24grammata.com- εάν (ποίηση/Κριτικές – Γνώμες – Απόψεις)
ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ Η «ΦΩΝΗ»
Σχόλιο στη διηγηματογραφία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
γράφει ο Απόστολος θηβαίος
«Έχω μέσα μου αίμα ηρώων.Μην ακούς όσα λένε οι μικροί. Είναι ανίδεοι από βίαιους παλμούς και ψηλά πετάγματα, κοιτάνε πολύ προς τα Κείμενα και Καθιερωμένα. Την ψυχή τους δεν σφυρηλάτησε το όνειρο, δεν καθαγίασεν η Σκέψη. Ξέρουνε ένα «πρέπει» και τίποτα άλλο, είναι η πιο μουγγή εκδήλωση της ζωής.» Τούτα γράφει ο ίδιος ο ποιητής στο κείμενο, που έμελε να αποτελέσει το προσωπικό μανιφέστο του. Μια δήλωση, η οποία ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της τέχνης, αγγίζει ζητήματα ανθρώπινα, πιστοποιεί και επιβεβαιώνει με τον πιο σαφή τρόπο την πεποίθηση, την οποία ακολούθησε με συνέπεια, σχεδόν παράφορη ως το τέλος της ζωής του. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο «ωραιοπαθής» νέος της μεσοπολεμικής Αθήνας, ο περιφρονημένος ποιητής, ο μύστης των σαρκικών απολαύσεων, ο «παρεκλίνων αισθηματικά», συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις, κατέθεσε με ορμή ολόκληρο τον ποιητικό του οίστρο στην εμπέδωση εκείνου που καλείται «έργο εν προόδω.» Ακόμα και όταν κατεβλήθη ολοκληρωτικά και εξαθλιώθηκε, αυτός ο ελάσσων ποιητής με τη μείζονα επίδραση στα κινήματα των αρχών του αιώνα, ο κορυφαίος ετούτος εκπρόσωπος του αθηναϊκού νεορομαντισμού, δεν εγκατέλειψε τις στρεβλές και αυτοκαταστροφικές του συνήθειες. Ήταν προφανώς σε εκείνες που η αισθηματική του φύση έβρισκε παρηγοριά, ήταν σε τούτες τις παρεκλίσεις που ο Λαπαθιώτης κατόρθωνε να βιώνει στο έπακρο την ένταση εκείνη, η οποία έθρεψε την ποιητική του παραγωγή και συνέβαλε στο να διασωθούν τώρα και στο μέλλον, στίχοι βαθιά ανθρώπινοι, διαχρονικοί μες στην οδύνη και την ειλικρίνεια του βιωμένου αποτυπώματός τους.
Η εποχή του Μεσοπολέμου, η «ανίατη» αυτή περίοδος, καθώς επισημαίνει ο Βύρων Λεοντάρης, συνιστά την πιο τραγική περίοδο του σύγχρονου ελληνισμού. Μια ασύγκριτη, εθνική τραγωδία, η απώλεια των εδαφών στα ανατολικά παράλια, η μαζική εισροή προσφύγων, ανθρώπων οι οποίοι έμελε με την παρουσία τους να μεταβάλουν τα μεγάλα, αστικά κέντρα σε στρατόπεδα εξαθλιωμένων. Ετούτη η θεώρηση της περιόδου αυτή, συνιστά κατά τον ελληνιστή, μελετητή Mario Vitti το σημαντικότερο παράγοντα για τη διαμόρφωση σε καλλιτεχνικό επίπεδο ενός κλίματος, ικανού να μεταφραστεί σε περιγραφές εσωτερικότερων τοπίων. Το κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, συνοψίζει σε λίγες λέξεις το νέο, θεωρητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εφαρμόζονται οι λογοτεχνικές τάσεις. «Μια θεωρία μουγγή», γράφει ο Τερζάκης, «εκείνη των προσφύγων της Καταστροφής.» Ο Λαπαθιώτης αποτελεί κύριο εκφραστή του κλίματος αυτού. Η απογοήτευση, η περιθωριοποίηση ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, η αποτυχία, η κατάρρευση των ερεισμάτων, τα οποία συγκροτούσαν την κοινωνική συνοχή αποτελούν καίρια χαρακτηριστικά της περιόδου. Η αστική τάξη, με την τόση της προσήλωση σε εθνικές επιδιώξεις μαρτυρά, δίχως πια περιστροφές τις συνέπειες των τάσεων που καλλιέργησε με τόσο άκριτο και επιπόλαιο τρόπο. Τούτο το φορτίο συνιστά για τον Λαπαθιώτη ένα βάρος αβίωτο, μια κατάσταση, η οποία σε συνδυασμό με τον ευαίσθητο ψυχισμό και τις στρεβλές, κοινωνικές συμπεριφορές του θα τον οδηγήσουν στην κατάθεση ενός λόγου πεισιθάνατου, γεμάτου απογοήτευση και θλίψη. Η εποχή σαφώς και χαρακτηρίζεται από τον Κώστα Καρυωτάκη και το στίγμα του. Ο καρυωτακισμός, ετούτο το ρεύμα, το οποίο ακόμα φαίνεται να επιζεί, αποδεικνύοντας την επίδραση του αυτόχειρα ποιητή στην επίκαιρη, ελληνική στιχοποιία εντάσσει μες στους κόλπους του ποικίλες φωνές με κοινές αφετηρίες. Ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Λαπαθιώτης, ο Αναστάσιος Δρίβας συνιστούν δορυφορικές φωνές του Καρυωτάκη. Μες σε αυτούς όμως, μόνο ο Λαπαθιώτης θα κατορθώσει να αρθρώσει έναν προσωπικό, ποιητικό λόγο τόσο ευκρινή και εσωτερικό, ώστε να διακρίνεται σαφώς από την καρυωτακική τάση της εποχής. Τόσο διάφανο και υπερβατικό, ώστε δίκαια μπορεί σήμερα να αποτελεί τον βασικό και κύριο εκπρόσωπο του νεορομαντισμού, ρεύμα το οποίο προετοίμασε το έδαφος για να υποδεχτεί ο ελληνικός, καλλιτεχνικός κόσμος το συμβολισμό και τον μετέπειτα υπερεαλισμό. Ο αγγλικός αισθητισμός, όπως εκφράστηκε αλλά και ο γαλλικός, ισχυρός ρομαντισμός, ο Πόε και ο Ουάϊλντ στέκουν ως βασικοί, καλλιτεχνικοί πυλώνες για το νέο, ποιητικό αίμα. Ο Λαπαθιώτης όμως, καθιστά τούτο το οικοδόμημα όχι μόνο ελληνικό αλλά και άκρως προσωπικό, παρακάμπτοντας τις μεγαλοστομίες και την αισθηματολογία, επιδιδόμενος σε μια διακριτική, προσωπική και εξομολογητική διατύπωση, θέτοντας, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Μαρίνα Λυπουρλή στην εισαγωγή του τομιδίου των ποιημάτων του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τις βάσεις για την εισαγωγή σε μια νέα αισθητική, ανθρωποκεντρική, λιγότερο ιδεαλιστική και περισσότερο πραγματική, διάφανη και καθαρή. Το αδιέξοδο, η παραίτηση, ο «κλειστός χώρος» μιας πόλης με συνήθειες επαρχιακές, -ας επιτραπεί η χρήση του προσδιορισμού, υπό το φάσμα συμπεριφορών οπισθοδρομικών και παρωχημένων-, οι προσωπικές επιλογές με την ευρύτητά τους, ως συνέπεια μιας γενικής χαλάρωσης των ηθών, συνιστούν στοιχεία ενταγμένα είτε ως αφετηρία, είτε πάλι ως θεματικές, μες στο έργο του Ναπολεόντα Λαπαθιώτη. Πιο εξειδικευμένα, για τον ίδιο τον Αθηναίο δημιουργό ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στην έκφραση μέσω της ποίησης του ερωτικού στοιχείου, βασικού χαρακτηριστικού του ψυχισμού του Λαπαθιώτη. Η μουσικότητα του στίχου, ο ρυθμός ο τόσο εσωτερικός του ποιητή διατρέχει ολόκληρο το έργο. Δεν πρόκειται μόνο για τη στιχουργική του, αλλά ακόμα για τα πεζά του, όπως το συγκλονιστικό διήγημα «Κάπου ακούστηκε μια φωνή», αφήγημα, το οποίο ανέδειξε την ικανότητα του Λαπαθιώτη στη δημιουργία και την ανάδειξη του πνεύματος μιας ολόκληρης, τραγικής εποχής.
Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ποίηση και πεζογραφία μοιάζει να μην υφίσταται στο διήγημα του Λαπαθιώτη. Και τούτο διότι, όπως πολύ σωστά τονίζεται στο επίμετρο του έργου, ολόκληρο το κείμενο δεν συνιστά παρά μια διαρκή παράθεση ιαμβικών, δεκαπεντασύλλαβων στίχων. Η μουσικότητα του κειμένου συνιστά μια τόσο διακριτή λεπτομέρεια, έτσι όπως διατρέχει το κείμενο ώστε προτού προβούμε σε οποιαδήποτε άλλη κρίση ή πληροφόρηση για τούτο το έργο, θα πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε ο επικείμενος αναγνώστης να κατανοήσει τη μουσική, τη ρυθμική σύνταξη. Η έμμετρη ανάγνωση αποτελεί μια βασική απόλαυση, η οποία προκύπτει έτσι αβίαστα από το κείμενο. Η αρχική αυτή διαπίστωση, παραθέτεται σε τούτα τα εισαγωγικά σχόλια, όχι για να τονιστεί μονάχα, μα για να καταννοηθεί εκ των προτέρων το αίσθημα του ρυθμικού.
