ΜΕΡΕΣ ΓΙΟΡΤΗΣ

24grammata.com/ νέοι λογοτέχνες
Αν ζούσε ο Παπαδιαμάντης ανάμεσα μας… δε θα έγραφε για τα παιχνιδάδικα, τις δημοτικές φιέστες και την ευτυχία των ημερών. Για ποιους θα έγραφε, άραγε;
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε, αποκλειστικά,  για τα Χριστούγεννα του 2012. Το 24grammata.com ζήτησε (και ακόμη ζητεί) από τους αναγνωστες στις 19/12/2012, να  γράψουν για τους ανθρώπους που δεν έχουν φωνή. Να σκιαγραφήσουν την πραγματική  ζωή των Ελλήνων τα Χριστούγεννα του 2012.

Λυτρωθείτε από τους φόβους σας, γράψτε τις σκέψεις σας, τα όνειρα και στείλτε τα για να εκδώσουμε ένα μοναδικό ebook για τα Χριστούγεννα του 2012. mail: [email protected]

έκταση κειμένου από 1 έως 8 σελίδες. Αποστολή έως 7/12013

γράφει η Αλεξάνδρα Μαυρίδου

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Νεκρό σκυλί στην άκρη του δρόμου. Σαπίζει στη βροχή. Το αγόρασαν με έναν πελώριο φιόγκο στο λαιμό, δώρο στα παιδιά. Το ήθελαν πολύ, έλεγαν. Τώρα σαν σπασμένο τρενάκι, μέρα τη μέρα ξεθωριάζει. Σιγά…! Ζώο ήταν. Ζώο απλώς, όπως η ακρωτηριασμένη αρκούδα, οι σφαγιασμένες φάλαινες, τα λευκά μωρά της φώκιας που κοκκινίζουν τα παγόβουνα, τα νεκρά δελφίνια. Τι ξέρουν αυτά; Τι νιώθουν; Προορισμένα από γεννησιμιού τους για παιχνίδια θανάτου.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Παιδί ξυπόλητο ζητιανεύει στα φανάρια καταχείμωνο. Βρώμικο, λιγδιασμένο, με το χέρι προτεταμένο στο κλειστό παράθυρο του αυτοκινήτου περιμένει. Κάτι μουρμουρίζει. Παρακαλά ή βρίζει; Η έκφρασή του δεν αλλάζει. Η ίδια κίνηση από παράθυρο σε παράθυρο, η ίδια άκαρπη αναμονή, το ίδιο μουρμουρητό, η ίδια έκφραση μέχρι να ανάψει το πράσινο. Σκύβει μετά το κεφάλι και ξαναγυρνά αργά στην αρχική του θέση. Λυπάμαι. Έχασες. Πάμε πάλι.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Έκλεισε το μαγαζάκι στη γωνία. Είκοσι τόσα χρόνια στη γειτονιά. Άδειο πια. Κενό. Νεκρό. Τι να απέγινε ο κυρ-Ηλίας; Καλημέρα σας. Βεβαίως. Ευχαριστώ. Τον τελευταίο χρόνο μόνο ευχαριστώ. Το καλημέρα το έστελνε κάθε πρωί στην Αυστραλία, στο μοναχογιό του, που ξενιτεύτηκε με όλα του τα υπάρχοντα σε μια αποσκευή χειρός. Τον σπούδασε πουλώντας κουμπιά, κορδέλες και κουβαρίστρες. Ξεφτισμένα, χιλιομπαλωμένα όνειρα. Δεν άντεξαν.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Κάτω από τη γέφυρα κοντά στο σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων συνωστίζονται σκιές. Καίνε σκουπίδια τα χαράματα. Απλώνουν τα χέρια γύρω από τη φωτιά. Είναι –θαρρείς- μόνο χέρια, ούτε σώμα, ούτε πρόσωπο, ούτε μάτια. Χέρια με βρώμικα νύχια, χέρια σκασμένα από το κρύο, χέρια σε εγκατάλειψη, αφημένα. Δεν αγγίζουν πια, δεν αναζητούν, δεν περιμένουν. Ξημέρωσε; Βράδιασε; Βρέχει; Έχει ήλιο; Εκείνη η ζωή τούς προσπέρασε κι αυτή, που έχουν, τόση μόνο, που πια χωρά στοιβαγμένη σε καροτσάκια της λαϊκής, άντε του σούπερ μάρκετ. Την περιφέρουν άσκοπα σε προκαθορισμένες διαδρομές. Λιγόστεψαν οι δρόμοι. Περίσσεψαν οι σκιές.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Στην απέναντι κολώνα ένα κηδειόχαρτο. Ετών 40. Οι γονείς. Ο αδελφός. Οι λοιποί συγγενείς και φίλοι. Μόνος έφυγε. Μόνος, όπως ζούσε. Πήγαινε κι ερχόταν αξημέρωτα. Σαν ακατοίκητο καιρό τώρα το μικρό διαμέρισμα, με παράθυρα κλειστά κι ένα φυτό –ξερά κλαδιά πια- στο μπαλκόνι. Αλληλογραφία δεν είχε, ούτε γράμματα, ούτε κάρτες. Τελευταία ξεχείλιζε το γραμματοκιβώτιο λογαριασμούς, χρωστούμενα. Πόσα όφειλε; Πόσα του όφειλαν; Μια κάσα από φτηνό γυαλιστερό ξύλο και δυο στεφάνια στην είσοδο. Στον αγαπητό που δεν πρόλαβε…

