24grammata.com- εάν
“Αυστηρώς υποκειμενική ανταπόκριση απ’ την έκθεση των έργων του Γιάννη Κουνέλλη- τα οποία εκτίθενται απ’ τις 5 Απρίλη έως τις 30 Σεπτέμβρη στο Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης-
κατά το περίφημο : ” […]Διεκδικώ για τον εαυτό μου την ελευθερία του Θεατή και θα βλέπω το Έργο Τέχνης όπως εγώ γουστάρω…” του Ηλία Πετρόπουλου!”
Γράφει η Ντόρα Βλάσση.
Αυτή η μέρα μου επιφυλασσόταν! Κάτι σαν εαρινό δώρο. Ο Γιάννης Κουνέλλης , εδώ και χρόνια, από τότε που άρχισα δειλά δειλά, να θέλω να παραγνωριστώ με τον ιδιαίτερο κόσμο της art povera, έχει πάρει μέσα μου τις διαστάσεις ενός αερικού, που είναι αδύνατον να χωρέσει σε μια μόνο χώρα. Μ’ άρεσε να τον φαντάζομαι περιπλανώμενο. Μ΄ άρεσε να έχω την άποψη , πως είναι από αυτούς που γεννήθηκαν μ’ ανοιχτό το στόμα! Μ΄ ανοιχτό το στόμα , έτοιμοι να γευτούν, να γευτούν, να γευτούν…
Η έκθεση που οργανώθηκε στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και φιλοξενεί τα έργα του, ήταν η ευκαιρία μου να μετρηθώ με τον σωρό των εντυπώσεων που μου είχαν δημιουργηθεί παρακολουθώντας τις καλλιτεχνικές του περιπέτειες. Και σε αυτό το σημείο, θέλω να διευκρινίσω το εξής : ο Γιάννης Κουνέλλης, είναι από αυτούς τους καλλιτέχνες ,που με τα έργα τους έκαναν την αντίληψη μου να επαναστατεί. Έκαναν την προσωπική μου αίσθηση να θέλει να αυτονομηθεί εντελώς και να αγνοήσει επιδεικτικά κάθε διακεκριμένο ειδήμονα περί των εικαστικών, κάθε γνώστη , κάθε διανοούμενο. “Διεκδικώ για τον εαυτό μου την ελευθερία του Θεατή! Και θα βλέπω το Έργο Τέχνης όπως εγώ γουστάρω! “Γιατί θέλω να καυγαδίσω ελεύθερα με τις εντυπώσεις μου. Γιατί διεκδικώ μερικές αυστηρώς προσωπικές στιγμές με αυτά τα σιωπηρά όσο και κραυγαλέα γογγίσματα των έργων του. Γιατί θέλω μόνη και απερίσπαστη να τον απολαύσω και να του δώσω ένα σωρό ερμηνείες , απ’ αυτές που με κάνουν να αναγνωρίζω το δικαίωμα κάθε έργου τέχνης -είτε πρόκειται για εικαστική τέχνη, ποίηση ή μουσική -να έχει χίλια πρόσωπα και κάθε στιγμή να ανακαλύπτω και ένα απ’ αυτά! Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο λοιπόν κι εγώ λέω “Κάτω η doctrine των καλλιτεχνών” και πάω να στήσω καυγά με τον Γ. Κουνέλλη και τα θαύματα του!
