Πολιτικός Λόγος (ένθετο του 24grammata.com)
αποκλειστικά στο 24grammata.com
γράφει ο Θέμης Τζήμας
Οι πολιτικές δυνάμεις που εγκαίρως διέβλεψαν την καταστροφική για το λαό εξέλιξη της νεοφιλελεύθερης, μνημονιακής στρατηγικής, δηλαδή δυνάμεις από το αριστερό ΠΑΣΟΚ έως την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αντιμετωπίζουν σήμερα την παγίδα της αμηχανίας: είτε “χαλβαδιάζοντας” τα δημοσκοπικά ποσοστά τους, είτε απορροφημένες στην αναζήτηση νέων σχημάτων παρουσίας στη δημόσια σφαίρα να ταυτίσουν τακτική και στρατηγική και να αναδείξουν το μέσο σε σκοπό. Αυτή είναι η παγίδα που προκύπτει από την αμηχανία μπροστά στο βάθος της κρίσης και από τη δυσκολία της εκπόνησης στρατηγικού σχεδίου εξόδου από την κρίση. Το αντιμνημονιακό μέτωπο, η αναδόμηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού ή ακόμα και η λαϊκή εξουσία μπορεί να είναι μέσα ή περιγραφές δε συνιστούν όμως στρατηγικούς στόχους.
Ωστόσο το βάθος, ο δομικός χαρακτήρας και η παγκόσμια διάσταση της κρίσης επιβάλλουν ακριβώς αυτό το δύσκολο καθήκον: την εκπόνηση στρατηγικού σχεδίου, που θα δομηθεί στη βάση της σύλληψης του “μετά την κρίση”. Με βάση δηλαδή πως η κάθε δύναμη συλλαμβάνει την ελληνική κοινωνία- και όχι μόνο- μετά την κρίση, σε διαλεκτική σχέση με τις κοινωνικές δυνάμεις που φιλοδοξεί να εκφράσει, θα δομήσει και το σχέδιό της για την αντιμετώπιση της και την έξοδο από την κρίση.
Υπάρχουν δύο βασικές εξηγήσεις για την αμηχανία των εν γένει προοδευτικών ή αριστερών δυνάμεων- οι όροι χρησιμοποιούνται κάπως σχηματικά και χάριν συντομίας: ο πρώτος είναι η ροπή προς την ευκολία ειδικά εν μέσω περιβάλλοντος που ευνοεί τις γρήγορες, τηλεοπτικού τύπου απαντήσεις. Μπορεί να ακούγεται απλοϊκό, ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμούμε την επίδραση της ταχύτητας των επικοινωνιών στο συλλογικό τρόπο σκέψης. Σε ένα κόσμο επικοινωνίας που κυριαρχείται από κώδικες όπως αυτοί που δημιουργούν πλατφόρμες τύπου twitter με μέγιστο αριθμό 140 χαρακτήρων και που οι χρόνοι συντμούνται εντυπωσιακά, η πολιτική λειτουργία ασθμαίνοντας τρέχει πίσω από τις εξελίξεις αυτές, μεταλλάσσοντας την ποιοτική της λειτουργία. Η εκπόνηση στρατηγικής όμως απαιτεί εκτεταμένες αναλύσεις, τόσο στο χρόνο όσο και στο χώρο, κουραστικές και εξαντλητικές μαζικές διαδικασίες, που πολύ συχνά κουβαλούν μια ορολογική στριφνάδα. Είναι μια δύσκολη διαδικασία που η ηλεκτρονική εποχή αντιπαλεύει. Πολύ περισσότερο τα ελεγχόμενα, κατεστημένα ΜΜΕ που προτιμούν το ανούσιο παιχνίδι της ατάκας.
Δεύτερο και κυριότερο πρόβλημα, η φύση της κρίσης, δηλαδή ο παγκόσμιος, καπιταλιστικός και άρα συστημικός της χαρακτήρας. Η διαφορετική ένταση εκδήλωσης της κρίσης αναλόγως των τοπικών και περιφερειακών ιδιαιτεροτήτων, ακόμα και η σχετική διαφορά χρονικής φάσης ως προς την εξέλιξη της κρίσης, όπου συνυπάρχουν περιοχές με σχετική σταθεροποίηση με περιοχές απόλυτης καταβύθισης δεν αναιρούν το συνολικό και συστημικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης. Ο χαρακτήρας αυτός της κρίσης δεν επιτρέπει όχι μόνο στην αριστερά αλλά και στη δεξιά να προτάξουν όπως έκαναν παλιότερα, ως στρατηγική τη διεκδίκηση ένα σχήματος δομημένου στο εξωτερικό, προκειμένου να μεταφερθεί με τις όποιες προσαρμογές στην ελληνική ιδιαιτερότητα.
