Λαθρόψυχοι (9): Αγριόχορτα, Μ. Τασάκος

Εmigration 24grammataΛαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ
  7. Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Απατηλά Όνειρα, εδώ
  8. Γιώργος Μάντζιος, Κόκκινα νύχια, εδώ
  9. Μ.Τασάκος, Αγριόχορτα εδώ
  10. Γ. Πετρέλλης, Σεργκέι, εδ

9ο

Αγριόχορτα


γράφει ο Μ.Τασάκος

Κάτι το καρπερό είχαν τα αγριόχορτα στα βράχια στο Συρράκο στα Τζουμέρκα και ο Αθανασούλας κάθε που γύρναγε στο υποστατικό να ξεχειμωνιάσει, έβρισκε κι ένα αρσενικό ξεπεταγμένο να κόβει βόλτες στην αυλή και να καταβροχθίζει καυτές βραστές πατάτες, ανακατεμένες με χώματα και κουτσουλιές. Εφτά αμούστακα στη σειρά, σαν τον πατριώτη του τον Ζαλοκώστα, μόνο που τα δικά του έζησαν όλα, τράνευαν πιο γρήγορα κι από τα γιδοπρόβατα στα πλάγια και παίρνανε ξυπόλυτα τις ρούγες, ρήμαζαν κάτι αναιμικά, φυματικά μποστάνια και χόρευαν στα πανηγύρια δίπλα στο κλαρίνο του Κοντούλα από το γειτονοχώρι. Γερή σπορά έριξε ο Αθανασούλας στο χωριό, μα κάθε που έτριβε το μουστάκι του ονειρευόταν κι ένα θηλυκό στη φαμίλια, με δέρμα άσπρο και βλέμμα γλυκό, να το βλέπει και να γλυκαίνει η ψυχή του που είχε αγριέψει από μαυροτσούκαλα πρόσωπα και φωνές βραχνές, παράφωνες.
Απελπίστηκε σαν η Αθανασούλαινα ξεπέταξε την τελευταία σπορά και η μαμή τούφερε το όγδοο, το ίδιο μαυριδερό, το ίδιο τριχωτό, με μάτι που γυάλιζε για βόλτες, μποστάνια και πανηγύρια. Βαρέθηκε, κουράστηκε, τόριξε κι αυτό στην αυλή κι ανηφόρισε στα γιδοπρόβατα ν αλλάξει η ματιά και το μυαλό του και να μαλώσει με τον θεό που δεν τον φίλεψε με κόρη, με ένα χέρι πονετικό να του κλείσει τα μάτια του που είχαν αρχίσει να θολώνουν. Μα το στερνοπαίδι του, ο Γιάννος Αθανασούλας, δεν ανακατεύτηκε ποτέ με λάσπες και τσάρκες στα πέτρινα της παλιάς γειτονιάς. Κάτι βλαμμένο υπήρχε στο μυαλό του, γιατί πήγαινε στα πανηγύρια και χοροπήδαγε με τις ώρες σαν την μαϊμού, άρπαζε από τα χέρια του Κοντούλα το κλαρίνο και το κοπάναγε στις πέτρες και σκαρφάλωνε με τις ώρες στις πλαγιές να ξεριζώνει με τις ώρες αγριόχορτα και να χασκογελάει σαν άκουγε τις ρίζες να πεθαίνουν με κείνο τον κοφτό, τον τελευταίο ήχο. Είδε και αποείδε ο πατέρας του, τον πήρε με τον καλό τον πήρε με την καρπαζιά, τον βούτηξε ένα πρωί, τον έχωσε σ ένα καράβι στη Σαλονίκη και τον ξαπόστειλε στην Αμερική σε ξάδερφο μακρινό, να πλένει πιάτα να ξελαμπικάρει το μυαλό του.
Έκλαψε πολύ τα πρώτα χρόνια ο Γιάννος στα υπόγεια στο Σικάγο, λίγο έλλειψε να πεθάνει από το χτικιό και την υγρασία και έναν ουρανό σταχτί, κακότροπο, που αγαπούσε μόνο τα γυάλινα ρετιρέ στους ουρανοξύστες. Έπαιξε ξύλο με αμερικανάκια που κορόιδευαν το μαυριδερό του δέρμα, το μπόι του και την γαμψή του μύτη. Έκαμε φίλο του τον Daren πούχε χρώμα πιο σκούρο από το δικό του, μάτωσε σε γέφυρες και ράγες και όταν βαρέθηκε το βρίσιμο από τον θείο του εξαφανίστηκε από το μικροσκοπικό δωμάτιο και κλείστηκε στο δώμα του φίλου του, μαύρος ανάμεσα σε μαύρους, απόκληρος ανάμεσα σε απόκληρους. Αλήτεψε για χρόνια στους δρόμους, έκαμε κάθε λογής αγγαρείες και κάποια στιγμή στο λιμάνι έπεσε πάνω σ ένα συχωριανό του και δυο τενεκέδες λάδι που είχε μαζί του να περάσει τους πρώτους μήνες. Αγόρασε τον έναν, έβαλε το λάδι σε μπουκαλάκια, άρχισε κάτι λαθραία πουλήματα σε μαγαζιά, τα αμερικανάκια τσίμπησαν, έβαλε τον γνωστό του να βρει άκρες και ονόματα και χρόνο με τον χρόνο το χρώμα του ξεκίνησε ν αλλάζει. Άρχισε να μετράει τα δολάρια με τη σέσουλα, ξάσπρισε το δέρμα του λίγο με τον χλωμό τον ήλιο, αγόρασε σπίτια, αυτοκίνητα, γραφεία, χωράφια, ανθρώπους, ουρανοξύστες. Γρήγορα ο Γιάννος ο Αθανασούλας έγινε το μεγάλο αφεντικό, black boss τον έγραφε ο Τύπος, γιατί ακόμη μαυροτσούκαλο ήτανε και η μύτη του πιο γαμψή από ποτέ.
