Για έναν νέο ρόλο του κοινωνικού κράτους

Πολιτικός Λόγος (ένθετο του 24grammata.com)

αποκλειστικά στο 24grammata.com

 Φραγκίσκος Παρασύρης,  Βουλευτής  Ηρακλείου – ΠA.ΣΟ.Κ

Στα πλαίσια της εξαιρετικά δυσοίωνης  οικονομικής συγκυρίας, που κατατρέχει σήμερα την χώρα μας, κατέστη προφανές  ότι ο  ρόλος του κράτους που ιστορικά  αναπαρήγαγε ένα σύστημα εξουσίας σε στενή σύζευξη με φαινόμενα  κακοδιαχείρισης, σπάταλης και σε πολλές περιπτώσεις ανομίας, αποτελεί βαρίδιο που σωρεύει αδιέξοδα και επομένως δεν αποτελεί ασπίδα προστασίας όταν ξεσπάει μια κρίση.
Η συγκεκριμένη μορφή με άλλα λόγια που έχει σήμερα το ελληνικό κράτος αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης.               Στην προκειμένη περίπτωση αναπτύχθηκε στην Ελλάδα διαχρονικά ένα κρατικό μόρφωμα με ατροφικές κοινωνικές λειτουργίες οι οποίες διοχετεύτηκαν σε σχέσεις πατρονείας και πελατειακής πολιτικής. Ως εκ τούτου το κράτος αντί να λειτουργήσει ως πρότυπο συμπεριφοράς γύρω από το οποίο διαμορφώνεται μια συλλογική κουλτούρα κοινωνικής ευθύνης λειτούργησε ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Στις  παραμέτρους που θεμελιώνουν την κοινωνική λειτουργία του κράτους συγκαταλέγεται και ο διοικητικός -γραφειοκρατικός μηχανισμός,  ο οποίος με τις παθογένειες και την αναχρονιστική λειτουργία  που τον διαπερνούν, αναμφίβολα υποβαθμίζει την ποιότητα των υπηρεσιών εντείνοντας παράλληλα  τις ανισότητες.     Είναι σαφές ότι σε περίοδο οικονομικής κρίσης  οι ανάγκες υγείας, παιδείας, πρόνοιας εντείνονται με αποτέλεσμα να μην αποτελούν κεντρομόλο συνιστώσα προς την ανάγκη δημοσιονομικής περιστολής.
Σε συνδυασμό με την ανεργία οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής κρίσης στις κοινωνικές δομές και σχέσεις καθίστανται  οδυνηρές. Το κράτος χρεώνεται μια κρίση που αργά η γρήγορα μεταβάλλεται σε πολυεπίπεδη κρίση   του κράτους πρόνοιας.     Κατά συνέπεια το κράτος σήμερα πρέπει να εφεύρει αναπτυξιακές  λύσεις ώστε να καλύψει τις απαιτήσεις για τη διεύρυνση της κοινωνικής του λειτουργίας με σειρά αναπτυξιακών μέτρων και να μην ακολουθήσει λογικές που διαπνέονται αποκλειστικά από την   περικοπή  πόρων για την κοινωνική πολιτική και από  αφαιρέσεις υπηρεσιών του δημόσιου στους τομείς της υγείας, παιδείας, πρόνοιας κοκ.      Διότι σε καιρό κρίσης υπάρχει και η λογική της άλλης πλευράς των εργαζομένων και εκείνων που υφίστανται πιο έντονα τις επιπτώσεις που απαιτεί την ανάπτυξη των δημοσίων επενδύσεων σε υποδομές του κοινωνικού εξοπλισμού ( σχολεία, νοσοκομεία, πανεπιστήμια κλπ) που προωθούν την απασχόληση και αυξημένες χρηματοδοτήσεις για την κοινωνική πρόνοια.                      Στις λογικές αυτές θα πρέπει να προστεθεί και η λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στους στόχους της Ένωσης, η ευημερία των Λαών  αποτελεί τον σπουδαιότερο παράγοντα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προφανώς σε συνθήκες οικονομικής σταθερότητας, γιατί σε συνθήκες κρίσης υπάρχει κενό που σημαίνει ότι ανακόπτεται και κατ’ επέκταση η ολοκλήρωση. Για να καλυφθεί αυτό το κενό  πρέπει να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο απασχόλησης, να διαμορφωθούν και να εφαρμοστούν κατάλληλες κοινωνικές πολιτικές που βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσης και προωθούν την κοινωνική προστασία στα  κράτη μέλη .