Ο Γ. Κουνέλλης είπε : «Αυτή δεν είναι μια πένθιμη, είναι μια σκληρή έκθεση». Η έκθεση του Κουνέλλη είναι σκληρή, γιατί σκληρή είναι η πραγματικότητα σήμερα. Το ζητούμενο γι΄ αυτόν πάντα, ήταν να ζει μέσα στα κάδρα κι όχι να τα χαζεύει απέξω. Κι ύστερα ξεκινάς να παρατηρείς από μια απόσταση τα έργα του και χωρίς να το ελέγχεις ανοίγεις μιας τέτοιας έντασης διάλογο μαζί τους , που αυτά γίνονται δίνες αυτομάτως και σε ρουφάνε. Μπορείς να ζήσεις κι εσύ μέσα στο κάδρο. Δεν είσαι παρατηρητής. Είσαι κομμάτι -αναπόσπαστο μάλιστα- του “δρώμενου”. “Το δράμα πρέπει να επιστρέψει στην τέχνη”. Θυμάμαι ότι αυτό είναι το ζητούμενο για τον Κουνέλλη. Αλλά ο Κουνέλλης δεν μοιάζει να επιστρέφει το δράμα στην τέχνη. Περισσότερο μοιάζει να πασχίζει να το επανεφεύρει όπως ο Ρεμπώ -σε ένα άλλο πεδίο και με άλλα αιτήματα αυτός- επέμενε μέσα απ’ την ποίηση του, ότι πρέπει να εφευρεθεί ξανά απ’ την αρχή η αγάπη! Το δράμα εννοιοδοτείται με χίλιους τρόπους όταν ανακατεύεσαι μ’ αυτήν την εικαστική περιπέτεια. Δράμα σημαίνει κινούμαι όσο κινείται το έργο, κινούμαι μέσα στο κάδρο του, παίρνω θέση στο κάδρο του, αφήνω το έργο να πάρει θέση στο κάδρο που είμαι, αφήνω εκείνο να γίνει κάδρο για το έργο που είμαι εγώ και μέσα στον ίλιγγο αυτής της σφοδρής αλληλεπίδρασης , γλεντάμε τα ανταλλαγμένα πυρά μας ,τους φοβερούς διαλόγους ,τα αινίγματα μας , στοιχηματίζουμε την θέση μας, αλλάζουμε ρόλους , χάνουμε την παλιά σκοπιά μας και κερδίζουμε μια καινούρια! Μια καινούρια σκοπιά με ωραιότερη θέα. Ο τρόπος του Κουνέλλη σου χαρίζει ένα πρίσμα, εν είδει καλειδοσκοπίου. Μπορείς να το στρέφεις και να ανοίγονται μπροστά σου χίλια σχήματα, χίλιες αναγνώσεις! Ή έτσι τέλος πάντων πιστεύω εγώ! Και επαναλαμβάνω πως διεκδικώ για τον εαυτό μου την ελευθερία του θεατή!
Η έκθεση που παρουσιάζεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης μπορεί να αναγνωσθεί πολλαπλώς στην παρούσα δύσκολη -παγκοσμίως- φάση και αυτό ήταν ένα θέμα σοβαρό για τον Γ. Κουνέλλη. Υπάρχει αγωνία. Διότι η χώρα είναι ένα ποτήρι που ξεχείλισε. Και ο Γ. Κουνέλλης, που έχει δύο πατρίδες στην ίδια δύσκολη θέση, μοιάζει σαν τον Άτλαντα που καλλιτεχνικά σηκώνει δύο στερεώματα. Θα μπορούσε εικαστικά να παρουσιαστεί ως ένας Άτλας αλλιώτικος , ως ένας Άτλας -art povera! Τότε θα ‘πρεπε να κρατάει δυο καρπούζια ή δυο μπάλες από λινάτσα κάτω απ’ τις μασχάλες του κι όχι δυο απαστράπτοντα στερεώματα! Για τον Γ. Κουνέλλη αυτό δεν είναι πρόβλημα ,τα καταφέρνει περίφημα! Είναι απλώς μια ατυχία καθώς λέει. Ατυχία σίγουρα. Ιταλία και Ελλάδα στριφογυρίζουν μέσα σε παρόμοιο ζόφο και για έναν καλλιτέχνη με ξεκάθαρη ανθρωποκεντρική καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία , με πολιτική συνείδηση ,για έναν φιλοσοφημένο ουμανιστή όπως είναι ο Κουνέλλης , δεν μπορεί παρά αυτό το φορτίο να βαραίνει πολύ και να συνιστά σοβαρή υπόθεση.
Ο ίδιος έχει αποδείξει πως μπορεί να κινηθεί σε ευρύτατα πλαίσια. Απ’ την άλλη όμως βρίσκει την παγκοσμιοποίηση αντιαισθητική και δεν διανοείται πως είναι δυνατόν να εκλείψει η ταυτότητα και η συνείδηση της ιστορίας. Κατά τον Κουνέλλη η ταυτότητα δεν καθορίζεται μόνο απ’ τον πολιτισμό και τα λοιπά στοιχεία της χώρας στην οποία έχει κάποιος γεννηθεί, όπως λέει κι ο ίδιος. Λέγοντας “ταυτότητα” εννοεί ένα σύνολο στοιχείων.
