεόδωρος Πέτρου Βρυζάκης, μόλις εξήντα πέντε χρονών. Υπήρξε ο Νέστωρ των εδώ Ελλήνων καλλιτεχνών και ίσως ολόκληρης της μικρής ελληνικής κοινότητας του Μονάχου, όχι τόσο για την ηλικία του, όσο για την από πάρα πολλά χρόνια μόνιμη εγκατάστασή του στη βαυαρική πρωτεύουσα. Πράγματι, υπήρξε ένας από τους πρώτους που, μετά την απελευθέρωση της πατρίδας του από τον τουρκικό ζυγό και την “αναγέννησή” της σε καινούργιο κράτος, ακολούθησε μ’ ενθουσιασμό την πρόσκληση του Φιλέλληνα βασιλιά Λουδοβίκου Α’ και τον ανατέλλοντα ήλιον της γερμανικής τέχνης στην οποία αφιέρωσε όλη του τη μελέτη, στο κέντρο του Μονάχου. Γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου (19 Οκτωβρίου με το παλιό ελληνικό ημερολόγιο) του 1814 στη Θήβα. Το 1832 μεταναστεύει στο Βορρά και εγκαθίσταται στο Μόναχο. ‘Οπως ήδη αναφέραμε, εδώ τελειώνει τις σπουδές του και εδώ αναγνωρίζεται ζωγράφος ποιότητος ιστορικών και ρωπογραφικών θεμάτων. Εδώ στη βαυαρική πρωτεύουσα, την οποία θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του, για ότι αφορά την απεικόνιση ενός τοπίου, τους τύπους των ανθρώπων, τα κοστούμια και τα ήθη της αρχαίας ελληνικής του πατρίδας, ανατρέχει συχνά και πάντα με επιτυχία, στα πρότυπα των Δασκάλων του που ήταν και αγαπητοί του φίλοι: ο Karl Wilhelm von Heideck (ο γνωστός σαν Heidegger). ο Peter von Hess, ο Heinrich von Mayer και μερικοί άλλοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων.
Πάρα πολλά έργα του εκτιμούνται και έχουν μεγάλη ζήτηση στην αγορά, σαν αναπαραστάσεις ζωντανές και πιστές στο ελληνικό πνεύμα και στην ελληνική ιστορία. Μερικά μάλιστα απ’αυτά τα έργα είναι ευρύτερα γνωστά χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές».
Η απώλεια του Βρυζάκη εκτός από τον τύπο, αναφέρεται και στην ιστορικό-καλλιτεχνική βιβλιογραφία της εποχής όπως το γνωστό περιοδικό “Zeitschrift für bildende Kunst” -16 Ιανουαρίου 1879(3).- που θα του αφιερώσει μια νεκρολογία μ’ επαινετικά λόγια για το έργο του, την προσωπικότητά του και με αρκετές πληροφορίες για τη ζωή του. Και δω η ημερομηνία του θανάτου του είναι στις 7 Δεκεμβρίου 1878, η ημερομηνία της γέννησής του στις 31 Οκτωβρίου 1814 και οι Δάσκαλοι που του παραστάθηκαν και έπαιξαν ένα πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωσή του, ο P.von Hess, ο K.W.Heideck, ο J.Petzl και ο H.von Mayer(4).
Μια άλλη μαρτυρία ενδιαφέρουσα -ανέκδοτη μέχρι σήμερα- είναι η πράξη του θανάτου του στον πρώτο τόμο του Αρχείου της Ελληνικής Κοινότητας του Μονάχου(5): «Την 6ην/24ην Δεκεμβρίου 1878 ημέρα Παρασκευή εις τας 11μ.μ. απεβίωσεν ο ενταύθα προ πολλών ετών διαμένων ζωγράφος της ελληνικής ιστορίας Θεόδωρος Βρυζάκης, ετών 70, γεννηθείς εις τας Θήβας της Βοιωτίας, από καρδιακόν νόσημα (περτροφή), αφήσας διά διαθήκης εις την ενταύθα ελληνικήν εκκλησίαν προς επισκευήν της οροφής Μάρκα 760, -και άπασαν την Πινακοθήκην αυτού εις το Εθνικόν Ελληνικόν Πανεπιστήμιον. Εκηδεύθη δε την Δευτέραν 9ην/27ην Δεκεμβρίου 1878 εις το ενταύθα πρώτον νεκροταφείον.