Πρόκειται, λοιπόν για ένα ποίημα, για μια εν κρυπτία, κατάθεση οράματος ποιητικού. Η ιδιοφυής ενορχήστρωση του Λαπαθιώτη, σε συνδυασμό με την ένταση της υπόθεσης, την πλοκή και την εξέλιξή της, μοιάζουν να αποτελούν έναν αφανή κώδικα, η γνώση του οποίου μας παρέχει σαφείς και σημαντικές πληροφορίες για την αισθητική αλλά και τη στόχευση του ίδιου του ποιητή. Η συμπερασματική πρόταση του Μανώλη Αναγνωστάκη πως «η ποίηση αποδεικνύει και δεν επιδεικνύει», συνιστά μια ρήση, μια σημαντική αλήθεια. Ο Λαπαθιώτης χρόνια πριν τούτη διατυπωθεί αποδεικνύει με την ποίηση αλλά και την πεζογραφία του μια πολυσχιδή και ταλαντούχα ύπαρξη, καταδικασμένη να διανύσει τα πιο παραγωγικά, ποιητικά της χρόνια μες σε ένα περιβάλλον διόλου πνευματικό, αντίστοιχο με μια επικαιρότητα σε βαθμό υπερθετικότερου του συγκριτικού, αν μπορεί να λογιστεί ως τέχνασμα ειλικρίνειας η επισήμανση αυτή. Η λογοτεχνική του δράση ετούτο ακριβώς πιστοποιεί και επιβεβαιώνει. Το διαφορετικό, το ειδοποιό στοιχείο σε τούτη την υπόθεση δεν είναι άλλο από την αποκαλυπτική, σχεδόν χρονογραφική και ηθογραφική τόλμη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο συγγραφέας, ο παράξενος αυτός άνθρωπος με την αριστοκρατική καταγωγή και τη συγκλονιστική παρουσία κατορθώνει μες στα έργα του, τα διάσπαρτα κείμενα, τα υπό συλλογές ποιήματα να «κοινωνήσει» το αίσθημα μιας ολόκληρης, τρομερής εποχής.
Αν κάτι λοιπόν πρέπει να απομείνει στη συνείδηση του καταδεκτικού αναγνώστη, αν κάτι πρέπει να διατυπωθεί κατά προτεραιότητα μες στο παρόν κείμενο είναι η ανάδειξη της μελωδικότητας, ως βασικός τεχνικός και αισθηματικός άξονας, τόσο για ολόκληρο το έργο, όσο και για το συγκεκριμένο κείμενο του Λαπαθιώτη. Το διήγημα της «Φωνής» αποτελεί μια ποιητική κατάθεση ψυχικής έντασης, έμμετρη και αφηγηματική.
Η «Φωνή» δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στα τεύχη του περιοδικού «Νέα Εστία» κατά το έτος 1940, πριν το ξέσπασμα του δεύτερου, μεγάλου πολέμου. Το περιοδικό προαναγγέλλει την ενσωμάτωση στην ύλη του ποικίλων κειμένων, τα οποία ξεφεύγουν πια από τα πολιτικά δοκίμια, είδος το οποίο είχε κατακλύσει τον έντυπο τύπο. «’Εξι ωραιότατες νουβέλες», είναι ο ακριβής τρόπος με τον οποίο, το καλοκαίρι του ίδιου έτους το περιοδικό ανακοινώνει τη δημοσίευση κειμένων νέων και ελπιδοφόρων λογοτεχνών, οι οποίοι θα κόπιαζαν με τα έργα τους, όχι μόνο να αποδείξουν την ύπαρξη ενός νέου, συγγραφικού ρεύματος, απαγκιστρωμένου από τη θεματολογία του παρελθόντος, αλλά και να αποτυπώσουν με τρόπο, σχεδόν ανάγλυφο τη μεταπολεμική ατμόσφαιρα, τη μεταιχμιακή αυτή περίοδο πριν την «επανάληψη ενός φόνου.» Η δημοσίευση της φωνής, μας ενημερώνει στο επίμετρό του βιβλίου ο Νίκος Σαραντάκος, ολοκληρώνεται το Νοέμβριο του 1940. Η αναφορά στην Αθήνα της εποχής, η εμπλοκή μες στο κείμενο και η σχετικά παράθεση χαρακτηριστικών της περιόδου, βεβαιώνουν πως πρόθεση του ποιητή Λαπαθιώτη ήταν η ολοκλήρωση ενός έργου, το οποίο δεν περιβάλλεται μόνο από μια λογοτεχνική αξία, αλλά παράλληλα προσφέρει σημαντικές ενημερώσεις σχετικά με την περίοδο του Μεσοπολέμου. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο διακεκριμένος επιμελητής τούτης της έκδοσης, ο υπότιτλος «Σελίδες μιας Αθήνας περασμένης» αποδεικνύει τη φωτογραφική και ιστορικο-κοινωνική πλευρά του διηγήματος «Κάπου ακούστηκε μια φωνή.» Το έργο, όπως φαίνεται στο τέλος του πρωτότυπου κειμένου φέρει την ημερομηνία «Ιούλιος- Αύγουστος 1915». Η περίοδος αυτή, χρόνος γραφής της «Φωνής» τροφοδοτεί τόσο το κείμενο όσο και την περιφερειακή μελέτη του με σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξή του αλλά και τις συνθήκες μες στις οποίες αυτό ολοκληρώθηκε και έλαβε την τελική μορφή του.