Ωστόσο αυτές οι κοινωνικές πολιτικές οι οποίες μεταξύ άλλων είναι εγχαραγμένες στο DNA μιας  προοδευτικής απάντησης στην κρίση,   προσκρούουν στο ιδεολογικά συντηρητικό συσχετισμό που υπάρχει σήμερα και στο σύμφωνο σταθερότητας στο οποίο δεν προβλέπονται παρεκκλίσεις σε καιρό κρίσης.         Κατά συνέπεια κάτω από συνθήκες κρίσης του κράτους πρόνοιας, η προσκολλημένη στις πολιτικές σύγκλησης των οικονομιών και του δημοσιονομικού συστήματος κοινοτική Ευρώπη δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη χάραξη νέων πολιτικών που να στοχεύουν στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες του Ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Η ΕΕ δεν μπορεί να μείνει  αποκλειστικά εγκλωβισμένη   στην ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των κεφαλαίων όταν σήμερα υπάρχει υψηλό επίπεδο ανεργίας, όταν η νέα φτώχεια διαχέεται πλέον διάπλατα  και συρρικνώνεται επικίνδυνα το κράτος πρόνοιας αντί να ενισχύεται. Η  λογική της  δραστικής μείωσης του κοινωνικού κράτους και επί πλέον, η απαρέγκλιτη δημοσιονομική πειθαρχία  δημιουργούν στους εργαζομένους  αγωνίες  επιβίωσης και δικαιώνουν  πανηγυρικά τους ευρωσκεπτικιστές και τους αντιευρωπαϊστές.
Επιβάλλεται συνεπώς  η προσαρμογή της Ευρώπης στα νέα δεδομένα,  δηλ. να «χαλαρώσει» η δημοσιονομική πολιορκία μέχρις ότου υπάρξει ανάκαμψη της οικονομίας και παράλληλα να ενισχυθεί  με περισσότερους πόρους το Ευρωπαϊκό κοινωνικό ταμείο για την προώθηση των δυνατοτήτων απασχόλησης.
Κάτι ανάλογο σήμερα εμποδίζεται κυρίως από την σκληρή στάση της Μέρκελ η οποία ολοένα αναδεικνύεται ως «μητέρα της περιστολής και της λιτότητας».
Στην κατεύθυνση  αυτή  η προσφυγή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης ασφαλώς αποτέλεσε «αναγκαστική επιλογή» για να αποφύγει η Χώρα τα χειρότερα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να σταματήσει ο αγώνας για μια δίκαιη κοινωνία. Μιας κοινωνίας δηλαδή που μοιράζει τα βάρη ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες ανάλογα με τις ανάγκες. Σε αυτή την κατεύθυνση τα νεοελληνικό κράτος πρέπει να αποκτήσει νέες συμμετρίες που κατά αναλογία θα αποτελέσουν αντίβαρο στην κρίση.
Χρειάζεται  ένα λειτουργικό κράτος πρόνοιας που μπορεί να υποστηρίξει τους ανθρώπους σε όλα τα στάδια της ζωής τους, που αναζητεί ενεργά  την προώθηση της ευημερίας για όλους προωθώντας ταυτόχρονα την ατομική πρωτοβουλία και δημιουργικότητα ώστε να μην  παράγεται μια κουλτούρα εξάρτησης που εν τέλει  καταπνίγει την ανάδυση μιας εύτακτης κοινωνίας.     Από τη μία πλευρά, χρειάζεται η εξοικονόμηση πόρων μέσα από την αύξηση της αποδοτικότητας. Όχι όμως ως  ευφημισμός σε ασύστολες περικοπές.                         Από την άλλη πλευρά απαιτείται η ενίσχυση των δικτύων  κοινωνικής ασφάλειας  για την προστασία των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες καταφανώς πλήττονται από  απώλεια  εισοδήματος, από αύξηση της ανεργίας, καθώς και από συνολική οικονομική ανασφάλεια.                             Γι’ αυτό δεν πρέπει να χαθεί από τα μάτια της πολιτείας  η ανάγκη συνοχής μιας κοινωνίας που μαστίζεται από τις σκληρές και καθημερινές επιπτώσεις των δημοσιονομικών μέτρων. Στην ελληνική κοινωνία πρέπει να δοθεί επιτέλους μια προοπτική ελπίδας. Χρειάζονται, επομένως, συγκεκριμένες οριζόντιες πολιτικές κοινωνικής εξισορρόπησης.
Αυτό σημαίνει ότι κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε να απλωθείi σε όλη την χώρα ένα δίκτυ κοινωνικής προστασίας ειδικότερα για τις κοινωνικές ομάδες που έχουν ανάγκη. Επιβάλλονται συνεπώς, πολύ συγκεκριμένα και άμεσα μέτρα για την μείωση του κόστους ζωής, όπως:
-τo πάγωμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας για δύο επιπλέον χρόνια και την επέκτασή του σε όλους τους πολίτες κι όχι μόνο για αυτούς που έχουν την πτωχευτική ιδιότητα.
-την επιμήκυνση των στεγαστικών δανείων για όσους μειώνεται το εισόδημα μετά την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου ή σε αυτούς που περνούν στην εφεδρεία, με παράλληλη μείωση του ποσού των δόσεων.