υπογραφή: εφημέριος του Ι. Ναού, αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Πρανδάκης.
Η αναφορά και η παρουσίαση αυτών των ανεκδότων στοιχείων είναι, νομίζουμε, σημαντική γιατί συμβάλλει στην ολοκλήρωση της βιογραφικής και καλλιτεχνικής τεκμηρίωσης του ζωγράφου μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Münchner Allgemeine Zeitung, 11.12. 1878 αρ.14 Βλ. Στ. Λυδάκη, Έλληνες Ζωγράφοι, Ι. έκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1972, σελ. 79.
2. Augsburg Sammler, 12.12. 1878, 47, αρ. 144, σελ. 8.
3. Zeitschrift für bildene Kunst, Beiblatt 14, 16.1.1879, σελ. 228.
4. Για τις σχέσεις του Βρυζάκη και των γερμανών ζωγράφων βλ. Στ. Λυδάκη ό.π. σελ 73 κ.ε. και Idem, Ιστορία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976, σελ. 67 κ.ε.
5. Αρχείον Ελληνικής Κοινοτ. Μονάχου, Α’ τόμος, σελ. 242. Για την ευγενή και πρόθυμη βοήθειά τους ευχαριστώ τον πρόεδρο της Κοινότητας κ. Κωνστ. Κωτσοβίλη και τον σύμβουλο κ. Παν. Στενό.
Βιογραφικά
Στην τελευταία μονογραφία του Βρυζάκη(6) μένει κατά κάποιον τρόπο ανοιχτό το πρόβλημα το σχετικό με τη χρονολογία της γέννησής του. Ο Βακαλόπουλος(7) αποδέχεται την ημερομηνία 19/31 Οκτωβρίου 1814 την οποία παίρνει από το λήμμα του H.Holland στο Thieme-Becker και υπογραμμίζει την σπουδαιότητα και την τρομερή επίδραση που πρέπει να είχαν οι τραγικές εμπειρίες των παιδικών κι εφηβικών του χρόνων, αν σκεφτεί κανείς ότι έζησε, μόλις επτά χρονών παιδάκι, τα πρώτα ξεσπάσματα της Επανάστασης και τον απαγχονισμό του πατέρα του από τους Τούρκους. Ο Λυδάκης αντιθέτως(8) βασίζεται στις ενδείξεις του μαθητολογίου της Ακαδημίας του Μονάχου όπου ο Βρυζάκης, την ημέρα της εγγραφής του στις 15 Απριλίου 1844, φέρεται να είναι 25 χρονών και επομένως υποστηρίζει ότι γεννήθηκε το 1819.
Αν δεχτούμε την άποψη του Λυδάκη τότε έχουμε μια σημαντική αλλαγή στο βιογραφικό διάγραμμα: ο Βρυζάκης πρέπει να ήταν τριών χρονών όταν έχασε τον πατέρα του και μόλις 12-13 όταν, αφού συνοδέψει το Μάρτη του 1832 στην Περαχώρα τον Γερμανό φιλόλογο Fr. Thiersch, φεύγει μαζί του για το Μόναχο όπου θα συνεχίσει ή μάλλον θα πρέπει ν’ αρχίσει τις σπουδές του. Αλλά νομίζουμε ότι είναι μάλλον επικίνδυνο να βασισθούμε μονάχα στην πληροφορία του μαθητολογίου της Ακαδημίας, όπως επικίνδυνη και καθόλου συνετή θα ήταν η σκέψη να θεωρήσουμε ακριβή την ένδειξη της ηλικίας στο Βιβλίο των Νεκρών της Ελληνικής Κοινότητας του Μονάχου, σύμφωνα με την οποίαν ο Βρυζάκης θάπρεπε νάχει γεννηθεί στα 1808:
Αντιθέτως, καθώς οι αβεβαιότητες αυτές και οι χρονολογικές ασάφειες διαλύονται χάρη στα δημοσιευμένα νεκρολόγια που αναφέραμε και όπου επανειλημμένως επιβεβαιώνεται ότι ο Βρυζάκης, γεννημένος στις 19/31 Οκτωβρίου 1814, τον καιρό όπου πέθανε ήταν μόλις εξήντα πέντε χρονών. Η διαβεβαίωση αυτή εκτός του ότι επαναλαμβάνεται σε όλη την παλιά βιβλιογραφία(9), ενισχύεται και από τη διασάφηση του προβλήματος των προσωπογραφιών που όπως θα δούμε πάρα κάτω επικυρώνει τη χρονολογία της γέννησής του στα 1814.
