ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Ρήγας Καππάτος-Javier Sologuren

Κριτικές σκέψεις

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η περουβιανή λογοτεχνία συνιστά μια διαρκή αναδρομή στο μύθο και τη σωζόμενη, προφορική παράδοση. Με έναν αστείρευτο πλούτο λαογραφικών στοιχείων, μύθων και δοξασιών, η γηγενής λογοτεχνία «τραγούδησε» με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις δοκιμασίες και τα οράματα ενός καλλιεργημένου λαού, με πνεύμα προηγμένο, οικουμενικό. Η προσωποποίηση των φυσικών φαινομένων, η βαθιά πίστη στον ήλιο και τις συμπαντικές δυνάμεις, η ανθρωποποίηση της φύσης και η θέαση του ανθρώπου ως κέντρο της ιστορίας και των μεταβολών της συνιστούν βασικούς άξονες για τη διαμόρφωση ενός λογοτεχνικού συνόλου με έμφυτη τη διαχρονικότητα και την ευκρινή συλλογικότητα, η οποία και ξεπερνά κατά πολύ τις εθνικές αξιώσεις και τις ειδικές αλήθειες  του τόπου και των ανθρώπων του. Η περουβιανή λογοτεχνία με την αρχαία φωνή της, όπως φτάνει ξεκάθαρη από την ινκαϊκή παράδοση ενσωμάτωσε και έσμιξε όλα τα μεγάλα, ευρωπαϊκά ρεύματα. Ο μοντερνισμός, ο ρομαντισμός, ο υπερρεαλισμός, με τα ειδικά, εθνικά στοιχεία της κάθε περιοχής, όλα τούτα εμπεδώθηκαν από τη λογοτεχνία της χώρας και έδωσαν σπουδαία δείγματα τέχνης του λόγου. Οι εκπρόσωποι της λογοτεχνίας του Περού, έχοντας μαθητεύσει στις νέες τάσεις, έχοντας αποδείξει μια σπουδαία έφεση στις νέες γραμμές και την καινούρια ηθική ήταν σε θέση, καθ΄όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα να επιφέρουν τις τάσεις αυτές, να μεταδώσουν εκείνο το νέο πνεύμα, έτσι όπως ξεσηκωνόταν στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ίσως οι πολιτικές συνθήκες, τα ταραγμένα χρόνια με τις διαρκείς εναλλαγές των καθεστώτων, ίσως πάλι ο αγώνας για μια νέα ηθική τάξη πραγμάτων, για το όραμα του σοσιαλισμού, στάθηκε η αφορμή για να εισαχθούν τα νέα σύμβολα. Σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική άλλωστε, των αντιδημοκρατικών πολιτικών, των εμφυλίων, των αέναων συγκρούσεων εις το όνομα της ελευθερίας και της λαϊκής αυτοδιάθεσης η λογοτεχνία, με τον άφταστο υπερβατισμό της, συνέβαλε τα μέγιστα, ώστε να καταστεί κοινό, εκείνο το πανανθρώπινο «τραγούδι» της λευτεριάς.
Η περουβιανή διηγηματογραφία, μια σύνοψη της οποίας βρίσκουμε στην ουσιώδη ανθολόγηση των Ρήγα Καππάτου και Javier Sologuren, παρουσίασε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μια ραγδαία εξέλιξη, αναδεικνύοντας σπουδαίους συγγραφείς και καινούριες τάσεις. Ο λόγος, κουβαλώντας τους ύμνους των Ίνκα, είχε κατορθώσει ήδη από τα τέλη του 190υ αιώνα να σχηματίσει μία τελείως, προσωπική ατμόσφαιρα, ένα πλαίσιο γύρω από το οποίο θα μπορούσε, όπως και συνέβη να σταθεί με επάρκεια το οικοδόμημα της σύγχρονης, περουβιανής λογοτεχνίας. Φυσικά, δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, με τις ακραίες, πολιτικές εξάρσεις της  η λογοτεχνία είχε ήδη αναδειχτεί σε μέσο καταδίκης και διατύπωσης μιας εναλλακτικής άρθρωσης. Στην Αργεντινή, την Κολομβία, το Μεξικό, σημαντικές προσωπικότητες με διεθνή φήμη και ακτινοβολία μετατρέπονται σε φορείς μιας αναγκαίας αλλαγής. Η τέχνη σε τούτα τα μέρη έχει πάντα τον πρώτο λόγο.  Η πρωτοποριακή αναζήτηση, το πέρασμα από τον εθιμισμό στη διηγηματογραφία, με τη διαμόρφωση του λεγόμενου «μαγικού ρεαλισμού», σημειώνει ο Καππάτος πως αποτελούν πέρα από τα άλλα, σαφή βήματα μιας εξελικτικής πορείας. Το παραδοσιακό στοιχείο, εκείνο το οποίο συντέλεσε στην ανόρθωση ενός ιθαγενή λόγου, το τοπικό με άλλα λόγια που πια δεν εξαντλείται και προσφέρει τη βάση για ένα νέο, «εκ των έσω» υπερρεαλισμό, αναδεικνύεται και πάλι ως μια ειδοποιός διαφορά, της οποίας η επίδραση μπορεί να ενισχύσει την προωθητική πορεία της περουβιανής λογοτεχνίας.