Τα έντυπα κριτικής της εποχής δεν φιλοξένησαν σχόλια ή θεωρήσεις για τούτο το απίστευτα, αισθηματικό κείμενο. Η σχετικά αναφορά της «Εστίας» στο έργο αποτελεί και τη μόνη, δημόσια καταχώρηση. Ετούτη η παράλειψη είναι εκείνη που καθιστά σημαντική μια νέα και πιο αντικειμενική κριτική απέναντι σε ένα έργο βαθύτατα ανθρώπινο, εμπρός σε μια ποιητική μορφή, η οποία ποτέ δεν έλαβε τους επαίνους τους οποίους άξιζε, αλλά στέκει σήμερα στο ύψος, το οποίο η ποιότητα του ίδιου του έργου εξασφαλίζει στο σπουδαίο δημιουργό Ναπολέων Λαπαθιώτη.
¥
«Μα τ΄ολόλευκο τριαντάφυλλο,
Που έπεσε από το ανθογυάλι
Και το σύραν, το πατήσανε,
Απ΄τη μια μεριά, ως την άλλη.»
[«ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ»]
¥
Το κείμενο της «Φωνής» διατρέχεται ολόκληρο από μια αίσθηση διακριτή, από μια ροή. Ετούτη η τελευταία αφήνει το υπονοούμενο να υφίσταται διακριτό, υπαρκτό. Επιτρέπει στον αναγνώστη μέσω της συνειδητοποίησής του να εκτιμήσει την ύποπτη και και ερωτική ατμόσφαιρα, η οποία χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο, άλλοτε έντονη, ως αίσθηση και άλλοτε πάλι υπόγεια, ως ρεύμα που δροσίζει και θρέφει ολόκληρο το κείμενο. Ίσως δε αξίζει να παρατηρήσουμε πως ετούτη η ροή, το νεύρο το υπόγειο δεν συνιστά παρά μια διαυγή απόπειρα του ποιητή να καταθέσει το πιο καίριο και ουσιώδες τμήμα του εαυτού του. Η «ερωτική οσμή» του κειμένου είναι αρκετή από μόνη να προσθέσει ακόμα ένα υπόστρωμα στις ήδη πολλαπλές διαστρωματώσεις, τις οποίες με τόση μαεστρία ο Λαπαθιώτης υφαίνει σε κάθε μία από τις σελίδες της νουβέλας του. Η αισθηματολογία του, κεντρική και διακριτικά, όπως προείπαμε προσωπική κατορθώνει να θέσει δευτερεύουσες όλες τις κοινωνικές αναφορές του έργου. Η ηθογραφία του Λαπαθιώτη, ένα ορισμένο και ξεχωριστό κεφάλαιο στην ίδια τη δομή του κειμένου, αλλά και του βίου του ποιητή δεν μπορεί να παραβλεφθεί από τον αναγνώστη. Ο τελευταίος δε, θα πρέπει να λάβει υπόψην τα ειδικά, βιογραφικά στοιχεία του Ναπολεόντα Λαπαθιώτη και συγκεκριμένα την αποκλίνουσα, ερωτική συμπεριφορά του ίδιου, όπως καταγράφεται στα βιογραφικά στοιχεία.
Σε τούτο το σημείο θα ήταν ενδιαφέρον και ίσως να έδινε μια ακόμα αφορμή για να μνημονεύσουμε την επίδραση του Καβάφη στους ποιητές της εποχής του. Ο αλεξανδρινός, με τη διαμόρφωση ενός αντίστοιχου ύφους, δοσμένου και εκείνου μέσω μιας εμπειρίας ιστορικής, άλλοτε ανακριβούς ή μυθολογικής, συχνά επουσιώδους, καταδεικνύει την ατμόσφαιρα με την οποία «προίκισε» κάθε κραυγή ποιητική. Ο διακριτικός ερωτισμός, η αδυναμία, η δειλία να ειπωθεί με ευθύτητα το προφανές, η έμφυτη τάση προς την ηδονή και τις πηγές της κατέστησαν τον Καβάφη λεπτολόγο, συλλέκτη στιγμών μυστικών, προσωπικών, μες στις οποίες θα μπορούσε να επιζήσει δίχως φόβο η προσωπική επιθυμία. Στο ίδιο, λοιπόν ύφος ενός πρώιμου μοντερνισμού, μιας εσωστρέφειας ανθρώπινης και για τούτο δεκτής και ανεκτής κινείται και ο Λαπαθιώτης, επιβεβαιώνοντας την καθολική επίδραση του Καβάφη στους ανθρώπους και ειδικά τους νέους της εποχής του. Ο συσχετισμός αυτός, παρά τα τόσα που έχουν ειπωθεί για τον «αιώνιο ηδονιστή της τέχνης» θα μπορούσε να αποτελέσει μια ξεχωριστή αφορμή για σχόλια, κρίσεις και αντίστοιχες παραθέσεις, όσον αφορά την επιρροή, την οποία άσκησε ο Καβάφης στις πεισιθάνατες μορφές των «παιδιών του Μεσοπολέμου.»