΄Αλλωστε αυτή η επιβεβαίωση μας επιτρέπει να επισημάνουμε συνθετικά τους βασικούς σταθμούς της ζωής του, παράλληλα και σύμφωνα με την ένδειξη των χρονολογημένων ενυπόγραφων και σίγουρων έργων του.
19 Οκτωβρίου 1814: Χρονολογία της γέννησής του στη Θήβα της Βοιωτίας.
Μάϊος 1821: Οι Τούρκοι απαγχονίζουν τον πατέρα του Πέτρο Βρυζάκη(10).
1828: Δέκα τεσσάρων χρονών μπαίνει στο ορφανοτροφείο του Καποδίστρια στην Αίγινα(11).
Μάρτιος 1832: Γνωρίζει στο Ναύπλιο τον Αλέξανδρο Ραγκαβή και τον γερμανό
φιλόλογο Fr. Thiersch, τον οποίο συνοδεύει στην Περαχώρα(12).
Αύγουστος 1832: Δέκα οχτώ χρονών με τη βοήθεια του Fr.Thiersch φεύγει για το Μόναχο της Βαυαρίας όπου θα παρακολουθήσει την Ελληνική Παιδαγωγική Ακαδημία -δημιούργημα του Λουδοβίκου Α’ για τα ορφανά παιδιά των ηρώων(13).
1836: Σχέδιο της “Άταλας” (σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη), αντίγραφο λεπτομέρειας της Άταλας του Prudhomme της ίδιας περιόδου είναι και το σχέδιο-αντίγραφο της κεφαλής του Πάρη αρ. ευρ. 263 της Γλυπτοθήκης του Μονάχου (σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη).
1837: Η λεγόμενη προσωπογραφία του Όθωνα-έφηβου (ιδιωτική συλλογή, Αθήνα(15)).
1838: Προσωπογραφία του λεγόμενου “νεαρού πολεμιστή” και “προσωπογραφία νέου” (αντίγραφο του Schiavone) σήμερα στη Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών(16).
1840: “Τυφλός αγωνιστής”, Μουσείο Μπενάκη(17).
1841: Παίρνει μέρος στην Έκθεση του Kunstverein του Μονάχου με τρία έργα: τον “Τυφλό αγωνιστή” του 1840, τον Έξόριστο και τον “Αγωνιστή με μια κοπέλλα(18).
15 Απριλίου 1844: Γίνεται δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου και στις 4 Απριλίου 1845 έχει τον αριθ. Μητρώου 229 της ίδιας Ακαδημίας(19).
1845-1855: Υποτροφία της ελληνικής παροικίας (Η υποτροφία αυτή είχε καθιερωθεί από το 1829 για την εκπαίδευση ενός ευέλπιδος στη Στρατιωτική Σχολή). Ταξιδεύει στην Ευρώπη για καλλιτεχνική ενημέρωση και από το 1848 ως το 1850 μένει στην Ελλάδα(20).
1846: “Προσωπογραφία νέου” της συλλογής Κουτλίδη(21).
1847: Προσωπογραφία του Σκούφου. δήμαρχου Αθηνών, Συλλογή Κουτλίδη(22). “Παρηγορία”, Εθν. Πινακοθήκη(23).
1849: “Πολεμική σκηνή”, Εθν. Πινακοθήκη(24).
1850: “Τυφλός Αγωνιστής”, Εθν. Πινακοθήκη(25).
1851: “Όρκος της Αγίας Λαύρας” και “Καραούλι”, Μουσείο Μπενάκη(26).
1853: “Πολεμική σκηνή” Εθν. Πινακοθήκη(27).
1855: “Έξοδος του Μεσολογγίου” της ελλην. Πρεσβείας της Ρώμης, σημ. Εθν. Πινακοθήκη(28).
Μάϊος-Νοέμβριος 1855: Παίρνει μέρος στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με τη μεγάλη “Έξοδο Μεσολογγίου” της Πινακοθήκης Αθηνών που καταστράφηκε στην πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929. Το έργο αυτό στάθηκε το πρότυπο για τη λιθογραφία του Lemercier(29).