Ο Γ. Κουνέλλης δείχνει να πιστεύει πως τις καταβολές μας τις δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, φέροντας όμως -όπως είναι φυσικό- το αερικό των τόπων που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε και αποτελούν αυτό που λέμε “σημείο εκκίνησης”. Έτσι, η ταυτότητα του Γ. Κουνέλλη συνίσταται απ’ την αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό-σε συνέντευξή του μάλιστα, απαντώντας στην ερώτηση :” γιατί έχουμε χάσει την ταυτότητά μας;” αναφέρει μεταξύ άλλων :”Κάθε τόσο διαβάζω τον Καβάφη για να καταλάβω το δράμα αυτής της ταυτότητας.”-, απ’ τις καλές και τις κακές αναμνήσεις που έχει, απ’ την οξύτατη προσωπική του αισθητική και καλλιέργεια που τον χαρακτηρίζουν και που διαμορφώνουν έτσι τις ιδέες του, ώστε δεν καταδικάζει, δεν απαρνείται, ούτε όμως και υπερθεματίζει τον γενέθλιο τόπο του. Θεμελιώδη στοιχεία της ταυτότητας του είναι η υπέροχη Ιταλία του και οι διαστάσεις αυτής μέσα του, η “Παναγία” του Τιτσιάνο και οι «Demoiselles d’ Avignon» του Πάμπλο Πικάσο.
Εκθέτει διπλά στα κυκλαδικά ειδώλια γιατί γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά ο πολιτισμός δεν στέκει μόνο σε μια χώρα περιορισμένος. Ο ίδιος είπε γι’ αυτό το ζήτημα, ότι υπάρχει μια ευρωπαϊκή συνείδηση του πολιτισμού και γι’ αυτό νιώθει παντού σαν στο σπίτι του. Είναι λοιπόν ένας αληθινός πολίτης του κόσμου, με αυθεντική αγάπη για το σύνολο του πολιτισμού. Μια αγάπη που δεν θυσιάζει την ταυτότητα στον βωμό της παγκοσμιοποίησης, ούτε την ελευθερία της τέχνης -γιατί η τέχνη είναι μία όπως υποστηρίζει- στον βωμό της εμμονικής προσκόλλησης στην χώρα προέλευσης. Σε κάθε του δήλωση είναι πασίδηλη η εξαιρετική καλαισθησία στις αντιλήψεις και η ωραιότητα του μέτρου.
Το μέγαρο Σταθάτου, στο οποίο φιλοξενούνται τα έργα του Κουνέλλη, είναι ένας πανέμορφος χώρος ιδιαίτερης κομψότητας. Σκέφτηκα πως μέσα σ’ αυτό, τα έργα του Κουνέλλη, φτιαγμένα με υλικά “ταπεινά”, θα αποκτούσαν ακόμα μεγαλύτερη δριμύτητα. Δεν είχα άδικο. Τα έργα αυτά σου αποκαλύπτονται με σφοδρότητα ,ιδίως αν επιλέξεις να τα ατενίσεις από κάποια απόσταση. Απ’ την άκρη της αίθουσας για παράδειγμα. Τα σακιά με τα κάρβουνα είναι υλικά που συνηθίζει να χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης. Εκφράζουν την καθημερινότητα , τις συναλλαγές, την απλότητα, το εμπόριο. Αισθάνομαι πως τα έργα αυτά τα συνδέει μια συγγένεια καθοριστική. Η διάταξη των σακιών είναι κυκλική. Η διάστασή τους είναι τετραπλή. Τέσσερα πρόσωπα. Τη μία καλυμμένα με μαύρο πανί, την άλλη ο κύκλος που σχηματίζουν περικλείει χώμα που επάνω του στηρίζεται μια μαρμάρινη πλάκα, την άλλη περικλείει γυαλιά οράσεως και την άλλη σκόρπιες εφημερίδες ανάκατες με σπαράγματα γλυπτών. Ο Κουνέλλης καταφέρνει με τρόπο άμεσο και ευθύ να ανακατέψει το αρχαίο με το σύγχρονο και να τα αδελφώσει.