«Η νύχτα προχωρούσε, προχωρούσε,…» Ο Λαπαθιώτης κατορθώνει να δημιουργήσει την περιοχή μες στην οποία το έργο του μπορεί να λειτουργήσει αλλά και να μεταφέρει το δικό του, προσωπικό βάθος. Η αδιαμφισβήτητη ατμόσφαιρα που δημιουργείται μπορεί να αποκτήσει το αναγκαίο βάθος ώστε και η ίδια, η αναγνωστική προσέγγιση να καταστεί και εκείνη βαθύτερη. Η επιτυχής απόπειρα υποβολής του προσώπου στο ψυχικό βάθος του συγγραφέα και η παρατεταμένη, όσο και «σιωπηρή» ετούτη μέθοδος μπορούν να δώσουν πολλαπλές και ουσιαστικές ερμηνείες, ακόμα και στον πιο άπειρο παρατηρητή της εργογραφίας του Λαπαθιώτη. Αφενός διαπιστώνει η τεχνική αρτιότητα του ποιητή, περισσότερο χαρισμένη στον ίδιο από το προσωπικό ταλέντο και την ικανότητα, εκείνη που δεν καθίσταται ποτέ ζήτημα επίκτητων χαρακτηριστικών αλλά ακμάζει μες στα πρόσωπα και τις περιπτώσεις, αφετέρου δε παρέχει στον αναγνώστη τις απαραίτητες πληροφορίες για να αντιληφθεί ξεκάθαρα πια και εκείνος, την ψυχολογία του Λαπαθιώτη, τα προσωπικά αδιέξοδα και τις μυστικές εντάσεις του ανθρώπου πρώτα και έπειτα του καλλιτέχνη. Με μεγαλύτερη σαφήνεια θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Λαπαθιώτης δοκιμάζει μια τομή. Έτσι μπορεί να εκτιμηθεί πληρέστερα η στάση του, η ηθική του καθώς εισάγεται στη «Φωνή» και καθίσταται «ένδυμα ψυχολογικό» για τα επιννοημένα πρόσωπα του διηγήματος.
Η διαμόρφωση των χαρακτήρων της «Φωνής», η εξέλιξή τους μες στο διήγημα, η λεπτότητα με την οποία ο Λαπαθιώτης αντιμετωπίζει το ζήτημα του έρωτα και τη θέση του ανθρώπου απέναντι σε τούτη την «ομολογία της πίστεως» συνιστούν ζητήματα, όχι μόνο τεχνικής αλλά και αισθητικής του Λαπαθιώτη. Η μορφοποίηση των ηρώων της «Φωνής» δεν μπορεί παρά να αντλεί την προέλευσή της, στο βαθμό τον οποίο επιτυγχάνεται από την ψυχοσύνθεση του ίδιου του ποιητή. Ο «ποιητικός, ωραίος νέος, ο κομψός, ο ανοιγμένος προς ότι μπορεί να δώσει σε μια τρυφερή, καλλιτεχνική ευαισθησία η ζωή», όπως πολύ εύστοχα συνοψίζει για τον Λαπαθιώτη η Μαρίνα Λυπουρλή στα εισαγωγικά σχόλιά της για τον δημιουργό δεν θα μπορούσε να «δει» με βλέμμα αλλιώτικο τη ζωή,τις απαιτήσεις της, τις αντιθέσεις που τον βάρυναν και στις οποίες με τόση θέρμη ενέδωσε, δίχως τον παραμικρό δισταγμό, με όλη τη συνειδητή αφέλεια ενός πλάσματος προικισμένου. Η ηθική, η οποία πηγάζει ως αποτέλεσμα μέσα από τα πρόσωπα της «Φωνής» μας αποκαλύπτει ταυτόχρονα και μια πτυχή του εαυτού του, την οποία κανείς δεν θα πρέπει να περιφρονήσει. Ο Λαπαθιώτης, ο άνθρωπος αυτός που με τόσο πάθος δόθηκε στις απολαύσεις και τις ηδονές, τις πιο σκληρές και καταστοφικές, δίνει στο κορίτσι της «Φωνής» το χαρακτηριστικό στοιχείο μια ηθικής συμπεριφοράς, η οποία δεν μπορεί να είναι ξένη προς τον ίδιο τον εαυτό του. Άλλωστε, γόνος τάξεως αστικής, ο ίδιος δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις εμπειρίες της παιδικότητας και το πνεύμα της, όπως αυτό εκφράστηκε από τον πατέρα στρατιωτικό με τη σπουδαία φήμη. Ένας κόσμος αβρότητας, ευγένειας, πίστης στους άγραφους κανόνες της ηθικής, έτσι όπως διασώζεται σιωπηρά μες στα πρόσωπα και τις ψυχές, σαφώς αντίθετη με τις ροπές και τις κλίσεις του ίδιου του Λαπαθιώτη φωτίζεται μες στο διήγημα, το χαρακτηρίζει, θα μπορούσαμε να πούμε, μαζί με όλα τα άλλα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής προσέγγισης του Αθηναίου