-Την άμεση λήψη μέτρων για την δραστική πτώση των τιμών στα προϊόντα που αποτελούν το «καλάθι της νοικοκυράς». Διατίμηση αν χρειαστεί στα βασικά προϊόντα και «σπάσιμο» της καρτελοποίησης της αγοράς με την ουσιαστική ενεργοποίηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Είναι ενδεικτικό ότι πέντε εταιρίες διακινούν το 85% των προϊόντων στα ράφια των super market.
-την απαλλαγή από το τέλος ακινήτων για τους ιδιοκτήτες πρώτης κατοικίας έως 80 τ.μ. και τις οικογένειες με συνολικό ετήσιο εισόδημα κάτω των 30.000 (έχει ήδη διατυπωθεί τέτοια πρόταση).
-μείωση των ενοικίων κατά 25% σε όλα τα κτίρια που ανήκουν στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα και ενοικιάζονται από πολίτες (Δημόσιο, Ασφαλιστικά Ταμεία, Πανεπιστήμια, Κληροδοτήματα, Δήμοι κτλ.)
-την έμπρακτη στήριξη σε πολυμελείς οικογένειες. Μοναδικός εργαζόμενος σε πολύτεκνη ή τρίτεκνη οικογένεια, να μην μπαίνει σε εφεδρεία κι επίσης να αναιρεθεί η κατάργηση των μετεγγραφών των πολύτεκνων φοιτητών.
Παράλληλα, χρειάζεται και μια πολύ συντονισμένη και ουσιαστική προσπάθεια εντοπισμού του κρυμμένου και μη φορολογημένου πλούτου που φαλκιδεύεται στην παραοικονομία και την διαφθορά. Μια προσπάθεια που θα αποκαθιστά τους όρους δικαίου για την κοινωνία απέναντι σε μια ευρύτερη εθνική απειλή που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, το Υπουργείο Οικονομικών άμεσα πρέπει να κάνει πράξη την πρόθεση του και να φορολογήσει τις καταθέσεις Ελλήνων σε ελβετικές τράπεζες. Για τα στοιχεία των καταθετών ήδη υπάρχει σχετική συμφωνία με την Ελβετία. Η Ελλάδα θα εισπράξει σημαντικούς διαφεύγοντες φόρους πολλών ετών και θα πληροφορηθεί στοιχεία που θα της επιτρέψουν να εντοπίσει κραυγαλέες περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
Μια άλλη τεράστια πηγή διαφυγόντων εσόδων του Δημοσίου είναι το λαθρεμπόριο καυσίμων. Γύρω στα 500 εκ. έως 2 δις. ευρώ ετησίως ανέρχονται οι απώλειες εσόδων του Δημοσίου από το λαθρεμπόριο στα καύσιμα, πράγμα που οδήγησε στην απόφαση για εξίσωση των ειδικών φόρων στα καύσιμα. Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν μειωνόταν το λαθρεμπόριο.
Άμεση πρέπει να είναι και η αξιοποίηση των διαγνωστικών μελετών της BlackRock σε ελληνικές τράπεζες, με τις οποίες εξετάζεται η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων και η ανάγκη σχηματισμού πρόσθετων προβλέψεων για επισφαλή δάνεια. Πολλές τράπεζες έχουν χορηγήσει προνομιακά δάνεια και μετοχοδάνεια τεράστιου ύψους σε επιχειρηματίες, κατασκευαστές, ξενοδόχους, εκδότες, “ημετέρους”, προνομιούχους συνομιλητές, μετόχους των τραπεζικών ομίλων, προσωπικά μετοχοδάνεια στελεχών κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχει φτάσει η ώρα να εξυγιανθεί όχι μόνο το τραπεζικό σύστημα αλλά και συνολικά η ελληνική οικονομία. Διότι δεν είναι δυνατόν την ώρα που το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να στηρίξει την οικονομία και την κοινωνία, να χρηματοδοτήσει υγιείς επιχειρήσεις και δράσεις, να συντηρούνται με συνεχή προνομιακή αιμοδοσία δεκάδων εκατομμυρίων από τις τράπεζες θαλασσοδάνεια επιχειρηματιών και μη βιώσιμων επιχειρήσεων, κατά παρέκκλιση κάθε κανόνα ανταγωνισμού, για άγνωστους λόγους και αιτίες, που μόνο να τους υποθέσει μπορεί κανείς.
Χωρίς αμφιβολία, η Κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας έχει να διανύσει έναν μακρύ και πολύ δύσβατο δρόμο, σε δυσανάλογα σύντομο χρόνο. Η συνεργασία αυτή θα έχει νόημα αν ο πολιτικός κόσμος αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και καταφέρει να διαμορφώσει ένα κοινό πλαίσιο σε όφελος της Χώρας και του Ελληνικού λαού και σίγουρα απέναντι στα κατεστημένα, τη διαφθορά και τον παρασιτισμό.
Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από μια συνεργασία κομμάτων που θα διαιωνίσει τις στρεβλώσεις και τα παράδοξα της μεταπολίτευσης βυθίζοντας ακόμη περισσότερο την πολιτική σε ανυποληψία.