Δεν αισθάνομαι πως το μαύρο πανί εκφράζει κάποιο πένθος. Αισθάνομαι πως εκφράζει το παραπέτασμα εκείνο που μας εμποδίζει να συνομιλήσουμε με τα υλικά της ζωής μας. Με εκείνα τα υλικά τα οποία συνέθεσαν τη ζωή μας. Τα υλικά που συνθέτουν το παρελθόν μας και τα υλικά με τα οποία ζυμωθήκαμε μέσα στον χρόνο. Όχι, σίγουρα δεν κρύβει θλίψη. Δεν νιώθω θλίψη. Νιώθω σαν να φοράω ένα μαύρο πανί στα μάτια. Πάω κι έρχομαι ανάμεσα στα υλικά αλλά δεν τα βλέπω. Το μαύρο δημιουργεί ένα χάσμα αβυσσώδες ανάμεσα σε εμένα και στα υλικά μου. Ανάμεσα στον κόσμο και στα υλικά του. Το παμπάλαια, τα υλικά εκείνα που ανακατεύτηκαν τόσο με την καθημερινότητα του, που ξεσήκωσαν έναν ολόκληρο κόσμο χημείας και μέσα από συνεχείς αλληλεπιδράσεις και μεταβολές ,έφεραν τον κόσμο και την κοινωνία στην θέση αυτή που βρίσκεται σήμερα και που κλυδωνίζεται κι αυτή, έτοιμη να χαθεί μέσα στις καινούριες ανακατάταξεις. Σίγουρα δεν πρόκειται για θλίψη. Δε φτάνει σ’ εμένα ως θλίψη. Φτάνει ως εμπόδιο ανάμεσα σ’ εμας και στην όραση μας! Κι όμως! Υπάρχει η αίσθηση πως εμείς αποφασίσαμε να ρίξουμε αυτό το παραπέτασμα πάνω στην θέα της πραγματικότητας. Εμείς αποφασίσαμε να κρύψουμε και να κρυφτούμε. Να βυθιστούμε σε ένα είδος αμετανόητης απραξίας. Δική μας επιλογή ο σκοταδισμός.
Η μαρμάρινη πλάκα επάνω στο χώμα ωστόσο, δεν μπορεί παρά να επιμένει να φωνάζει για κάποιο τέλος. Για ένα αλυσιδωτό ξέσπασμα αχρειότητας που στιγμάτισε παλιότερα τον κόσμο και το οποίο επιβάλλεται να μη λησμονηθεί. Μοιάζει να απαιτεί μια σκληρή υπενθύμιση. Συνθέτει έναν ιδιόρρυθμο αστερίσκο που αναβοσβήνει απαιτώντας τη μνεία. Νομίζω όμως πως πάνω στην πλάκα αυτήν συνιάλα έστελνε και μια αγωνία φρέσκια. Σημερινή. Για ό,τι χάσαμε , για ό,τι ενδέχεται να χάσουμε. Αγωνία για την αμεριμνησία μας. Αγωνία για τη διατήρηση του πολιτισμού και της κοινωνικής αξιοπρέπειας.
Κι ύστερα τα γυαλιά οράσεως είναι η μόνη λύση. Η απάντηση. Αυτά τα εργαλεία, ιστορικά παραπέμπουν σε μια σκοτεινή ιστορική περίοδο και αυτά είναι που θα συνδέσουν την παλιά φρίκη με την σημερινή άγνοια. Αυτά τ’ απομεινάρια παλιάς στυγνότητας , μπορούν αν χρησιμοποιηθούν να φωτίσουν και να σημάνουν έναν δρόμο αλλιώτικο, μέσα απ’ την γνώση. Κάνοντας όμως μια ανάγνωση βασισμένη στα σημερινά και μόνο δεδομένα ,έτσι όπως βρίσκονται σε σωρό , νιώθω ένα πλήθος ματιών καρφωμένων σε κάποιο κενό. Δεν λειτουργούν παρά σαν σε μία ενότητα θλιβερή. Συστρατευόμενοι οφθαλμοί στην απουσία ,σκοπευτές ενός στόχου κοινού που όλο αλλάζει θέση. Δεν μπορώ να φανταστώ πως πίσω απ’ τα γυαλιά οράσεως υπάρχουν ζευγάρια μάτια. Μα αν αισιοδοξήσω , τότε ναί! Η παρουσία δηλώνεται και συνιστά τη μόνη λύση. Αν αυτά τα παλιά γυαλιά αποκτήσουν κάτοχο, τότε έχουμε κερδίσει την όραση. Την αντίληψη. Την γνωριμία μας με το παρόν και τις συνθήκες , το δικαίωμα μας να ατενίσουμε την πραγματικότητα και να την αλλάξουμε.