λογοτέχνη. Σε τούτο το σημείο, ειδικό βάρος αποκτά τούτη η προσέγγιση, αν λάβουμε υπόψη και μια ολοκληρωτική ελευθερία ηθών, όπως διαπιστώνεται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, συνέπεια μιας ηττοπαθούς στάσης απέναντι στη ζωή και τα ζητούμενά της. Δεν πρόκειται για μια ψευδή δήλωση, αλλά για μια συνεπή στάση, για μια αληθινή στάση σεβασμού απέναντι σε ηθικούς κανόνες δικαίου, ενοχικού, εμποτισμένων μες στην ισχυρά, ορθόδοξη πεποίθηση του πληθυσμού, με την ανατολική της τραχύτητα, την άμεσα σχετιζόμενη με την εντοπιότητα, την ίδια την ελληνικότητα. Ίσως με τούτες τις καταγραφές ο ποιητής οραματίζεται μια ελεύθερη εποχή, όπου θα μπορούσε ο ίδιος να εκφραστεί, προσδιορίζοντας μια ανάλογη κοινωνικότητα, βασιζόμενη σε όλα τούτα τα στοιχεία. Ο ποιητής, ο άνθρωπος οραματίζεται τη θέση του μες στο χρόνο και τον τόπο, την αντιλαμβάνεται ως ουτοπική και έτσι τη διαχέει μες στην εργογραφία και κατ΄επέκταση την ίδια τη μυστική, την προσωπική του ψυχολογία.
Το κείμενο της «Φωνής» ξεφεύγει από τις ατραπούς της φλυαρίας, καθίσταται ως μια περίφημη οικονομία νοημάτων, ικανή να υποστηρίξει το συμπυκνωμένο λόγο του ποιητή. Εκείνος, γνώστης και τεχνίτης άριστος των υπόγειων νοημάτων δεν δυσκολεύεται να διαμορφώσει την ατμόσφαιρα, να την εμπλουτίσει στον έπακρο βαθμό με τις εντάσεις και τις συναισθηματικές εξάρσεις, τη λύπη, την αγωνία, αυτήν που συνοδεύει πάντα τα ερωτικά ζητήματα, την τελική απογοήτευση. Το φάσμα του θανάτου, ορατό μες στο έργο του Λαπαθιώτη συνιστά την κορύφωση, την τελική έκβαση της υπόθεσης. Ο τρόπος όμως με τον οποίο ο αναγνώστης οδηγείται στη «λύση» είναι ανθρώπινος, δοσμένος με εξαιρετική λεπτότητα. Ο τρόπος αυτός συνιστά με άλλα λόγια μια προσέγγιση της ίδιας της ζωής. Μες σε μια σύντομη πλοκή, αλλά τουλάχιστον επαρκή, ο ποιητής κατορθώνει να παραθέσει όλες τις πλευρές του έρωτα, όλες τις συνέπειές του, τους κινδύνους και τη γοητεία του. Και σε τούτο ο Λαπαθιώτης φαίνεται δίχως αμφιβολία να αποτελεί έναν δεξιοτέχνη.
Η «Φωνή» δεν περιορίζεται όμως μόνο στη χρονικογραφική και ηθογραφική της θεώρηση. Πρόκειται για ένα κείμενο, το οποίο ανανεώνεται διαρκώς, μέσα από τον ίδιο το λόγο και τα συμφραζόμενα του ποιητή. Ακριβώς ετούτη την ιδιότητα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έρχεται να επιβεβαιώσει η «Φωνή» με τη δομή και τη σημειολογία των αισθημάτων της. Ένα κείμενο διάφανα ποιητικό, τόσο ώστε να μπορούμε δίχως περιστροφές, να ισχυριστούμε πως ο Λαπαθιώτης αποκτά μια συγκριτική πρωτοπορία σε σχέση με τον καθιερωμένο, χρονικογραφικό χαρακτήρα της εποχής. Ο ποιητής προικίζει τη «Φωνή» με τα στοιχεία του σύγχρονου, αστικού μυθιστορήματος, εκείνου στο οποίο κυριαρχεί η τραχύτητα στα βιώματα των προσώπων, στα συναισθήματά τους. Ακόμα και όταν ο «ερωτικός» Λαπαθιώτης κυριαρχεί και επικρατεί στην πεζογραφική σύνθεση, ακόμη και τότε λοιπόν, φαίνεται πως δεν μπορεί να αποτελέσουν τα γραφόμενά του μια στείρα αισθηματολογία. Δεν είναι τούτος ο σκοπός του Λαπαθιώτη. Καλύπτει σφαιρικά την ανθρώπινη ψυχολογία και ίσως, ακόμα και αν ο όρος μπορεί να προκαλέσει με τον αυθορμητισμό του, μπορούμε να πούμε πως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης πλάθει «ανθρωπογραφήματα», σχηματικές απεικονίσεις όλων των αχαρτογράφητων περιοχών του ατόμου, σε μια εποχή όπου εκτιμάται