24grammata.com/ Λόγος/ Μουσική
γράφει ο Νίκος Δήμου
Που πάει ένα ποίημα όταν «μελοποιείται»;
Αν η μελοποίηση είναι επιτυχής, για όσους την ακούσουν, το ποίημα πεθαίνει. (Και είναι βέβαιο πως, με την διάδοση των ηλεκτρονικών μέσων, αυτοί που θα την ακούσουν είναι πολλοί περισσότεροι από όσους θα διαβάσουν το ποίημα). Παραμένει ποίημα μόνον για όσους δεν θα την ακούσουν ποτέ.
Αν η μελοποίηση αποτύχει – το ποίημα περνάει μία δύσκολη στιγμή και μετά ξεπερνάει το σοκ και η δική του μουσική αποκαθίσταται.
Στην περίπτωση όπου το ποίημα πεθαίνει, στην θέση του γεννιέται ένα άλλο καλλιτεχνικό είδος, μικτό (αλλά νόμιμο; – θα ρώταγε ο Σολωμός). Μία ενότητα ήχου και στίχου που σίγουρα είναι κάτι διαφορετικό από ότι το κάθε μέρος της χωριστά.
Το ποίημα πεθαίνει. Φαίνεται υπερβολική αυτή η διατύπωση. Ίσως θα έπρεπε να πω «μεταλλάσσεται». Αλλά και στην μετάλλαξη, αυτό που υπήρχε πριν, έχει πεθάνει.
Για πολλούς νεότερους, ίσως να μην υπάρχει πρόβλημα. Γεννήθηκαν μετά την δεκαετία του 60 που μελοποίησε μεγάλη ποίηση με εξαίρετο τρόπο και άρα γνώρισαν πρώτα το μεταλλαγμένο. Αλλά η γενιά μου, που πρόλαβε και διάβασε το «Άξιον Εστί» και τα «Επιφάνεια 1937» πριν από τον Θεοδωράκη, έχει συνειδητοποιήσει ότι αυτά τα ποιήματα δεν είναι πια όπως τα γνωρίσαμε. Ποτέ δεν θα μπορέσω να πω: «Κράτησα την ζωή μου» χωρίς να ακούσω την (υπέροχη) μελωδία του Μίκη. Οι «Δρόμοι παλιοί» του Αναγνωστάκη τώρα οδηγούν αλλού. Και το Δοξαστικό από το «Άξιον Εστί» πιο πολύ χορεύεται παρά διαβάζεται.
Πού είναι η μελωδία (και ο ρυθμός) που είχαν μέσα τους τα ποιήματα πριν μελοποιηθούν; Μερικές φορές η μουσική, όχι μόνο τα υπερκαλύπτει, αλλά και τα διαστρέφει. Κλασικό παράδειγμα η «Άρνηση» του Σεφέρη. Διαφωνώ κατ’ αρχήν με την επιλογή του ύφους – έστω κι αν ερμηνευθεί ως ειρωνική. Αυτή η γλυκερή καντάδα δεν μου πάει για ένα τόσο πικρό ποίημα. Έπειτα, με την μελοποίηση, χάνεται εντελώς η περίφημη άνω τελεία του προτελευταίου στίχου. Ο Σεφέρης ουδέποτε έγραψε: «πήραμε την ζωή μας λάθος».
Ευτυχώς που (από όσο ξέρω) δεν επιχείρησε κανείς να μελοποιήσει την «Κίχλη», το πιο μουσικό ποίημα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, δομημένο πάνω στο πρότυπο των τελευταίων κουαρτέτων του Beethoven.
Δέχομαι ότι η μελοποίηση μπορεί να δημιουργήσει νέα σημαντικά έργα τέχνης – τέτοιο θεωρώ το «Άξιον Εστί», την καλύτερη, κατά την γνώμη μου, σύνθεση του Θεοδωράκη. Αλλά το ερώτημα παραμένει αν ένα αριστούργημα δικαιούται να καταργεί ή έστω να επικαλύπτει ένα άλλο.
Τι γίνεται όμως όταν το ποίημα δεν είναι αριστούργημα; Αν είναι μέτριο ή και ασήμαντο; Εκεί η μετάλλαξη μπορεί να βοηθήσει. Ακόμα και ένα καλό ποίημα, όπως τα «Επιφάνεια 1937» του Σεφέρη, με την μουσική κερδίζει βάθος και τραγική διάσταση. Εδώ το νέο έργο είναι μείζον του παλαιού.
Ακόμα πιο πολύ ισχύει αυτό για τους ελάσσονες ποιητές. Όπως και στον κινηματογράφο οι καλές ταινίες γίνονται συνήθως από μέτρια βιβλία (ενώ τα καλά βιβλία χάνουν όταν μεταφέρονται στην οθόνη) έτσι και τα καλά τραγούδια γίνονται από μέτρια (ως και κακά) ποιήματα. Το παράδειγμα των κλασικών Γερμανικών Lieder είναι το πιο προφανές. Εκεί κανείς δεν θρηνεί τον θάνατο του ποιήματος – διότι η μετάλλαξή του το υπερβαίνει και το ομορφαίνει.