Για να είμαστε πιο σαφείς: μετά το τέλος της “Μεγάλης Ιδέας” ουσιαστικά τόσο η (μεγαλο) αστική τάξη με την παράταξή της- τη δεξιά- όσο και τα μικρομεσαία και εργατικά στρώματα με την ή τις παρατάξεις τους- κόμματα του κέντρου και αριστερά- προέταξαν ρητά ή άρρητα την αναγκαιότητα του αστικού εκσυγχρονισμού και του “εκδυτικισμού”. Η αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης να συλλάβει και να υλοποιήσει τον εκδημοκρατισμό και την ισχυροποίηση της εθνικής κυριαρχίας, λόγω του παρασιτικού και μεταπραττικού χαρακτήρα της επέτρεψε στην αριστερά αλλά και στις εν γένει δημοκρατικές δυνάμεις να συμπεριλάβουν το αίτημα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, όπως και να το υλοποιήσουν.
Σήμερα, παρότι απαιτούνται στη χώρα μας βήματα αστικού εκσυγχρονισμού αυτά δεν είναι αρκετά, ούτε καν για να βγει η Ελλάδα από την κρίση, πολύ περισσότερο για να συγκροτήσει το σχέδιό της για την περίοδο μετά την κρίση. Ακόμα και αν η Ελλάδα μπορούσε με κάποιο τρόπο να επιτύχει τη γρήγορη και πλήρη της μετάβαση σε ιστορική φάση απολύτως ταυτόσημη με εκείνη πιο αναπτυγμένων οικονομιών θα έβρισκε μπροστά της ένα νέο βουνό από δυσκολίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι και στη σύνοδο του Νταβός ένα από τα “καυτά” ζητήματα προς συζήτηση ήταν ποιο μοντέλο πρέπει να επιλεγεί μετά τον καπιταλισμό. Πέραν της ιστορικής ειρωνείας- οι κατεξοχήν λειτουργοί του παγκοσμίου καπιταλισμού να συζητούν για το μετά τον καπιταλισμό- η όλη συζήτηση είναι ενδεικτική του πραγματικού παγκοσμίου προβλήματος: η εντροπία, δηλαδή η τάση προς το χάος, του παγκοσμίου καπιταλισμού αυξάνεται διαρκώς και άρα πολύ περισσότερη ενέργεια απαιτείται προκειμένου να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο, το ενδεχόμενο της κατάρρευσης, με διαρκώς πιο επίφοβα αποτελέσματα. Ένα κατεξοχήν καπιταλιστικό δημιούργημα, η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχει δημιουργήσει έναν κόσμο πολύ “μεγάλο”, πολύ γρήγορο και πολύ αλληλεξαρτημένο για να ελεγχθεί και να ρυθμιστεί, πλέον όχι μόνο από τα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας αλλά και από τα μεταμοντέρνα, οριζόντια δίκτυα μεταφοράς εξουσίας και εντολών. Οι εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις του συστήματος κλιμακώνονται σε απίστευτο βαθμό.
Αρκεί να δει κανείς ορισμένα μόνο παραδείγματα: η δημιουργία μεσαίας τάξης σε Κίνα και Ινδία, απαραίτητη προκειμένου να συντηρηθούν οι ανερχόμενες ατμομηχανές της παγκόσμιας ανάπτυξης επιβαρύνουν το διατροφικό και περιβαλλοντικό κόστος. Η διάσωση του χρεοκοπημένου τραπεζικού πυλώνα από γενναίες ενέσεις ρευτότητας ξαναφουσκώνει τις φούσκες που έσκασαν με πάταγο. Η τάση αναζήτησης νέου φθηνού εργατικού δυναμικού σε χώρες της ΝΑ Ασίας- και όχι μόνο- αναδεικνύει νέους κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες που γεωστρατιωτικά αποδεικνύονται πολύ δυσκολότεροι στον έλεγχό τους. Η απόσυρση του δημοσίου τομέα από σειρά δραστηριοτήτων που εκχωρήθηκαν ως κερδοφόρες αγορές στον ιδιωτικό τομέα έχει δημιοργήσει ισχυρά “πειρατικά” συμφέροντα που επιτίθενται ανά αγέλες και “ματώνουν” τα κράτη, ανεξαρτήτως μεγέθους. Η γερμανοποίηση της ευρωζώνης διαμορφώνει συνθήκες αναγέννησης ενδό-ευρωπαϊκών εθνικισμών που μπορούν να λάβουν συγκρουσιακό χαρακτήρα. Είναι ορισμένα μόνο από τα χαρακτηριστικά ενός παγκοσμίου καπιταλισμού που τείνει προς το χάος, λόγω της υπερμεγέθυνσης και της αδυναμίας ακόμα και πλέον καινοτόμων εξουσιαστικών σχημάτων του να ρυθμίσουν την παγκοσμιότητα.