1855: “Καραούλι” και “Στρατόπεδο Καραϊσκάκη”, της Εθν. Πινακοθήκης. Το δεύτερο έργο στάθηκε το πρότυπο της γνωστής λιθογραφίας του Lemercier(30).
1858: “Υπέρ πατρίδος το παν” της Εθν. Πινακοθήκης. Επίσης πρότυπο μιας λιθογραφίας(31).
1861: “Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, Εθν. Πινακοθήκη(32).
1863: “Αποχαιρετισμός” Εθν.Πινακοθήκη(33).
1865: “Όρκος της Αγίας Λαύρας”, Εθν.Πινακοθήκη(34).
1867: Παίρνει μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στη Λειψία (έκθεση λιθογραφιών, σχεδίων και φωτογραφιών) με την “Έξοδο του Μεσολογγίου”, τον “Γιωργάκη Ολύμπιο”, τον “Λόρδο Βύρωνα στο Μεσολόγγι” και τον “Όρκο της Αγίας Λαύρας(35). Την ίδια εποχή ζωγραφίζει το “Αρκάδι”, της Εθν. Πινακοθήκης(36).
6 Δεκεμβρίου: Πεθαίνει στο Μόναχο και κηδεύεται στο πρώτο Νεκροταφείο της πόλης. Αφήνει με τη διαθήκη του κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα του ατελιέ του και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος -Salvatorkirche- του Μονάχου(37).
Εκτός από τα σίγουρα έργα (ενυπόγραφα και χρονολογημένα) τα οποία αναφέραμε στο βιογραφικό σημείωμα, υπάρχουν και πολλά άλλα ακόμη που αποδίδονται στο Βρυζάκη χωρίς όμως να έχουν περάσει από τον έλεγχο και την αυτοψία της κριτικής. Οπωσδήποτε, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι δικά του όλα τα έργα που από το ατελιέ του πέρασαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπως το “Πολεμικό Συμβούλιο” η “Αυτοθυσία του Καψάλη”, η “Ελληνίς” “Δύο πολεμιστές”, η “Θεοτόκος” και τα πορτραίτα του Αναγνωστόπουλου, του γυιου του Ανδρούτσου, του Θεαγένη, του Πετρόμπεη, του Υψηλάντη, του Κολοκοτρώνη, του Κριεζή κ.λπ.(38).
από τα έργα της Συλλογής Κουτλίδη που του αποδίδονται, μερικά ανήκουν σίγουρα σε άλλο ζωγράφο(39), μερικά δηλώνουν πράγματι μια ωριμότητα του στύλ του, όπως το γοητευτικό πορτραίτο της “Κόρης Καρατζά”(40), και αρκετά άλλα -μιας κάποιας αβέβαιης προέλευσης- έχουν ανάγκη από μια προσεχτική εικονογραφική και τεχνοτροπική επαλήθευση(41).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
6. Απ. Βακαλόπουλου και Στ. Λυδάκη, Έλληνες Ζωγράφοι, Ι, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1972, σελ. 64, κ.ε.
7. Βακαλοπούλου, ό.π., σελ. 64, 66. Thieme-Becker, Lexikon bild Künster, 5 1911, σελ. 170.
8. Λυδάκη ό.π., σελ 72 κ.ε.
9. F. Bφtticher, Malerwerke des XIX Jahrh. I, Dresden 1895, σελ. 141. H.A. Mόller, Biogr. Künstlerlexikon, 1895, σελ. 193. Thieme-Becker, ό.π., 5,1911, σελ. 170. Δ. Καλογεροπούλου, Πινακοθήκη, 15, 1915-16, 170, σελ. 18-19.
10. Βακαλοπούλου, ό.π., σελ.64.
11. Βακαλοπούλου, όπ.π., σελ.65.
12. Α.Ρ. Ραγκαβή, Απομνημονεύματα, 1, Αθήνα, 1894, σελ. 323. Fr. Thiersch, De l’état actuel de la Grèce, 1, Λειψία 1833, σελ. 167 κ.ε., σελ. 80. Σημ. 13 και 14.
13. Βακαλοπούλου, ό.π., σελ.66.
14. Λυδάκη, ό.π., σελ. 80-81, εικ. 12 και 14.
15. Λυδάκη, ό.π., σελ. 74, εικ. 15.