Λιμουζίνες, πισίνες και υπηρέτες ήταν στη δούλεψή του, μα κείνος κάθε Σάββατο έπαιρνε τον Daren, τράβαγαν στο τέρμα των τρένων, κάθονταν στις ράγες, κάπνιζαν κάτι πούρα της Κούβας και στουπί στο μεθύσι θυμόντουσαν τα χρόνια της καρπαζιάς και της αλητείας. Στο χωριό του δεν γύρισε ποτέ, μίσος είχε για τον πατέρα του και το σόι του, έτσι που τον πέταξαν από την αυλή και τα πανηγύρια σε τόπο ξένο, σκληρό, γυάλινο.
Κάποια μέρα του χτύπησε την πόρτα κείνος ο συγχωριανός του, πλούσιος κι αυτός, πολύ είχε ωφεληθεί στα πρώτα τα βήματα από το εμπόριο του λαδιού. Δίστασε, κόμπιασε και του ξεφούρνισε τα νέα. Ο πατέρας του πεθαμένος από καιρό, το ίδιο και τέσσερα από τα αδέρφια του, τα υπόλοιπα πάνω στα γιδοπρόβατα κι η μάνα του μισότυφλη στην αυλή, τσακισμένη από τις γέννες, άδειο σακί να την κουβαλάνε οι νύφες σε μια καρέκλα, ανήμπορη, χαρακωμένη από ρυτίδες και αναμνήσεις. Δάκρυ δεν κύλησε στα μάτια του Αθανασούλα, λίγο το στόμα του στράβωσε και το μάτι του σαν να θόλωσε παίρνοντας χρώμα κατακόκκινο, αλλεργικό.
Χάθηκε από το γραφείο του, την πιάτσα και τους φίλους του, κλεισμένος στην μεγάλη του έπαυλη με τα αμέτρητα δωμάτια. Βγήκε άξαφνα από το δωμάτιό του μια Παρασκευή μεσημέρι όταν διάβασε ότι συγκρότημα ελληνικό θάδινε παραστάσεις στην Αστόρια. Έστειλε το αεροπλάνο του και τους κουβάλησε όλους μαζί με τα κλαπατσίμπαλα στο κτήμα του με τους ξενώνες. Ζήτησε δυο βαλίτσες με δολάρια από τον λογιστή του, τις πέταξε στα πόδια τους, έστησαν τα όργανα δίπλα στην πισίνα και κείνος έκατσε σε πολυθρόνα αναπαυτικά κάτω από ένα φοίνικα και μια μποτίλια κρασί στην αγκαλιά του…
Το κλαρίνο ξεκίνησε να παίζει το «μια βοσκοπούλα αγάπησα…» εφτά το απόγευμα μέχρι το πρωί, το ίδιο τραγούδι, με την ίδια ένταση, τον ίδιο ρυθμό. Κάθε που σταμάταγαν οι μουσικοί να πάρουν μια ανάσα, να μην κολλήσει το μυαλό τους από τον ίδιο ζουρνά, ο Γιάννος πέταγε μια χούφτα δολάρια στον αέρα να ξεκινήσουν πάλι πιο δυνατά, χωρίς διακοπή. Τα μάτια του θόλωσαν από την υγρασία μόλις το κλαρίνο χτύπησε την πρώτη του νότα κι έμειναν έτσι πλημμυρισμένα, κόκκινα να μουσκεύουν το στήθος του που δεν σταμάτησε να φουσκώνει από λυγμούς, μίσος και εικόνες από πρόβατα, χορούς και αγριόχορτα με πεθαμένες ρίζες….
Στις εφημερίδες δεν φάνηκε ποτέ το πραγματικό του όνομα.  «Πέθανε το black boss» έγραψαν τα πρωτοσέλιδα, «έφυγε ο ξένος μεγιστάνας» ανακοίνωσε η τηλεόραση. Όταν τόμαθαν στο χωριό, ένα από τα αδέρφια του έστειλε μια δωδεκάδα αυγά στον παπά για ένα τρισάγιο στη μνήμη  του…
Ο φίλος του ο Daren πηγαίνει στον τάφο του κάθε μήνα να του μιλήσει και να ξεριζώσει  αγριόχορτα που επιμένουν να φυτρώνουν στο ύψος της καρδιάς. Και οι περαστικοί πάντα ανατριχιάζουν με κείνο τον κτύπο που κάνει η ρίζα, κάθε που αφήνει το ξεραμένο χώμα…