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Συνωστισμός παγωμένα χαράματα έξω από την τράπεζα. Πληρώνουν τη σύνταξη και το δώρο. Γερασμένα κορμιά το ένα πάνω στο άλλο, γερασμένα, τρεμάμενα χέρια και μάτια θαμπά. Περιμένουν. Ακόμα περιμένουν. Τι; Να έχουν καλά γεράματα, ένα τραπέζι στρωμένο για τα παιδιά τους, ένα βάζο χρωματιστές καραμέλες για τα εγγόνια, ένα ζεστό πανωφόρι και καινούρια παπούτσια. Αν φτάσουν για τα φάρμακα, για λίγο ρύζι, αλεύρι, ζάχαρη και ψωμί, θα είναι καλά. Κι έναν λογαριασμό. Μόνο έναν. Ρεύμα; Πετρέλαιο; Τηλέφωνο; Νερό; Ποιό θα κόψουν πρώτο; Ποιό χρειάζονται περισσότερο; Αυτό! Αυτό να προλάβουν να δώσουν. Βήμα βήμα ως την είσοδο της τράπεζας ώρες ατελείωτες με την απόγνωση χέρι χέρι.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Άνεργος στα πενήντα πέντε. Απολύθηκε πριν ένα χρόνο. Παντού πόρτες κλειστές. Θα έκανε οτιδήποτε. Τίποτα. Θα πήγαινε οπουδήποτε. Πουθενά. Αγοράζει συνέχεια μπύρες από το κοντινό περίπτερο. Δέκα δέκα πάνε κι έρχονται μπουκάλια άδεια, μπουκάλια γεμάτα, ξανά άδεια, ξανά… ξανά… Η γυναίκα του γέρασε απότομα. Καμπούριασε. Με τις νέες μειώσεις πώς να τα βγάλει πέρα; Το βασικό παίρνει. Τι ειρωνεία! Ποιά βασικά να πρωτοκαλύψει; Ο γιος φοιτητής. Η κόρη νιόπαντρη. Όλο κάτι ζητούν. Όλο κάτι χρειάζονται. Πώς; Πώς; Τα βράδια φωνές και κλάματα. Το πρωί σιωπή και μαύρα γυαλιά στη συννεφιά. Σήμερα στα ψιλά γράμματα στον τοπικό Τύπο : άγριο έγκλημα μεταξύ συζύγων. Προφανής αιτία το ερωτικό πάθος. Προφανέστατη όλων.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Ανήλικες πόρνες από διάφορες φυλές στα στενοσόκακα του κέντρου. Προκλητικά, πολύχρωμα ρούχα, λιγοστά κι ας έχει αγιάζι. Το εμπόρευμα πρέπει να εκτίθεται. Καπνίζουν. Χαμογελούν. Κοιτούν λάγνα. Μα πως την πετυχαίνουν τέτοια λαγνεία σε τόσο άδεια βλέμματα; Αγκομάχησαν πάνω τους πολλά σαρακιασμένα κορμιά. Τις άφησαν σημάδια. Τώρα στον καιάδα. Μη μεταδώσουν τα αφροδίσια νοσήματά τους. Ας πάνε στον αγύριστο. Ας καούν στην κόλαση. Μόνο μακριά από εδώ. Να εξαφανιστούν με κάθε τρόπο. Το παν είναι η σωτηρία των καλών οικογενειών.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Εξαθλιωμένοι μετανάστες κρύβονται σε σταθμούς και λιμάνια, να μπουν λαθρεπιβάτες για άλλα όνειρα. Κι ας πνιγούν καταμεσής στο πέλαγος. Να φύγουν. Αυτό έχει σημασία. Κι αν δεν φύγουν μόνοι, να διωχθούν, να απελαθούν άμεσα, να πάνε εκεί που ανήκουν, στην πείνα, στον πόλεμο, να πάνε στο διάολο. Ρατσιστικά ξεσπάσματα για τη σωτηρία της πατρίδας. Τρεις νεκροί κι οι εθνικιστές περήφανοι διαδηλώνουν με σημαίες να ανεμίζουν και συνθήματα να ηχούν. Παρανοϊκά βλέμματα υπεροχής, αδιαμφισβήτητης υπεροχής, γυαλίζουν αναζητώντας τα επόμενα θύματα. Τα βρίσκουν εύκολα. Είναι απροστάτευτα. Καθαρίζουν τη χώρα από τα νόθα στοιχεία και το βράδυ κοιμούνται ύπνο γαλήνιο με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Ο αγώνας δικαιώνεται.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Πληθώρα ειδήσεων στο δελτίο των οκτώ. Πλημμύρες προκάλεσαν εκατόμβες νεκρών. Χιλιάδες ακόμα αγνοούνται. Παιδιά πεθαίνουν από ασιτία βδομάδες μόλις μετά τη γέννησή τους. Ο πόλεμος συνεχίζεται για το καλό του κόσμου. Άγρια βία στην πορεία, σπασμένα τζάμια κι αυτοκίνητα, ανοιγμένα κεφάλια, κλειστά μυαλά. Αύξηση των κρουσμάτων του AIDS. Θάνατοι από ναρκωτικά. Αυτοκτονίες που συνεχώς πληθαίνουν. Σχολεία χωρίς βιβλία. Νοσοκομεία χωρίς φάρμακα. Ασθενείς χωρίς θεραπεία. Νέοι χωρίς όνειρα. Όμως εμείς θα σας σώσουμε, θέλετε, δεν θέλετε. Ξεπούλημα σε τιμή ευκαιρίας. Ζωή σε δόσεις. Να έχετε ένα όμορφο βράδυ. Καληνύχτα σας.

Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α

Τρίγωνα κάλαντα σκόρπισαν παντού, κάθε σπίτι μια γωνιά του μικρού Χριστού………. Στρουμπουλοί αγιοβασίληδες σκαρφαλώνουν και πολύχρωμα φωτάκια αναβοσβήνουν στα μπαλκόνια.

Δόξα τω Θεώ.