Στην Ελλάδα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Νίκου Καββαδία. Όπως έγραφα σε ένα «γράμμα» που του έστειλα με αφορμή τα δεκάχρονα από τον θάνατό του:
«Κόλια, δεν ξέρω τι μαθαίνεις από τον κόσμο μας – αλλά τα νέα για σένα είναι καλά. Ήσουνα τυχερός, σε συνάντησαν σπουδαίοι συνθέτες. Οι ομότεχνοί σου – καλοί, καλύτεροι, μέτριοι – ξεχάστηκαν. Ποιος θυμάται τώρα τον Τέλλο Άγρα, τον Μήτσο Παπανικολάου, τους δύο Αλέξανδρους – Μπάρα και Μάτσα; Για να μην αναφέρω τους λίγο παλιότερους, αλλά πολύ συγγενικούς σου, Λαπαθιώτη, Μελαχρινό και Ουράνη.
Εσένα σε ανακάλυψαν ο Γιάννης Σπανός (υπέροχη η μελοποίηση του Mal du Depart) και η Μαρίζα Κώχ. Αλλά το φιλί της αθανασίας σου το έδωσε ο Θάνος Μικρούτσικος. Στον «Σταυρό του Νότου» και μετά στις «Γραμμές των Οριζόντων» έχουμε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μουσική και στίχος, σε ισότιμη διάταξη, δημιούργησαν ένα νέο αισθητικό επίτευγμα.
Δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις μελοποίησης, δεν συναντούμε σύντηξη ισότιμων πραγμάτων, αλλά μονόπλευρη δημιουργία. Τα περισσότερα Lieder του Schubert έχουν αφελέστατους στίχους κι επιβιώνουν μόνο χάρη στην μουσική. Όσους από την άλλη πλευρά επιχείρησαν να μελοποιήσουν Καβάφη τους συνέθλιψε το βάρος των στίχων.
Όμως εσύ έδωσες διάρκεια στον Μικρούτσικο και αυτός σε σένα. Από τώρα κι εμπρός θα πορεύεστε μαζί. Δεν είναι πια εύκολο για κάποιον να διαβάσει ποίημά σου χωρίς μέσα του να ακούει την μελωδία.
Αυτό μερικές φορές μπορεί να είναι κακό για την ποίηση – γιατί χάνει την δική της μουσική και, αναγκαστικά, αποκτά μίαν άλλη. Όσο κι αν είναι π. χ. ιδιοφυής η μελοποίηση του «Άξιον Εστί» από τον Μίκη Θεοδωράκη, υπάρχουν στιγμές όπου νοσταλγώ τον ήχο του Ελύτη όπως τον αισθάνθηκα πριν από την μουσική.
Όμως με τα δικά σου ποιήματα δεν έγινε αυτό. Ο Μικρούτσικος τα ολοκλήρωσε, τα συμπλήρωσε, τα επεξέτεινε. Τα ήξερα απέξω τα περισσότερα (θυμάσαι που σου είχε κάνει εντύπωση όταν πρωτοσυναντηθήκαμε). Και ακούγοντας την μουσική, βρήκα, από την πρώτη στιγμή, πως είχε βγει από μέσα τους. Ο συνθέτης διάβασε τους στίχους σαν παρτιτούρες!
Τυχερέ Καββαδία! Σε τραγουδάει τώρα όλη η Ελλάδα:
Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.
Στα μάτια τους τα ζωηρά περνούν οι οπτασίες του”.
Να λοιπόν που σε μερικές περιπτώσεις η μελοποίηση δεν είναι ο θάνατος αλλά η σωτηρία της ποίησης – η προέκτασή της και η ολοκλήρωσή της. Κι εδώ έχουμε μετάλλαξη – αλλά σε αυτή την περίπτωση είμαι υπέρ των μεταλλαγμένων!
Και ακόμα πρέπει να αναφέρουμε την άλλη λυρική πηγή της εποχής μας – εκεί όπου η μελοποίηση γεννάει ποίηση. Μερικοί από τους σημαντικότερους ποιητές των τελευταίων χρόνων είναι τραγουδοποιοί που γράφουν συνθέτοντας (ή συνθέτουν γράφοντας) και το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι καθαρά ποιητικό. Το γεγονός ότι ο Leonard Cohen και ο Bob Dylan έχουν προταθεί για Νόμπελ λογοτεχνίας, δεν οφείλεται στην υπερβολή των θαυμαστών τους. Αν ζούσαν θα μπορούσαν να το διεκδικήσουν ο John Lennon, και o Jacques Brel.
Όλοι αυτοί οι τραγουδοποιοί – και πολλοί άλλοι – διδάσκονται σε πανεπιστήμια και έχουν γίνει αντικείμενο πολλών διατριβών και μελετών Κι εμείς έχουμε τον Σαββόπουλο – ας ισχυριστεί κάποιος ότι το Ζεϊμπέκικο από το Βρώμικο Ψωμί δεν είναι σημαντικό ποίημα! Ξεφυλλίζοντας την «Σούμα» βρίσκω δεκάδες ποιήματα που στέκουν άνετα και χωρίς την μουσική τους.
Μάλιστα – περίεργο – εδώ η απουσία της μουσικής βοηθάει στην σωστή επίδραση και αποτίμηση της ποίησης. Που σημαίνει πως η μουσική μπορεί να οδήγησε στην γένεση του ποιήματος, αλλά η πραγματική του αξία κρίνεται περισσότερο στην σιωπή της ανάγνωσης.
Αυτό μας ξαναφέρνει στην αρχική μας παράγραφο για την περίεργη και αμφίστομη σχέση μουσικής και ποίησης. Μελοποίηση: ο θάνατός σου, η ζωή μου.