16. Λυδάκη, ό.π., σελ. 63, εικ. 1, σελ. 74. Για την προσωπογραφία του νέου βλ. Εθνική Πινακοθήκη αρ. 1159, ενυπόγραφο, στο πίσω μέρος του καμβά. Βλ. και Φ. Γιοφύλη, Ιστορία νεοελλην. τέχνης, Α’, 1962, σελ. 135. Τ. Σπητέρη, “Νέα Εστία” 15 Αυγούστου 1955, πιν. εκτός κειμ.
17. Musθe Benaki, Guide, Athθnes 1936, σελ. 18 αρ. 24.
18. Thieme-Becker, ό.π., 5, 1911, σελ. 170. Βακαλοπούλου, ό.π., σελ 66. Λυδάκη, ό.π., σελ. 82, σημ 25. Ο “Αγωνιστής με μια κοπέλλα” ίσως μπορεί να ταυτισθεί με τον μικρό πίνακα της συλλογής Λεβέντη, (Λυδάκη, ό.π., εικ. 32).
19. Akademie der Bild. Künste, München: Matrikelbuch 1841-1844, αρ. 229, βλ. Λυδάκη, ό.π., σελ. 72. Δυστυχώς τα πρακτικά της Ακαδημίας καταστράφηκαν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
20. Έλληνες Ζωγράφοι, Ι, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1972, σελ. 68,σελ. 74. Πρβλ. Ι Ελπίς, 812, 3331, Αθήνα 25-71855.
21. Δ. Παπαστάμου, Κατάλογος των ζωγραφικών έργων της συλλογής Κουτλίδη, Αθήνα 1977, σελ. 61 αρ. 163 (η υπογραφή είναι πάνω δεξιά). Βλ. Α.Χαραλαμπίδη, Η ελληνική προσωπογραφία του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 36 εικ. 14.
22. Παπαστάμου, ό.π., σελ. 57 αρ. 143. Χαραλαμπίδη, ό.π., σελ. 37. εικ. 15.
23. Λυδάκη, ό.π., σελ. 77, εικ. 28.
24. Λυδάκη, ό.π., σελ. 77, εικ.17. Εθνική Πινακοθήκη, Ελληνική Ζωγραφική από το 1640, Αθήνα 1976, σελ. 34 αρ. 736: η υπογραφή και η ημερομηνία είναι στο πίσω μέρος του καμβά.
25. Λυδάκη, ό.π., σελ. 79 και εικ. 29. Υπογραφή και χρονολογία, στο πίσω μέρος του καμβά.
26. Musθe Benaki, Guide Athθnes 1936, σελ.16 αρ. 15, σελ. 9 αρ. 5. Τα έργα που ο Λυδάκης (Έλληνες Ζωγράφοι, IV (Λεξικό). σελ 62) αναφέρει ότι ανήκουν στο Wittelsbacher Ausgleichsfond του Μονάχου (WAF) αγοράστηκαν το 1928 από το Μουσείο (τότε ακόμη συλλογή) Μπενάκη (WAF 123 = Μπενάκη 8970: Ο “Όρκος της Αγίας Λαύρας, WAF 124= Μπενάκη 8971: ο “Τυφλός Αγωνιστής” WAF 126= Μπενάκη 8968: το “Καραούλι”) Τα δυο έργα WAF 125 (Μπενάκη 8988) και WAF 127 (Μπενάκη 8969) δεν είναι του Βρυζάκη, όπως αποδεικνύουμε στην υπό εκτύπωση μελέτη μας.
27. Λυδάκη ό.π., εικ. 18 Εθν. Πινακοθήκη, ό.π., σελ. 33, αρ. 793.
28 Κ. Σπετσιέρη Beschi, Η έξοδος του Μεσολογγίου του Βρυζάκη, Ο “Πολίτης” 11, Ιούνιος-Ιούλιος 1977, σελ. 49 κ.ε. Βλ. επίσης το Επίμετρο του ιδίου άρθρου (ανάτυπο).
29. Κ. Σπετσιέρη-Beschi, ό.π. (επίμετρο), σημ. 5 (Η Ελπίς, 812, 3331, Αθήνα 25.7.1855) σημ. 4 Neue Münch, Zeitung, 11.6.1855, Beil. 137.