μόνο ο άκρατος λυρισμός. Σε τούτον θα βασιστεί ο ποιητής, όμως η ειλικρίνεια, η σαφήνεια της κατακτημένης, στην περίπτωσή του, οικείας και προσωπικής ψυχοσύνθεσης θα του επιτρέψει να συνδυάσει το φυσικό λυρισμό με μια ξεκάθαρα, αστική προσέγγιση του διηγήματος, απλή και περιεκτική. Ο Λαπαθιώτης με τη «Φωνή» μοιάζει να υποδέχεται έναν ακόμα πιο ολοκληρωμένο μοντερνισμό από αυτόν που τελικά επικράτησε, δεδομένου ότι στην περίπτωση του ποιητή της «Φωνής», η ανθρώπινη ψυχολογία δεν υποτιμάται αλλά στέκει, συνδυασμένη ικανά με το αστικό ζήτημα, στο ίδιο ύψος, συμβάλοντας σε μια ισορροπία σκέψεων, εντυπώσεων και αισθημάτων. Πρωτοπορία στην υπόθεση, έκπληξη στην έκβασή της, εκτίναξη του δράματος, η βαθιά συνείδηση της έκτασης του δράματος με μέσα λιτά, όλα τούτα μοιάζουν να συνθέτουν δομικά τούτο το κείμενο, ένα διήγημα με σαφή και σχεδόν απόλυτη εξειδίκευση στα «ανθρώπινα.»
Η αίσθηση του χώρου εντάσσεται στα πλαίσια του υποβλητικού συμβολισμού, ο οποίος χαρακτηρίζει το κείμενο της «Φωνής.» Η απομόνωση του προσώπου μες στις μεγάλες πόλεις, ο όγκος του πλήθους, το άτομο μες σε αυτό, ζητήματα τα οποία αναδεικνύονται ξεκάθαρα μες στο διήγημα, με τις αναφορές στις εικόνες των πολύβουων, κεντρικών λεωφόρων, όπως αποδίδονται από τον Λαπαθιώτη. Όλα τούτα συνεπάγονται μια διακριτική σιωπή, μια σιγή, η οποία σταδιακά και μέχρι το τέλος μεταφράζεται σε μια κραυγή, στο ουρλιαχτό του ετοιμοθάνατου κοριτσιού. Η απελπισία της, όχι για τη ζωή που φθίνει μα για τον έρωτα που δεν βιώθηκε εκφράζεται με τη σιωπή, με τη φωνή των ματιών, ας πούμε, λαμβάνοντας υπόψη τις σκηνές με τα βλέμματα της νεαρής γυναίκας προς το περιοσμένο τοπίο της θλίψης της. Η έννοια της μοναξιάς, ως αίσθηση πια καθίσταται αντιληπτή, καλύπτει και διαποτίζει ολόκληρο το κείμενο. Πρόκειται, λοιπόν για τη μοναξιά του ίδιου του ποιητή. Δεν θα πρέπει να λησμονείται πως εκείνος, ως αφηγητής είναι η βασική και αρχική πηγή, από την οποία εκπορεύεται το δράμα.
Ο Λαπαθιώτης, με μια έμφυτη αίσθηση της έντασης του δράματος, κάποτε σταματά την κλιμάκωσή του, με ξαφνικές εναλλαγές, αποδεικνύοντας πως εκτός από τις προεκτάσεις του ίδιου του κειμένου, είναι ακόμα τα τεχνικά στοιχεία της αφήγησης που δίνουν μια επιπρόσθετη, ποιοτική αξία στη «Φωνή.» Αυτές οι ταλαντεύσεις ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό, ανταποκρίσεις οι οποίες εμπλέκονται με τον ίδιο το συγγραφέα και άλλοτε αποσυνδέονται από τον ίδιο, διατηρούν το κλίμα, συμβάλλουν στις ακραίες κορυφώσεις, άλλοτε πάλι διατηρούν χαμηλούς τους σφυγμούς του αναγνώστη και του έργου, ως ζωντανού οργανισμού.
Δεν μπορεί και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη η κινηματογραφική θεώρηση του κειμένου. Κάτι τέτοιο θα έθιγε ίσως και θα υποτιμούσε σε μεγάλο βαθμό την αξία ενός έργου όπως η «Φωνή.» Ο μονόλογος της «Ρηνούλας», ο οποίος εννοείται και μετατρέπεται σε λόγο βιώσιμο, οι περιγραφές του τοπίου, η βροχή, η σκηνή του κοριτσιού που φτάνει κοντά στο θάνατο και τελικά τον αγγίζει, τον βιώνει, το πεπρωμένο που στέκει ως βεβαιότητα τόσο για την ίδια, όσο και τον Λαπαθιώτη. Ο ίδιος αλλά και η «Ρηνούλα» του κειμένου αποτελούν δύο μεταιχμιακές προσωπικότητες, δύο μορφές οι οποίες καλούνται να ισορροπήσουν, αλλά και να ορίσουν σε όρους ανθρώπινους το ζήτημα της αυτοδιάθεσης, την εκλογής απέναντι στη μοίρα.