Αργκέδα, Ριμπέιρο, Θαβαλέτα, είναι μερικά μόνο από τα ονόματα, τα οποία αναλαμβάνουν να απελευθερώσουν τη λογοτεχνία του Περού και να την οδηγήσουν σε δρόμους παράλληλους με τις δυτικές καινοτομίες  και τις πρωτοπορίες. Ο Καππάτος, γνώστης της λογοτεχνίας αυτής της μοναδικής περιοχής, είναι σε θέση να συνοψίσει το βηματισμό της προς την εξέλιξη αναθέτωντας σε κομβικές παρουσίες  τη σταδιακή της χρονολόγηση. Και είναι πέρα από κάθε αμφιβολία παραδεκτό, μελετώντας το περιεχόμενο των διηγημάτων πως η ανέλιξη της λογοτεχνίας του Περού δεν μπόρεσε ποτέ να λησμονήσει τον ευκρινή, μυθολογικό της χαρακτήρα. Ψήγματα της παράδοσης, με τη σαφή τους πνευματικότητα, με τις πηγές της να παρουσιάζονται από τον Έλληνα μελετητή με μια επάρκεια αναγνωστική, υφίστανται σε όλο το εύρος της περουβιανής λογοτεχνίας, αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά, το θεμελιώδη αντίκτυπο της προφορικής παράδοσης για περιοχές με διακριτή, πολιτισμική ταυτότητα, όπως η χώρα μας. Μελετώντας το έργο του Ρήγα Καππάτου, είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε αρκετές πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας του Περού, όπως αυτή οριοθετήθηκε και διευρύνθηκε σταδιακά μέχρι τις μέρες μας. Ο έρωτας, η παράδοση, η αίσθηση, τα ηθικά αξιώματα, όλα υπάρχουν εμφανή στα επιλεγμένα διηγήματα του Καππάτου. Ακόμα και ο θάνατος, η θέαση του οποίου προσδιορίζει για το γράφοντα το αισθητικό υπόβαθρο ενός τόπου συνιστά μια πραγματικότητα περιγραφόμενη, της οποία η ουσία βλέπουμε να διαφοροποιείται ουσιωδώς, σε σχέση με τα πρότυπα του αναπτυσσόμενου κόσμου, στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α.