Αν αποφασίσουμε να δούμε επιτέλους μέσα απ’ αυτά τα γυαλιά – παρατηρώντας το έργο με τα σακιά που κυκλώνουν έναν σωρό εφημερίδων και σπασμένων γλυπτών και που για ‘μενα συνιστά την τέταρτη ενότητα του άτυπου διαλόγου ανάμεσα στα τέσσερα έργα που εκτίθενται και η σύνθεσή τους περιέχει σακιά – η αλήθεια που ξεδιπλώνεται αιφνιδιαστικά μπροστά μας , είναι ότι τα πρόσωπά μας δεν είναι παρά σπαράγματα ενός παρελθόντος βουτηγμένου σε τεράστιες δόσεις σύγχρονου ιλίγγου. Ιλίγγου πληροφόρησης, ιλίγγου παραπληροφόρησης. Όσο στέκουμε ακίνητοι, νοσταλγοί ενός παλαιού κλέους , μοιρολάτρες ,θεατές της φρίκης μας χωμένοι ως τον λαιμό μέσα στις τρέχουσες εξελίξεις , τις οποίες δεν καταλαβαίνουμε και δεν προλαβαίνουμε, δεν θα συνιστούμε παρά σπαράγματα. Σπαράγματα μιας γνώσης ελλιπούς, που αποτελεί την μοναδική, ουτιδανή ελπιδοφόρα ανάμνηση. Ερείπια σύγχρονου εαυτού, που σμπαραλιάστηκε μέσα στην εμμονή για ανεξέλεγκτη, ακαλαίσθητη ταχύτητα και πρόοδο. Μια πρόοδο αθεμέλιωτη και ένα μέλλον που δεν γνωρίζει παρελθόν για να το στήσει ως βάση, να το αναστήσει και πάνω του να χτιστεί αυτό γερό. Ο Γ. Κουνέλλης χρησιμοποιεί συχνά υλικά που παραπέμπουν την αρχαιότητα , θέλοντας να υπογραμμίσει την σύνδεση ανάμεσα στον αρχαίο και στον σύγχρονο κόσμο. Είναι τα παλιά μας πρόσωπα αλλά και τα σημερινά. Σπαραγμένα μέσα στην δίνη που κάνει το κυνήγι που στήσαμε. Ένα κυνήγι στο οποίο πότε κάνουμε τον θύτη και πότε το θήραμα. Η συνείδηση της ιστορίας, εκείνης της ιστορίας η οποία δεν είναι κτήμα κανενός, αλλά θεμέλιο που το εύρος του ξεπερνάει τα σύνορα μιας χώρας , θα μπορούσε να θέσει τους οφθαλμούς μας πίσω απ’ τα γυαλιά, θα μπορούσε να αποκαλύψει την εικόνα της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων, θα μπορούσε να δώσει εκείνη την απαραίτητη ώθηση για την ανασυναρμολόγηση του γλυπτού που είμαστε και που κείται τώρα κομματιασμένο. Θα μπορούσε να σημάνει την αναγέννηση.