Εδώ λοιπόν τίθενται τα καθήκοντα της κάθε δύναμης εφόσον φιλοδοξεί να αποτελέσει πρωτοπόρια και όχι ουραγό των εξελίξεων: να σηκώσει το κεφάλι πάνω από τα τρέχοντα και να δει την προοπτική που ανοίγεται μπροστά: την προοπτική των δομικών μετασχηματισμών που θα κρίνουν το μέλλον της παγκοσμιότητας, του καπιταλισμού και άρα της ελληνικής κοινωνίας.
Στο επόμενο διάστημα και λόγω ακριβώς της φύσης της διεθνούς κρίσης, όπως και λόγω των κρίσεων που ήδη κυοφορούνται- περιβαλλοντική, μαλθουσιανή, γεωστρατιωτική και πολιτειακή- θα τεθεί επί τάπητος το ζήτημα του κυρίαρχου προτύπου: οι ηγεμονικές δυνάμεις του καπιταλισμού θα αποπειραθούν υπαναχώρηση σε προγενέστερα μοντέλα της ιστορικής του εξέλιξης, πράγμα που συνεπάγεται την ανάγκη “εκκαθάρισης παραγόντων” οι οποίοι αποσταθεροποιούν το διεθνές σύστημα λόγω της υπερμεγέθυνσής του και άρα θα οδηγηθούμε πιθανότατα σε κάποιου είδους οξείες συγκρούσεις διεθνώς και στο εσωτερικό των κοινωνιών. Στη βάση του αποτελέσματος αυτών των συγκρούσεων θα επιδιωχθεί μια νέα παγκόσμια ρύθμιση. Η άλλη πιθανή και ίσως συμπληρωματική εξέλιξη θα είναι η προσπάθεια επιτάχυνσης της τεχνολογικής προόδου προκειμένου πτυχές της εντροπίας του συστήματος να περιοριστούν ή τουλάχιστον να ενισχυθεί η θέση των υπαρχουσών ελίτ σε ένα περιβάλλον αποσταθεροποίησης. Οι απόπειρές τους αυτές θα εντείνουν την κοινωνική και πολιτική κατάτμηση, την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων, την απαξίωση μεγάλου τμήματος των παραγωγικών δυνάμεων, την καταπίεση εντός των παραγωγικών σχέσεων και την πλήρη μεταφορά της πολιτικής διαδικασίας από τη δημόσια, στην ιδιωτική σφαίρα του ιερατείου των ειδημόνων. Θα αποπειραθούν να δομήσουν κοινωνίες ουσιαστικά πλήρους ανελευθερίας και υψηλής εποπτείας των μαζών από περίκλειστες ελίτ.
Σε αυτό το περιβάλλον η δυνατότητα κάθε κοινωνίας να εξελιχθεί θα βασίζεται στην υιοθέτηση ανταγωνιστικών προτύπων ως προς το κυρίαρχο και στην ταχύτητά της ικανότητας προσαρμογής της σε νέες απαιτήσεις χωρίς να διαλύει τις εσώτερες και θεμελιακές δομές της. Το πρώτο για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα στην παγκοσμιότητα που διαμορφώνει ο παρακμάζων καπιταλισμός και το δεύτερο για να μπορεί να συμπεριλαμβάνει στην εξέλιξή της στοιχεία που να την ενδυναμώνουν σε ένα συγκρουσιακό και μετασχηματιζόμενο περιβάλλον.
Επιτρέψτε μου λοιπόν μια απόπειρα ψηλάφησης αυτής της στρατηγικής σύλληψης για την ελληνική κοινωνία μετά την κρίση, ως οδηγό για το πως πρέπει να υπερβούμε την κρίση: πρώτον, η επαναφορά της δημόσιας σφαίρας στην κυρίαρχη θέση. Η αντιστροφή δηλαδή της νεωτερικής τάσης που ταύτισε τη – νεώτερη- δημοκρατία και την ελευθερία με την απόσυρση του ατόμου στην ιδιότητα του ιδιώτη αντί αυτής του πολίτη και με την αποσύνθεση της έννοιας του διαρκώς δρώντος και παρόντος λαού προς όφελος του άπαξ συγκροτηθέντος εκλογικού σώματος. Η επιστροφή στην πολιτική διαδικασία που ασκούν δημόσια οι πολίτες που με τη σειρά τους συναποτελούν το λαό. Το λαό που κατανέμεται ως πανταχού παρών σε κάθε κοινωνικό χώρο. Η επίτευξη της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας.