Ο συγγραφέας της περιεκτικής, αυτής ανθολόγησης, είναι φανερό πως επιδιώκει με την παράθεση των διηγημάτων να προβάλει αφενός την εξέλιξη του λόγου, αφετέρου δε, να αποκαλύψει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις πανανθρώπινες, αρχαίες ρίζες της περουβιανής λογοτεχνίας. Και τούτο ο Καππάτος το πετυχαίνει, εισάγοντας βαθιά και βαθμιαία τον αναγνώστη με τα κείμενα που φέρουν τη σφραγίδα της προκολομβιανής καταγωγής αλλά και την επίδραση, παράλληλα όλων των καλλιτεχνικών ρευμάτων που ήκμασαν στην Ευρώπη κατα τον 20ο αιώνα. Από τον κοινωνικό ρεαλισμό του Βαλιέχο  ως τη λογοτεχνία του μοντερνισμού και του σύγχρονου, αστικού τοπίου, ο Καππάτος βοηθά τον αναγνώστη, ακόμα και τον πλέον αμύητο να λάβει μια συνοπτική και ουσιαστική απεικόνιση της περουβιανής λογοτεχνίας, του εύρους και της παραγωγικότητάς της, λαμβάνοντας υπόψη, πάντα πως η μελέτη αυτή επιβάλλεται να πλαισιωθεί ή ακόμα να συμπληρωθεί από τις αισθητικές, κοινωνικές και πολιτικές παρατηρήσεις των διαφόρων περιόδων, έτσι ώστε να ερμηνευτεί η έμφυτη μεταβατικότητα και η άξια λόγου, προσαρμοστικότητα στις νέες κατευθύνσεις, στα νέα ρεύματα, στις εξ ανατολών ανταποκρίσεις.
Μια πρώτη αίσθηση που αποκομίζει κανείς μελετώντας τούτο το σφαιρικό δείγμα της περουβιανής λογοτεχνίας είναι αυτή της σκληρότητας, της τραχύτητας. Η τελευταία εμπλέκεται μες στη ζωή των περουβιανών, διδάσκοντάς τους μια θαρραλέα θεώρηση της ουσίας και του καθρεφτίσματός της, όπως συνιστά ο θάνατος. Ο άνθρωπος αποδεικνύεται σφοδρά συνδεδεμένος με τη φύση, με τη σχετική αυτή υπόστασή του. Η αυτοσχέδια ηθική, η οποία πλάστηκε με τα επίκτητα, ιεροεξεταστικά χαρακτηριστικά της περιόδου του εποικισμού του λεγόμενου «νέου κόσμου», υπεράνθρωπη κυριολεκτικά συνιστά ένα πρώτο απόσταγμα της περουβιανής, λογοτεχνικής έκφρασης. Η τήρηση ενός συστήματος αξιών άγραφων, τούτο το ιδιότυπο δόγμα αποτελεί μια προσέγγιση, τελείως διάφορη απέναντι στην ευρωπαϊκή, ορθόδοξη προσέγγιση. Τούτος ο άνθρωπος, ο άνθρωπος του Περού, φαίνεται να αντιλαμβάνεται στον απόλυτο βαθμό το θάνατο, τη ζωή, το πέρασμα αυτό το εφήμερο ως μια λύτρωση απέναντι στη δυτική θηριωδία, την τόσο αιμοσταγή. Οι ονειρικές προσδοκίες, το όραμα για τη διάσωση του εξειδικευμένου, κορυφαίου χαρακτήρα της περουβιανής παράδοσης, συντήρησαν τη μυθολογική παράδοση. Ετούτη θα μπολιαστεί με το ανθρώπινο και έτσι θεϊκό και γήινο, θα αποτελέσουν μια βάση ισχυρή για την έκφραση εκείνου του «χαμένου», το οποίο όμως στέκει πάντα κορυφαίο, ως ποιότητα και ως κληροδότημα την ίδια στιγμή.
Τα διηγήματα, με την πυκνότητα και τη σημειολογία τους, συνιστούν εν μέρει ηθογραφήματα, αποτυπώνοντας την ένταση και την αντίληψη των διαφόρων εποχών. Κοινό στοιχείο της ηθικής αυτής δεν είναι άλλο από μια αίσθηση φιλευσπλαχνίας, μια ανταποδοτική λειτουργία, η οποία στέκεται απέναντι στον άνθρωπο, όχι με τη βαναυσότητα της αρχαίας, ελληνικής θρησκείας, μα με μια γλυκύτητα και μια κατανόηση της αδυναμίας, ως βασικού χαρακτηριστικού της ύπαρξης. Η έκφραση της ηθικής πραγματοποιείται με όρους φυσικούς, κατά κυριολεξία. Ο ιθαγενής άνθρωπος, δεμένος άρρηκτα με τη φύση και το ασύγκριτο περιεχόμενό της, πλάθει τα ηθικά ερείσματα, εκείνα θα μετατραπούν σε επιταγές, σε διδασκαλίες πολύ σαφείς ως προς τη δομή και την τοποθέτησή τους.
Ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί με ευκρίνεια μες στα επιλεγμένα κείμενα του Καππάτου συνιστά η ενσωμάτωση παραβολών και άλλων διδακτικών μύθων, με σαφή και ξεκάθαρη πρόθεση. Με άλλα λόγια, σε αναλογία με την οικεία προς τον ανατολικό, ορθόδοξο κόσμο πρακτική των παραβολών, έτσι και ο Περουβιανός άνθρωπος δέχεται και συμπεραίνει την ίδια τη ζωή του μέσα από τις περιεκτικές και προφανείς διδασκαλίες της εντόπιας λαογραφίας. Παράλληλα με τούτο τον τρόπο, ο ευαίσθητος αναγνώστης μπορεί να αντλήσει σημαντικές πληροφορίες για ζητήματα πίστης, σχετιζόμενα με τη γεωγραφική ή χαρτογραφική αποτύπωση μιας ζωντανής ιστορίας. Τα κείμενα αυτά συνιστούν ένα οδοιπορικό στην πίστη και το φορέα της, τον ίδιο τον άνθρωπο. Ίσως για τούτο και τα διηγήματα αυτά δεν μπορούν να μην ερμηνευτούν ως μια διδασκαλία της ίδιας της ζωής.  Η συνείδηση του λόγου, περιηγητικού, ιστορικού, προσδίδει σε τούτα τα γραπτά μια πολιτισμική σημασία, υψηλή και καίρια για τον τόπο και τους κατοίκους του. Το ταξίδι, η μοίρα και η πορεία του ανθρώπου, όχι ως ένα πεπρωμένο αδιαπέραστο, μα ως το διαμορφωμένο αποτέλεσμα μιας ανθρώπινης επιλογής, επιτρέπει μια συνειρμική αναφορά στην ομηρική «Οδύσσεια» και την αξία, την οποία αποκτά εκεί, η περιήγηση στον κόσμο, ως μια ευρεία όψη της ψυχής.
Εξίσου ισχυρό και διακριτό είναι και το στοιχείο του έρωτα. Ο εσώτερος κόσμος του ανθρώπου έρχεται στο προσκήνιο. Η ανθρώπινη επαφή, όπως και αν εκφράζεται αποτελεί μια σύμπραξη θεϊκού και ανθρώπινου. Όμως, παρά τα πολλαπλά επίπεδα αντίληψης γύρω από το ζήτημα του έρωτα, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός πως όποια σχετική αναφορά, πραγματοποιείται, δίχως να παραλείπεται το σαρκικό κομμάτι. Δεμένος ισχυρά με τη φύση ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να εκτιμά στον ύψιστο βαθμό την ένωση των σωμάτων, ετούτη την απλή και καθολική κίνηση, κίνητρο και τελική έκβαση της ανθρώπινης φιλοδοξίας απέναντι στο πρόσωπο  και τη διπλή του φύση.  Φυσικός, αυτονόητος, υπερβαίνοντας το χρόνο, δυνατός, αρσενικός, ζωοποιός και ενστικτώδης. Με τούτους τους προσδιοριστικούς όρους ο γράφων πασχίζει να μεταφέρει την αίσθηση. Η γυναίκα, η θηλυκή και αναγνωρισμένη πλευρά του σύμπαντος υφίσταται ως αρχέτυπο, ως έκφραση της επιθυμίας και προσωποποίηση αυτής. Η κλίση της απέναντι στον έρωτα αποτελεί μια κατάφαση απέναντι στη μοίρα της δημιουργίας με την οποία βαρύνεται. Ετούτο το στοιχείο είναι δε και το ουσιώδες και με βάση αυτό διακρίνεται ένας απέραντος σεβασμός απέναντι στη γυναίκα, ένδειξη από μόνη της, μιας κοινωνίας πολιτισμένης, η οποία είχε τη διαύγεια και τη θέληση να ενσωματώσει στο ίδιο το «σώμα» της στοιχεία ουμανιστικά, διαχρονικά. Το μοντέλο γη/άνδρας και γυναίκα/σύμπαν, αποτελεί μια ολότελα διαφορετική θεώρηση απέναντι στη δυτική σκέψη, η οποία δαιμονοποίησε τον έρωτα και έθεσε τούτον, ως μια ανθρώπινη αδυναμία, εντάσσοντάς τον με αυτή του τη μορφή μες στις θρησκείες και τα κύρια δόγματά τους.