Το παλτό συνιστά ένα ακόμα αγαπημένο σύμβολο του Κουνέλλη. Ήταν βέβαια παρόν και σ’ αυτήν την έκθεση. Για να χαρείς αυτό το έργο θα πρέπει να το παρατηρήσεις από απόσταση. Βρίθει από απουσία. Ένας στρατός από πουκάμισα αδειανά, ένας στρατός από σεφερικές ελένες. Το παλτό για τον Κουνέλλη συμβολίζει τον καλλιτέχνη, εμάς τους θεατές ,ή τον ανθρωπάκο, ένα είδος Σαρλό! Εγώ νιώθω πως μπροστά μου ξετυλίγεται ένα κοινωνικό φιάσκο. Απουσία. Μια πένθιμη λιτανεία άδειων ρούχων. Φαντάζομαι πως κινούνται το ένα πίσω απ’ το άλλο κρεμασμένα από γάντζους. Διαγράφουν τον ίδιο κύκλο αδιάκοπα μέσα στην αίθουσα. Ακούραστα. Μοιάζει να μην έχει σκοπό αυτή η παρέλαση. Απλώς εξελίσσεται σαν δρώμενο σε κάποια παράξενη αίθουσα αναμονής. Εξαντλητική απουσία. Αποκτά ένα μέγεθος τρομακτικό όσο συνεχίζει να διαδραματίζεται η λιτανεία που φαντάζομαι. Είναι για μας αυτά τα ρούχα. Αλλά που είμαστε; Γιατί μοιάζουν τόσο μεταξύ τους; Έτσι όπως στέκομαι στην άκρη της αίθουσας μαζί με άλλους , νιώθω λες και θα φαγωθούμε μεταξύ μας για ένα απ’ αυτά. Το βασίλειο μου για ένα παλτό! Ένα παλτό που μοιάζει με όλα τα άλλα που υπάρχουν στην αίθουσα. Σαν σε παράλληλο δρώμενο, φαντάζομαι εμάς κρεμασμένους στην θέση τους σε αδιάκοπη κυκλική λιτανεία. Τα παλτά μας χαζεύουν σαν εμπόρευμα που εκτίθεται. Νιώθω πως δεν τους κάνουμε. Σαν να μη τους πάμε! Μα κάποτε δεν ήταν δικά μας; Δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω τη λιτανεία. Το πένθιμο πνεύμα της με συνθλίβει. Αρχίζει να με στοιχειώνει αυτό το σύμβολο. Θα ‘θελα να μη το ξαναβρώ μπροστά μου αλλά είναι μπροστά μου μετά από λίγο πάλι. Δεμένο επάνω σε ένα παράξενο πάζλ από άδεια μπουκάλια. Το πάζλ της μέθης. Η μέθη πλάθει λήθη. Κάποιος ξέχασε το παλτό του ή το παλτό ξέχασε τον κύριο του κι έφυγε μόνο του για τη λήθη. Έτσι δεμένο επάνω στα μπουκάλια με άσπρο πανί, μοιάζει σαν τυλιγμένο σε φασκιές. Η απουσία ξεκινά απ’ τη λήθη. Απ’ την τάση μας να κλείνουμε τα μάτια μας, να αρνούμαστε τα “γυαλιά οράσεως” μας, την γνώση, να αρνούμαστε τη θέα ρίχνοντας επάνω της μαύρα παραπετάσματα. Προτιμούμε να δεθούμε σε ένα άρμα στρουθοκαμηλισμού. Κοιμίζουμε την αντίληψή μας. Μουδιάζουμε την συναίσθηση. Στρέφουμε το κεφάλι αλλού. Σε έναν άλλον ζόφο. Σκοταδισμός.
Είναι ένα σωρό έργα στην έκθεση αυτή που μ’ ένα κρυμμένο κάτοπτρο σε σκοπεύουν. Με εξαντλεί να αντικρίζω τα ρούχα μου και τα παπούτσια μου μόνα τους να περιφέρονται. Χωρίς εμένα. Ωστόσο στέκονται λες και με περιέχουν. Και τότε είναι που έρχομαι αντιμέτωπη με ένα μαχαίρι εκκρεμές. Αναγνωρίζω την αμφισημία του. Είναι το μαχαίρι που χρησιμοποιούμε όλοι στα σπίτια μας και είναι και το μαχαίρι που θα πρέπει να τολμήσουμε να αρπάξουμε για να διακόψουμε τον κατήφορο μας. Κατακάθετο κι ευθύ. Αλλά είπαμε: ” Διεκδικώ για τον εαυτό μου την ελευθερία του Θεατή […]”
Είναι άλλο αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σ ‘ εμένα και το έργο. Έχει ένα μάτι στην κόψη του που με κοιτάζει όλο πρόκληση. Αυθαδιάζει. Στέκεται ειρωνικό και με ζυγίζει καθώς μετεωρίζεται. Πρέπει να μετρηθώ μαζί του. Πρέπει να μετρηθούμε μαζί του. Ο καυγάς δεν έγκειται στο δίλημμα: να αρπάξουμε το μαχαίρι και να δράσουμε ή να σταθούμε κατώτεροι των περιστάσεων και να αδρανήσουμε. Είναι μια αλλιώτικη αναμέτρηση αυτή και συνοψίζεται στο αν θα δοθεί η γροθιά στο μαχαίρι. Εκείνο αυθαδιάζει απροκάλυπτα. Είναι εκεί και δείχνει να ξέρει πως δεν θα τολμηθεί το εγχείρημα. Για το μαχαίρι και το σύστημά του, μοιάζει να είναι ήδη κερδισμένο παιχνίδι. Αυτός που θα καρφώσει την γροθιά του επάνω του, θα κοπεί. Αυτή η γροθιά όμως ,την οποία μ’ αρέσει να οραματίζομαι καθώς στέκομαι και το μετράω κι εγώ πια, είναι μια γροθιά που συνίσταται από τη συσπείρωση, τη συνείδηση της παγκόσμιας ιστορίας και του πολιτισμού, την αλληλεγγύη , τη συγχρονισμένη αντίδραση του πλήθους μας .Κι αυτή η γροθιά που μ’ αρέσει να την ονειρεύομαι οικουμενική, μπορεί να συντρίψει κάθε μαχαίρι.
