περί ηρώων…

24grammata.com/ άποψη

«ΜΟΝΑΧΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ»
«Για τους καημένους αγωνιστές, τον Μακρυγιάννη, τον Μάρκο Μπότσαρη, τους άλλους, τους αγνώστους του μνημείου ή τα άλλα, τα εθνικά παιδιά των στρατώνων μας»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Στη διδακτική μελέτη του Γιάννη Δάλλα, για την πολιτική διάσταση της ποιητικής του Μανώλη Αναγνωστάκη, πέρα από τις συγκριτικές διαπιστώσεις, ο μελετητής προβαίνει σε ορισμένες διαχρονικές διαπιστώσεις. Εννοούμε με τούτο το χαρακτηρισμό τη δυναμική ορισμένων θεωρήσεων εντάσεως κοινωνιολογικής, η οποία ξεπερνά τις όποιες, ουσιώδεις παρατηρήσεις γύρω από την ποίηση μιας ολόκληρης γενιάς δημιουργών. Αποσπασματικά, δίχως να αλλοιώνεται η ουσία της επισήμανσης, αξίζει προτού προχωρήσουμε να ανακαλέσουμε την αξιωματική εκείνη θέση που προβλέπει τη στάθμιση της πολιτικής ως ηθική, έτσι ώστε ο προσωπικός, ποιητικός λόγος να αποκτά μία απολογητικότερη, μια οξύτερη δυναμική. Με τούτο τον τρόπο η λογοτεχνική διατύπωση οικειότερη και βαθύτατα υπαινικτική περιγράφει, συμπυκνώνει και συνεπάγεται το φυσικό δεσμό της ίδιας της ποίησης με την κοινωνία και την εποχή. Εντούτοις, τα εισαγωγικά μας σχόλια δεν ισοδυναμούν με την παραδοχή της αναγκαιότητας για τον εμπλουτισμό της ποιητικής δημιουργίας με σαφείς, ιδεολογικές τοποθετήσεις. Θα αντιταχθούμε στην έννοια της στράτευσης, αντιπαραβάλοντας με ευθύτητα το ζήτημα της ελευθερίας στην έκφραση, αλλά την ίδια στιγμή, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ως πτυχή της τέχνης της ίδιας, τη στροφή του βλέμματος προς την κοινωνία, όπως η τελευταία διατυπώνεται με ψυχραιμία στο έργο του Ιάννη Ξενάκη.
Τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας συνέστησαν ανέκαθεν ένα σπουδαίο υλικό για την ελληνική τέχνη. Είτε μιλούμε για τον χρωστήρα, είτε πάλι διεισδύουμε με σεβασμό στις λογοτεχνικές δημιουργίες σημαντικών πεζογράφων και ποιητών, οι οποίοι εντόπισαν ένα κορυφαίο υλικό στην ελληνική παράδοση, ετούτο το τελευταίο καθίσταται πρωτογενές για την ανάδειξη τόσο της ελληνικής ψυχοσύνθεσης, όσο και τον πλούτο του ως σκηνογραφικό υλικό.Ανάμεσα σε τούτες τις ιστορικές συγκυρίες καίρια θέση, μιλώντας για τη σύγχρονη, εντόπια ιστορία όπως συνθέτεται κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, κατέχει το ζήτημα της ελληνικής επαναστάσεως και η παρθενική διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης και του αυτοτελούς ορισμού ενός ελληνικού κράτους. Τα γεγονότα του 1821 στάθηκαν η αφετηρία για τη μετέπειτα θέσπιση του ελληνικού κράτους, αλλά και για την καθιέρωση και την εξακρίβωση των ειδικών χαρακτηριστικών, με τα οποία προικίζεται σήμερα ο ελληνικός ψυχισμός. Ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση, η διάψευση όλων των πιθανοτήτων, η αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο το διασωσμένο, ελληνικό πνεύμα τρέφει την υπόδουλη ελληνικότητα, συνιστούν θέματα υψηλής ευαισθησίας. Η ιδιότητά τους αυτή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως διέγειραν με αποφασιστικό τρόπο το παγκόσμιο ενδιαφέρον και ανέδειξαν την ελληνική στάση, ως έναν πρότυπο τρόπο αντίστασης απέναντι στη βίαιη καταστολή, όχι μόνο της εδαφικής επικράτειας, αλλά και της ίδιας της πνευματικότητας. Μνημονεύοντας για μια ακόμη φορά την κατατοπιστική μελέτη του Δάλλα, μπορούμε να εννοήσουμε με τρόπο ξεκάθαρο την προσφορά της ιστορικής μνήμης, στο πεδίο της πολιτικής, αλλά και της υπαρξιακής παθολογίας.