Μες στα περουβιανά διηγήματα του Ρήγα Καππάτου, ο έρωτας αποκτά μια υπόσταση καθολική, γίνεται αλήθεια και εκφράζει με τρόπο σαφή τη διαμόρφωση μιας θρησκείας, που στέκει πολύ κοντύτερα στον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Σαρκικός λοιπόν μα και ιδεαλιστικός. Ο έρωτας για την περουβιανή λογοτεχνία, έτσι όπως διατρέχεται από την παράδοση και την προφορικότητά του παρελθόντος, δεν μπορεί να υπάρχει δίχως τη συναισθηματική φόρτιση. Αυτή θα αποτελέσει τόσο το κίνητρο για τη σαρκική πραγμάτωση, όσο και τον παράγοντα εκείνον, ο οποίος καθολικότερα μπορεί να αναβαθμίσει τον ίδιο τον έρωτα σε ένα υψηλότερο και αρτιότερο επίπεδο.
Στο διήγημα «Η αγωνία του Ράσου-Νίτι», μπορεί να συνοψιστεί με ευκρίνεια η στάση του ανθρώπου απέναντι στο θάνατο. Η περουβιανή λογοτεχνία μεταφέρει στο επίπεδο του λόγου ένα βίωμα υψηλής σημασίας για τον άνθρωπο και την ύπαρξή του. Η τελετουργία του θανάτου, η ζεστή και βαθιά κατανόηση της αναγκαίας απώλειας, η στάση του ίδιου του ανθρώπου, καθώς καλείται να μετρηθεί εμπρός σε μια τέτοια προσωπική και καθολική απειλή, όλα τούτα συνιστούν βασικές αρχές για τις κορυφαίες, μαζί με τη γέννηση, ανθρώπινες λειτουργίες. Ο θάνατος, ένα γεγονός μείζονος κοινωνικής σημασία. Ο θάνατος, μια ένωση με την κοιτίδα γη, την πρώτη μητέρα. Ο χορός, το τραγούδι, η τελετουργία για την εγκατάλειψη των εγκοσμίων, όπως γλαφυρά και ίσως υπεράνθρωπα αποκαλύπτονται στο διήγημα της ανθολογίας δείχνει, πέρα από κάθε αμφιβολία μια παράδοση ακέραια, δυναμική, εντατική, υψηλή. Ανάλογη κρίνεται και η περιγραφή του γεγονότος, επιβεβαιώνοντας την εξοικείωση με εκφραστικά μέσα ενός επιπέδου, όχι απλά υψηλού, μα ταυτόχρονα ανθρώπινου, πρώτιστα τέτοιου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εκείνο που πρέπει να τονιστεί και το οποίο υφίσταται ως αισθητικό φαινόμενο είναι μια κατανόηση τόσο της υψηλής στάθμης του έρωτα, όσο και του συμβιβασμού με τον οποίο πρέπει να βιώνεται ο θάνατος.