Ο Γιάννης Κουνέλλης υποστηρίζει ότι αν δεν έχεις λύσει το θέμα της ταυτότητας δεν μπορείς να διαβάσεις το μέλλον. Λέει πως το μέλλον δεν είναι τυχαίο, το φτιάχνεις με την βοήθεια της ποίησης. Κοιτάζοντας το έργο του, ακούω εκείνους τους εξαίσιους καβαφικούς στίχους που συχνά με κάνουν να αγωνιώ:
“Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. […]”
Καίγομαι να πω “ναι” σ’ αυτό το τόλμημα -ή μήπως παρατόλμημα; Να ριχτεί η γροθιά επάνω στο μαχαίρι και να το γκρεμίσει. Να σταθούμε απέναντί του ίσοι , οξύληκτοι κι όλο αυθάδεια. Όπως εκείνο. Το μακελειό μας, το σκηνοθετώ με εύρος παγκόσμιο και σ’ αυτήν την αναμέτρηση, φοράμε όλοι τα γυαλιά οράσεως μας και ανεμίζουμε τα υλικά της ζωής μας, τα ρούχα μας και τους παμπάλαιους εαυτούς μας. Τους παμπάλαιους εαυτούς μας, που ξεκίνησαν απ’ το παρελθόν και πάνω στην γνώση αυτού, αρχίζουν να χτίζουν το νέο τους πρόσωπο, αυτό που θα ρίξει μπόι και θα υπερκαλύψει τον ζόφο.
Θέλω να κλείσω με τα λόγια του Γιάννη Κουνέλλη , τα οποία έγραψε στον κατάλογο της έκθεσης του «From the Europe of Old» στο Van Abbemuseum της Ολλανδίας το 1987:
“Δεν σκότωσα ποτέ, αλλά είμαι έτοιμος να το κάνω, αν μου ποδοπατήσουν το δικαίωμα στην ελευθερία. Δεν δανείστηκα γλωσσικά αποσπάσματα, παρά μόνο από ανάγκη. Δεν αναζήτησα παρά μόνο όμορφα πράγματα. Μέτρησα την απόσταση μέσα από την αντικειμενικότητα. Είδα το ιερό στα αντικείμενα της καθημερινής χρήσης. Πίστεψα στο βάρος ως σωστό μέτρο. Αγάπησα τις φράσεις που δείχνουν την παρθενία ως υπέρτατη κατάσταση. Διέσχισα μονοπάτια δύσκολα, μέσα στο δάσος, ανηφορίζοντας προς το βουνό. Το μολύβι, τα μαλλιά, τα σύννεφα, η Μικρή Άρκτος που δείχνει τον Βορρά, ο Άνεμος. Δεν ξέρω να ζω έξω από τον λαβύρινθο της γλώσσας. Αγαπώ την ελιά, τ’ αμπέλι και το στάρι. Θέλω την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα: με την άσκηση, την Παρατήρηση, τη μοναξιά, τον λόγο, την εικόνα, την εξέγερση. Ανικανοποίητος μέχρι το διηνεκές.”
Θέλει την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα. Και είναι ανικανοποίητος μέχρι το διηνεκές! Ευτυχώς! Ευτυχώς! Ευτυχώς! Απανωτές γροθιές στο μαχαίρι.