Ολοκληρώνοντας τούτο το σχόλιο πάνω στο διήγημα του Λαπαθιώτη, δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε σε δύο καίρια χαρακτηριστικά, σε δύο προσόντα του κειμένου, τα οποία το αναδεικνύουν, το καθιστούν δείγμα υψηλής τεχνικής και αισθαντικότητας. Η επανάληψη του πρώτου κεφαλαίου, με την τελική έκβαση της υπόθεσης, της συναισθηματικής και βαθιάς πλοκής, η οποία, όπως ο ίδιος ο αφηγητής επισημαίνει καθίσταται βαθιά και βαθμιαία, αποτελεί το πρώτο στοιχείο. Με αριστοτεχνικές αναφορές, όπως η φωνή, η δήλωση της πολυπόθητης, ανθρώπινης παρουσίας, κορυφώνεται το δράμα του κοριτσιού και ταυτόχρονα βιώνεται το δράμα του ίδιου του Λαπαθιώτη, με τη βαθιά συνείδηση του ανομολόγητου έρωτα, του τόσο παρεκλίνοντος από τα χρηστά ήθη και τις κοινωνικές επιταγές. Μες σε τούτο το καταληκτικό κεφάλαιο, διατυπώνεται η υποψία, ο μυστικός και ρυθμιστικός παράγοντας της ιστορίας, ο οποίος δεν λέγεται, δεν αποκαλύπτεται, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο καταλυτικά στην εκτίμηση του αναγνώστη. Έτσι σταθεροποιούνται οι εξάρσεις, παραμένουν οι κορυφώσεις του έργου και παρέχεται μια μορφή δικαιολογίας απέναντι στην επιλογή της έμμεσης αυτοχειρίας, εκείνης, η οποία, όπως λέει ο Γιώργος Χειμωνάς, «συνιστά μια σύληση της ομορφιάς του θανάτου.»
Παράλληλα, η εμβάθυνση, η οποία όπως προείπαμε υφίσταται στο έργο του Λαπαθιώτη, τώρα γίνεται κατακόρυφη, χαώδης, συλλαμβάνεται με άλλα λόγια το ακριβές βάθος της ανθρώπινης ψυχής και τούτο μένει, ως συνείδηση και ως δυναμική απέναντι στα πιο καθοριστικά ζητήματα της ύπαρξης, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, ο φόβος, η ατομικότητα, ως μια αβίωτη μοναξιά. Το κείμενο της «Φωνής» ολοκληρώνεται υπονοώντας, δίχως να τα ομολογήσει όλα εκείνα τα οποία δεν μπορούν και δεν πρέπει να περιγραφούν, όλα εκείνα τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο διά μέσω των αισθήσεων. Η λογική μοιάζει πια δευτερεύουσα και η υπερρεαλιστική προσέγγιση, η αποδόμηση της αιτίας, του «προφανούς» λαμβάνει χώρα, αρκετά χρόνια πριν διατυπωθούν λεπτομερώς από τον Μπρετόν οι βασικές αρχές ενός ζώντος, ακόμα κινήματος. Μιλούμε για εκείνο το ξαφνικό φως, τα δάκρυα, την έκπληξη, στοιχεία με τα οποία προίκισε διαχρονικά με τις μελέτες του ο Ζήσιμος Λορεντζάτος τα λεγόμενα «βιωματικά έργα» της βιβλιογραφίας μας.
Το ποίημα «Κάπου ακούστηκε μια φωνή», διότε περί τέτοιου πρόκειται συνιστά ένα έργο συγκλονιστικό. Βιωματικό, λιτό, πρωτοποριακό, ένα κείμενο ζωντανό, πλασμένο για να «νιώθεται» και να περιγράφει με τρόπο διάφανο τη νέα, την αστική μυθιστορία. Πέρα από όλα τα παραπάνω σχόλια, πέρα ακόμα και από τα ειδικά, βιογραφικά στοιχεία του Λαπαθιώτη, η φωνή κατορθώνει κάτι δύσκολο και υψηλό. Καταφέρνει να σταθεί ως ένα έργο διαχρονικό και κυρίως, συγκινητικό. Τούτο το δεύτερο στοιχείο του θα πρέπει να εκτιμηθεί με την ταπεινή, τη λαϊκή, την πρώτη και βασική κλίμακα της αίσθησης. Θα πρέπει να εκτιμηθεί με ένα τρόπο απερίγραπτο, αμίλητο σχεδόν. Παρόμοιο με εκείνον που εννοείται και προκύπτει όταν ο ποιητής αρθρώνει το στίχο.
«Κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου…»