Η επικαιροποιημένη, ποιητική δημιουργία, αναζητώντας μοιραία τη δική της πρωτοπορία, ένας ας πούμε συγκεκριμένο στίγμα, συντηρεί τη μεταστροφή της προς εσωτερικότερα πεδία, παρουσιάζοντας ένα ποιοτικά διαφοροποιημένο ενδιαφέρον απέναντι στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Πρόκειται όμως για μια θεώρηση του παρόντος. Το ιστορικό παρελθόν μοιάζει να συνιστά ένα εξαντλημένο υλικό για μια κοινωνία που ωριμάζει μέσα από μια σαφή αξιολόγηση όλων των μνημειωδών παραστάσεων.Ιδωμένη μέσα από τούτο το πρίσμα της ιδεολογικής εναλλαγής, στεκόμαστε με περίσσιο ενδιαφέρον εμπρός στη στιχουργική δημιουργών, οι οποίοι μοιάζουν να συνδυάζουν τη μνήμη με τη σύγχρονη παθολογία.Δημιουργοί με θάρρος, ώστε να επισημαίνουν με τον πιο δηκτικό τρόπο το πνεύμα μιας εποχής που φαντάζει πια τόσο μακρυσμένη από εκείνο τον αγνό επαναστατισμό του σαφούς οράματους και της σύμπνοιας.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος πάντοτε τολμούσε να προβαίνει κόντρα στα ρεύματα και τις τάσεις, είτε συνοψίζοντας την ανθρωπολογική του καταγωγή, είτε πάλι τιμώντας με τα τραγούδια του τον έρωτα, το πάθος, την οδύνη περιθωρίων ή αποκλεισμών, όπως ο συναισθηματικός. Η ιστορική μνήμη, η οποία με τόσο αποφασιστικό τρόπο κεντρώνει για το μέλλον την εθνική ταυτότητα και συνείδηση δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο έναν δημιουργό με στοχαστικότητα διαρκώς ενεργητική και ακμαία. Η στράτευσή του ήταν πάντοτε κοινωνική και και με αφετηρίες ειλικρινά προσωπικές. Η επαναστατική δράση των Ελλήνων κατά το 1821 δεν αποτέλεσε παρά το πνευματικό υλικό προκειμένου να κριθεί η κοινωνική πραγματικότητα. «Καημένε Μακρυγιάννη να ‘ξερες/ γιατί το τζάκισες το χέρι σου/ το τζάκισες για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα», στιχουργεί ο Θεσσαλονικεύς ποιητής και μελοποιεί ο Σταύρος Κουγιουμτζής, αντλώντας τούτους τους στίχους από τη συλλογή «Το κορμί και το σαράκι.» Και επαφύεται στην προσωπική πνευματικότητα προκειμένου να κριθεί η λαϊκή καταννόηση της εξέλιξης των εποχών, ή πάλι η πικρία για την άδικη θυσία. Σε κάθε περίπτωση, ο Χριστιανόπουλος παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίο η ιστορία μεταγγίζεται στον ανθρώπινο βίο και με γνώμονα την αυθεντική ανδροπρέπεια που χαρακτηρίζει τις ποιητικές του εργασίες μπορούμε να συλλάβουμε τον κόπο του ποιητή με την απλότητα του λόγου του προκειμένου να επισημάνει την απόσταση των νέων εποχών από εκείνες των ιστορικών επιτευγμάτων.
Πλησιάζοντας για ακόμη μία χρονιά την επέτειο της εθνικής εξεγέρσεως, διαισθανόμαστε με πικρία την ουδετερότητα με την οποία η νέα εποχή εκτιμά τα εθνικά τούτα σύμβολα. Σε μια εποχή ολοκληρωτισμών από τη μια και μιας μνήμης που αμβλύνεται λησμονώντας την ένταση μιας πολιτιστικής και αυτοπροσδιοριστικής  αξίας, το ολιγόστιχο ποίημα του Χριστιανόπουλου συνοψίζει ήδη, σε μια προγενέστερη εποχή την ειδική συνθήκη που ορίζει πια τον τόπο και τους ανθρώπους του.Ο νέος αιώνας συνεπάγεται μια τεχνητά καλλιεργημένη ροπή προς τη δύση για μια νέα γενιά που ζητά ολοένα και πιο ασύδοτα να συλλάβει τις απαιτήσεις της εποχής. Εντούτοις όμως, ανακαλώντας τον ευθύτατο υπαινιγμό του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μπορούμε τουλάχιστον να συντηρήσουμε, με τρόπο τεχνητό, καθώς μαθημένοι είμαστε, μια έστω κατ΄επίφαση τρυφερότητα για εκείνες τις γενιές που δόθηκαν δίχως να υποψιάζονται πως οι κορυφές εκείνου του παρόντος εμπεριείχαν τους πιο σκληρούς, μελλοντικούς κινδύνους. Σε μια εποχή ασταθή, της οποίας η προσφορά δεν μπορεί παρά να συνιστά ένα μη οριστικό και σαφές αποτέλεσμα, ποίηματα σαν αυτό του Χριστιανόπουλου, που στέκουν κοντύτερα στην πιο λαϊκή θεώρηση του ελληνισμού, μπορούν να φωτογραφίσουν το σύνδεσμό μας με την έννοια της εθνικής ιστορίας.Ο Κώστας Αξελός σε μια αποσπασματική σύνοψη της «ελληνικής» ιδιότητας αναρωτιέται για εκείνον τον καιρό που οι Έλληνες θα εισηχθούν στη σχολή της σκέψης, πάει να πει θα αποκτήσουν μνήμη.Μια ανάλογη φιλοσοφία, προικισμένη όμως με τη χάρη του τραγουδιού, με την έμφυτη συνθηματολογία του δύναται να μας απογυμνώσει. Για τη διαρρηγμένη συνέχειά μας, για το ελάχιστο φως, για τις ανύπαρκτες εποχές που θα περάσουν στη λήθη, για το λιγοστό μας νερό, για τον αέρα που τον δαπανήσαμε. Κάτι τέτοιες μέρες  εντός της ροής μας γυρεύουμε την αποκατάσταση μιας ενότητας, πέρα και πάνω ακόμη και από την ίδια την τέχνη.