30. Λυδάκη, ό.π. σελ. 77, και σελ. 75 εικ. 30 και 20. Εθν. Πινακοθήκη, ό.π., σελ. 34 αρ. 724 και 493. Neue Münch, Zeitung, 19.10.1855, Beil 250.
31. Λυδάκη, ό.π., σελ. 76 και εικ. 11.
32. Λυδάκη, ό.π., σελ.76, εικ. 19 Εθν. Πινακοθήκη, ό.π.,σελ. 34, αρ. 1298.
33. Λυδάκη, ό.π., σελ. 76 και εικ. 22.
34. Λυδάκη, ό.π., σελ. 77 εικ. 24 Εθν. Πινακοθήκη ό.π., σελ. 34, αρ. 537.
Το πρόβλημα της προσωπογραφίας του Βρυζάκη
Στην τελευταία μονογραφία του Απ. Βακαλόπουλου και του Στ. Λυδάκη, -ύστερα από κάποια παλαιότερη λανθασμένη προσπάθεια(42) -τείθεται για πρώτη φορά το πρόβλημα της προσωπογραφίας του Θ.Π.Βρυζάκη. Μαζί με τη δημοσίευση ενός σχεδίου του L.Thiersch που εικονίζει το ζωγράφο μας σε ηλικία περίπου 30 χρονών(43), τόσο ο Βακαλόπουλος όσο και ο Λυδάκης προτείνουν και αναγνωρίζουν στο πορτραίτο του λεγόμενου “νεαρού πολεμιστή” της Εθν. Πινακοθήκης(44), την αυτοπροσωπογραφία του Βρυζάκη. «Νομίζω» γράφει ο Βακαλόπουλος, «ότι το εικονοζόμενο πρόσωπο είναι πάρα πολύ νέο για να ανήκει σε αγωνιστή και ότι εδώ έχουμε μια αυτοπροσωπογραφία του Βρυζάκη». Και ο Λυδάκης συμφωνεί: «Το πορτραίτο αυτό είναι δίχως άλλο αυτοπροσωπογραφία. Η ηλικία του “νεαρού αγωνιστή” ανταποκρίνεται σε κείνη του Βρυζάκη την εποχή που ζωγραφίζει το έργο αυτό».
Παρ’ όλο που τα δεδομένα για την αναγνώριση του εικονιζόμενου προσώπου δεν βασίζονται σε μια ανάλυση εικονολογικής φύσης αλλά είναι καρπός μιας διαίσθησης και μιας καλλιτεχνικής ευαισθησίας, εν τούτοις η απόδοση είναι ακριβής· την αυθεντικότητα αυτής της υπόθεσης θα αποδείξουμε με μια σειρά χρονολογημένων μαρτυριών που μας επιτρέπουν για πρώτη φορά ν’ αναγνωρίσουμε την εικονογραφική ταυτότητα του προσώπου του Βρυζάκη από τα 23 ως τα 50 του χρόνια.
Η παλαιότερη αυτοπροσωπογραφία είναι του 1837: πρόκειται για τη λιθογραφία του Dresely που τυπώθηκε στη Βιέννη(45). Εικονίζει τον ζωγράφο σε ηλικία 23 ετών, με το εθνικό του κοστούμι -από τη μέση κι’ απάνω- και το πρόσωπο λίγο γυρισμένο στ’ αριστερά. Επειδή πρόκειται για μια αυθεντική αυτοπροσωπογραφία και οπωσδήποτε μιας ποιότητας καλλιτεχνικής, μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε τα βασικά του φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά στην καλογραμμένη και αισθαντική κοψιά των χειλιών, στο πλατύ μέτωπο με τα καλοχτενισμένα μαλλιά στα φαρδειά ζυγωματικά του προσώπου, την τονισμένη γραμμή της μύτης και προ παντός στο βαθύ και μελαγχολικό βλέμμα των ματιών.
Τα ίδια χαρακτηριστικά διαβάζουμε και στο πρόσωπο του “νεαρού πολεμιστή” χρονολογημένο το 1838(46). Ένα πορτραίτο το οποίο με βεβαιότητα τώρα πλέον θεωρούμε αυτοπροσωπογραφία του Βρυζάκη. Το ψηλό κόψιμο του θώρακα περιορίζει τη θέαση του εθνικού κουστουμιού και στο ζωγραφικό χώρο κυριαρχεί το πλαστικό πρόσωπο με τα ζεστά χρώματα και το κόκκινο φέσι που λάμπει τονικά πάνω στο σκούρο μαύρο φόντο με τα γκρίζα και καστανά ανοίγματα. Η σύνθεση χαρακτηρίζεται για τη μορφολογική της ισορροπία ανάμεσα στους ιδεαλιστικούς τρόπους της γερμανικής ζωγραφικής της εποχής και σε μια διάθεση εσώτερης διαλογικής επικοινωνίας.