Καθώς ο Καππάτος μας εισάγει στη σύγχρονη εποχή, διακριτικά παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο η περουβιανή διηγηματογραφία ενσωματώνει τα ποικίλα, αισθητικά ρεύματα των καιρών. Η διασκεπτική μνήμη, η μέθοδος του Προυστ, η οποία τόσο εύστοχα μετέθεσε το ενδιαφέρον στα δευτερεύοντα ζητήματα και κατέστησε εφικτό το στόχο των εικονιστών για τη συναισθηματική πρωτοπορία μέσα από το τοπίο, είτε αυτό μοιάζει ευρύ είτε πάλι περιορίζεται σε αντικείμενα και καταστάσεις, κατώτερες της πρόθεσης για παρατήρηση. Το περουβιανό διήγημα γίνεται ρεαλιστικό στη θεματική του. Το στοιχείο του «ιδεατού» εξακολουθεί να υφίσταται και να εκπορεύεται ως συμπέρασμα και ως διατρέχων άξονας της γραφής. Η επικαιροποίηση της διηγηματογραφίας γίνεται παράλληλα με τις μεταβολές στο χώρο της τέχνης, πραγματοποιείται ομαλά, εντάσσοντας όλα τα ρεύματα μες στους κόλπους της. Τούτο καθιστά το διήγημα των περουβιανών δημιουργών πάντα επίκαιρο. Μες στη θεματογραφία θα κυριαρχήσει, παρόλες τις αναφορές η κοινωνική εξέλιξη, η δημιουργία μιας κοινωνικής συνοχής, στα δυτικά πρότυπα, η οποία ξένη και επιβεβλημένη εξαρχής, όχι μόνο δεν θα συνδράμει αλλά μπορούμε να πούμε, βάση των ιστορικών επισημάνσεων, πως κατέστη ολότελα ξένο προς το λαό αυτό. Η διαφθορά, το αίσθημα της αδικίας, κατάλοιπα και παραδείγματα της ασθενούς επικυριαρχίας των Ευρωπαίων κατακτητών, αποτελούν ένδειξη, αν όχι απόδειξη της διατάρραξης μιας κοινωνίας, η οποία είχε ήδη θέσει τον άνθρωπο και τις πιο εσωτερικές του ανάγκες ως ζήτημα πρωταρχικού ενδιαφέροντος. Η ηθογραφική, δηλαδή πλευρά των διηγημάτων συνιστά μια αναπαράσταση της αλήθειας, ενώ δικαιολογεί απόλυτα την επιλογή του από την πλευρά του Έλληνα μελετητή. Ως χρονογραφήματα, από τα κορυφαία στις διατυπώσεις και τα θέματα, τα διηγήματα συνεχίζουν να περιγράφουν την απτή πραγματικότητα, δίχως όμως να χάνουν ολότελα την προσήλωσή τους σε θέματα όπως ο χρόνος, το παρελθόν, η αναγωγή του στο παρόν, ως νοσταλγία ή διαπίστωση.
Η μελέτη μιας ξενόγλωσσης λογοτεχνίας, η αποσπασματική έστω συλλογή των χαρακτηριστικών που την συνθέτουν θα πρέπει να πραγματοποιείται με τρόπο ταπεινό, με ορθάνοιχτο το χώρο του συναισθήματος, είτε ο μύστης στο λόγο της τέχνης είναι ένας μελετητής με κλίση στην εξειδίκευση, είτε πάλι πρόκειται για έναν απλά ευαίσθητο αναγνώστη. Μόνο με τούτο τον τρόπο είναι δυνατό να μπορέσει κανείς να αντιληφθεί στο μέγιστο βαθμό την εκφορά των συναισθημάτων, το λαϊκό αίσθημα, τις πηγές του, το νόημα και τη δυναμική τόσο των λεκτικών σχημάτων, όσο και των ίδιων των δημιουργών.  Το πόνημα του Ρήγα Καππάτου, ο οποίος έχει με ζεστασιά εντρυφήσει στη λατινοαμερικάνικη, λογοτεχνική παραγωγή αποτελεί μια τέτοια απόπειρα, μετάδοσης, με τον πιο οικείο πάντα τρόπο, της αίσθησης που διακατέχει μια παρόμοια τέχνη σε διαφορετικά μήκη και πλάτη γεωγραφικά. Για τούτο, αλλά και ως αφετηρία για μια πιο ενδελεχή μελέτη της περουβιανής, διηγηματογραφίας και των σπουδαίων εκπροσώπων της, όπως ο νομπελίστας Λιόσα, η ανθολογία του Καππάτου μπορεί να αποτελέσει μια ιδανική, αν όχι και αρκετά πλήρη συνεισφορά σε μια ανάλογη επιθυμία. Ο ερωτισμός,πάντα διακριτικός, η μυστική σεξουαλικότητα, η απαραβίαστη ηθική τέτοιων ζητημάτων και η διαμορφωμένη τέχνη των υπονοουμένων, συνιστούν ακόμα μερικά, βασικά χαρακτηριστικά της περουβιανής διηγηματογραφίας, ικανά να σταθούν αφορμή για την αναγκαία εξειδίκευση και την ανάδειξή της ως μια εγχώρια λογοτεχνία με πραγματική ιστορία και κορυφαίους εκπροσώπους.