Δεύτερον και προκειμένου να επιτευχθεί ο πρώτος στόχος, ο μετασχηματισμός του συσχετισμού εντός των παραγωγικών σχέσεων προς σοσιαλιστική κατεύθυνση. Το πέρασμα στη συνεταιριστικότητα, στην αλληλεγγύη και στον κοινωνικό έλεγχο. Δεν πρόκειται για μια εύκολη ή αυτόματη διαδικασία ειδικά σε έναν καπιταλιστικό κόσμο. Ωστόσο η κρίση του παγκοσμίου καπιταλισμού γεννά νέες δυνατότητες έστω για την εκκίνηση αυτής της διαδικασίας.
Τρίτον, ο στόχος της παραγωγικής διαδικασίας. Από τη μεγέθυνση στη βιωσιμότητα. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο ή εκτός τόπου και χρόνου σε μια χώρα που βιώνει διαλυτική ύφεση. Και όμως: ο στόχος της βιωσιμότητας δεν ταυτίζεται με την υπανάπτυξη. Κάθε άλλο. Προτάσσει μια ολιστική κατά το δυνατόν σύλληψη της παραγωγικής διαδικασίας που δε στρέφεται μονοδιάστατα στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, με οποιονδήποτε τρόπο και κόστος. Η διαδικασία της διαρκούς προσπάθειας μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι που οδήγησε στην παγκόσμια φούσκα, τις κοινωνίες στις γιγαντιαίες αντιθέσεις και μια σειρά εθνικών οικονομιών στην καταστροφική εξάρτηση. Όχι στην αλληλεξάρτηση ή διασύνδεση αλλά στην εξάρτησή τους υπό την έννοια ότι παρήγαγαν πλούτο ωφέλιμο περισσότερο για τους πάτρωνές τους παρά για τις ίδιες- πράγμα που εν πολλοίς συνέβη και με την Ελλάδα. Η βιωσιμότητα εντάσσει την παραγωγικότητα στις ανάγκες της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας, σε διεθνή και τοπικά ζητήματα- πχ περιβάλλον, διατροφική ασφάλεια, κοινωνική συνοχή, δημοκρατική λειτουργία- και στην επίτευξη στόχων που υπηρετούν τις συμφωνημένες ανάγκες της κοινότητας, του λαού- αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και κοινωνικό συμβόλαιο, στην αστική πολιτική θεωρεία.
Τέταρτον, η δόμηση διακριτού στίγματος διεθνώς για τον ελληνισμό και το ελληνικό κράτος ως παράγοντα ειρήνης και διεθνούς συνεργασίας. Ακούγεται μάλλον κοινότοπο, καθώς έχει ειπωθεί κατά κόρον τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο αποκτά μια άλλη κρισιμότητα στους συντελουμένους μετασχηματισμούς. Η παγκοσμιότητα οδεύει σε μια νέα φάση έντασης των περιφερειακών ή και ευρυτέρων συγκρούσεων. Συγκρούσεων που μπορούν να αποβούν καταστροφικές. Είναι απαραίτητο ο ελληνισμός να αποτελέσει έναν από τους παράγοντες ειρήνης και συνεργασίας όχι εν γένει αλλά ιδίως των προοδευτικών εκείνων δυνάμεων που μάχονται για να υπερβούν το παγκόσμια κυρίαρχο πρότυπο. Και επιπλέον εκείνων που μάχονται τις πειρατικές επιθέσεις μη κρατικών, ανεπισήμων και σκιωδών δρώντων που επιτίθενται κατά κύματα όπου “μυρίσουν αίμα”.
Ένας τέτοιος στρατηγικός στόχος δεν μπορεί παρά να οδηγεί φυσικά στην απόρριψη της νεοφιλελεύθερης και της μνημονιακής στρατηγικής. Δεν μπορεί παρά να απαιτεί τη δόμηση νέων, μετωπικών αλλά και συνεκτικών πολιτικών σχημάτων. Αλλά επίσης και κυρίως η συζήτηση γύρω από τον όποιο στρατηγικό στόχο μπορεί να αποτελέσει τη βάση της κινητοποίησης του λαού, της προγραμματικής σύγκλησης και της αξιόπιστης αντίθεσης. Σήμερα χρειαζόμαστε όσο ποτέ, άλλη στρατηγική. Και αυτήν, σε ένα περιβάλλον καπιταλιστικής και δημοκρατικής παρακμής μπορεί να την εκπονήσει κυρίαρχα η σοσιαλιστική, δημοκρατική πρωτοπορία.