Το πορτραίτο που ο Ludwig Thiersch σχεδιάζει με μολύβι στα 1845/46 στο Μόναχο κινείται στα παραδοσιακά σχήματα ενός κομψού και εξιδανικευμένου νεοκλασικισμού. Ο Βρυζάκης ήταν τότε 30 χρονών και παρακολουθούσε ήδη από τα 1844 την Ακαδημία του Μονάχου. Στους παλιούς του δεσμούς -από την Ελλάδα- με το φιλόλογο Fr. Thiersch, πρέπει να οφείλεται και η στενή φιλία του με τον Ludwig Thiersch που αργότερα θα γίνει στην Αθήνα καθηγητής της ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών και δημιουργός ενός νεοβυζαντινού στυλ με την διακόσμιση της ρωσικής εκκλησίας, της Σωτήρας Λυκοδήμου(47). Στην προσωπογραφία αυτή τα άγουρα νεανικά χαρακτηριστικά έχουν πάρει μια κάποια ωριμότητα, η κυματιστή γραμμή των μαλλιών είναι πιο ήμερη και το καινούργιο στοιχείο του γένειου με το κόψιμο στο λακάκι του σαγονιού, μιλάει για τη μόδα των καιρών.
Αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά θα τα συναντήσουμε σ’ ένα πρόσωπο, με το βλέμμα προς το θεατή, που εικονίζεται δεξιά πίσω από τους αγωνιστές στον “Ορκο της Αγίας Λαύρας” του 1865. Και επειδή, εκτός της στενής φυσιογνωμικής συγγένειας με το σχέδιο του L. Thiersch, είναι και το μοναδικό πρόσωπο που δεν συμμετέχει στα γενόμενα της σκηνής, πιστεύουμε ότι -σύμφωνα με τη γνωστή εικονογραφική συνήθεια της δυτικής τέχνης- πρόκειται για μια ακόμη αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη. Το 1865 ο Βρυζάκης ήταν 51 χρονών· και ίσως στην ατμόσφαιρα ενός “ωραίου” στυλ που κυριαρχεί στην ιστορική σκηνή, να οφείλεται η μια κάποια εξιδανίκευση που τον κάνει να φαίνεται νεώτερο από ότι ήταν πραγματικά.
Αυτή είναι ίσως η τελευταία προσωποφραφία του Βρυζάκη που γνωρίζουμε. Λίγα χρόνια αργότερα η αρρώστια των ματιών του θα τον υποχρεώσει να φοράει χοντρά σκούρα γιαλιά και σιγά-σιγά θα απομονωθεί από τον κόσμο και την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση του Μονάχου(48). Παρ’ όλο που σπούδασε και έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή στο Μόναχο, δεν έγινε γερμανός. Έμεινε πάντα ένας νοσταλγός Έλληνας μετανάστης, που ντύθηκε τα καθώς πρέπει ρούχα ενός γερμανικού ακαδημαϊκού ρομαντισμού με τη μελαγχολική μοίρα του ξεριζωμένου, όπου οι δεσμοί με τον πάτριο χώρο και τις παραδόσεις γίνονται εξιδανικευμένα οράματα μακρυά απ’ την πράξη της αληθινής ζωής.
Μια αξιολόγηση ιστορικο-κριτική του έργου του Βρυζάκη, η εξελεκτική του πορεία στις δυο βασικές φάσεις -πρώτα στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων με τους Δασκάλους ενός γερμανικού ιδεαλιστικο-ρομαντισμού όπως ο P.v. Hess o J. Petzl, o K.W. Heydeck, o H. v. Mayer και ύστερα στα πλαίσια της Ακαδημίας και της σχολής P.Cοrnelius- όπως και μια συνεπής ανάγνωση των χαρακτηριστικών της “ελληνικής” γλώσσας του καλλιτέχνη, είναι τα θέματα που αντιμετωπίζονται διεξοδικά στις μελέτες του Στ. Λυδάκη και του Απ. Βακαλόπουλου, σημαντικές για το έργο του Βρυζάκη(49).
Λείπει, εν τούτοις, ακόμη μια ακριβής φιλολογική ανασυγκρότηση της ζωής του και του corpus των έργων του, τα οποία αποτελούν τις βασικές και απαραίτητες
προϋποθέσεις για μια ευρύτερη ιστορική πλαισίωση της μορφής του και της σημασίας του έργου του: ένα χρέος που οι νεοελληνικές μελέτες, εκατό χρόνια μετά το θάνατό του δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
42. “Νέα Εστία”, 15 Αυγούστου 1955, πιν. εκτός κειμένου.
43. Λυδάκης ό.π., σελ. 65, εικ. 2 και σελ. 82 σημ. 21:συλλ. Γιάννη Μαΐλη (0,31Χ0,23).
44. Βακαλοπούλου-Λυδάκη, ό.π.,εικ.1 και σελ. σελ. 66,74.
45. Συλλ. Maillinger, Mόncher StadtMuseum (0,23X0,31): Maillinger, Mόnchner Bilder-Chronik, II, 1876, σελ. 232 αρ. 4167. Για την ευγενή βοήθεια ευχαριστώ τον Dr. Duvigneau.
46. Έλληνες Ζωγράφοι, Ι, σελ. 63, εικ. 1 (λάδι σε καμβά, 0,41Χ0,32, ενυπόγραφο, κάτω αριστερά).
47. Λυδάκη, Ιστορία της Νεοελληνικής Ζωγραφικής, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1976 σελ. 87 κ.ε.
48. Thieme Becker, ό.π., 5, 1911, σελ. 171.
49. Λυδάκη, Έλληνες Ζωγράφοι, Ι, σελ 73 κ.ε.
35. Βλ. Die Dioskuren XII, Berlin, 1867, σελ. 318. Λυδάκη Έλληνες Ζωγράφοι IV (Λεξικό), σελ. 63.
36. Εθν.Πινακοθήκη, ό.π., σελ. 34, αρ. 835.
37. Κ.Σπετσιέρη Beschi, ό.π., σελ. 50 σημ. 5. Μια ημερομηνία σημαντική είναι επίσης η 25-3-1884 όταν για πρώτη φορά στην Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα στην Αθήνα, εκτίθενται τα έργα του Βρυζάκη (Βλ. “Εστία”, 17, 1884, σελ. 195 κ.ε. και το σχετικό Κατάλογο, Αθήνα 1884, σελ. 14 κ.ε.).
38. Λυδάκη, ό.π., σελ. 77, εικ. 6,21,26 και Ευρετήριο της Εθνικής Πινακοθήκης. Πρβλ. Κ.Σπετσιέρη Beschi, ό.π., σελ. 49. “Νέα Εστία” 15-6-1954, πιν. εκτός κειμ., σελ. 915.
39. Παπαστάμου, Κατάλογος των Ζωγραφικών έργων της συλλογής Κουτλίδη, Αθήνα 1977, σελ. 61 αρ. 165 και 167 (χρονολ. γαλλικά, 16 Octobre 1843).
40. Λυδάκη, ό.π., εικ. 16. Παπαστάμου, ό.π., σελ. 58, αρ. 144.
41. Κι αυτό ιδιαίτερα για τη σειρά των προσωπογραφιών· όπως τελευταία αναφέρονται (βλ. Χαραλαμπίδης ό.π., σελ. 34 κ.ε.) όλα μαζί χωρίς κανένα φιλολογικό έλεγχο (π.χ. βλ. δύο πορτραίτα , Χαραλαμπίδης , εικ. 16 και 19, που αρχικά αποτελούσαν ζευγάρι-pendants). Η “Αθηναϊκή Οικογένεια επιστρέφουσα εις τα ερείπια της οικίας της” (Βακαλοπούλου, ό.π., σελ.67 είναι του Peter von Hess (Παπαστάμου, ό.π. σελ. 248 αρ. 1339). Η “Μάχη των Δερβενακίων” (Έλληνες Ζωγράφοι, Ι, σελ. 67, εικ. 3 και Παπαστάμου, ό.π., σελ. 58 αρ. 152) δεν είναι σίγουρα του Βρυζάκη.