ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΟΤΕ
Μια ιδέα στηριγμένη στο ποίημα «Δεν είναι Οιδίποδας» του Μ. Σαχτούρη.
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Στο ποίημα Δεν είναι Οιδίποδας του Μίλτου Σαχτούρη εξηγήθηκε ολόκληρο τ΄αρχαίο θέατρο και προχώρησε. Είναι ιστορίες ζωής. Το δράμα που μας κληρονομήθηκε είναι τ΄αμαρτήματα, η λίγη ευτυχία και τ΄αμείλικτα χρόνια. Ο ποιητής τα καταργεί όλα. Έτσι σκηνοθετεί την ώρα που εισβάλλεις στο ποίημα με όλη σου την ορμή, σαν χαμένος. Αυτό το μεγαλείο που κάποτε ξεπερνούσε τους ανθρώπους, ολοκληρώθηκε. Τώρα στη θέση του ο άνθρωπος κάθε τόσο καταδικασμένος να συλλαμβάνει και να εξηγεί σήματα. Κάτι παράξενα πράγματα για φόνους και βασίλεια. Όμως αυτοί οι νεκροί είναι πεινασμένοι. Είναι περισσότερο ανθρώπινος στο θάνατό του κανείς. Στο θέατρο του Μίλτου Σαχτούρη που είναι μια άλλη ερμηνεία της τραγωδίας είναι όλα ταπεινά. Πολύ λαϊκά πράγματα. Για κάθε αμάρτημα και για κάθε κορίτσι πληρώνει μια ολόκληρη τάξη. Όσο για τ΄άλλα πρόσωπα αυτά είναι ο χορός που όμως ζει και εκείνος, δραστήριος στο κέντρο της ζωής. Οι χαρακτήρες που εμπλέκονται μαρτυρούν μια κίνηση. Ποτέ δεν θ΄αδρανούν αυτά τα πρόσωπα. Κύριο μέλημά τους είναι να επιτύχουν μια αποφασιστική ανατροπή της πραγματικότητας. Να πετύχουν κάτι υπεράνθρωπο. Στο πράσινο χρώμα αντιστοιχεί η λήθη και τέτοια υλικά, όπως αυτά του ποιήματος συμβολίζουν αναλώσεις. Κάτι σαν σηματοδότηση ορεινού, ακραίου οδικού δικτύου.
Το δράμα εκτυλίσσεται στην Κυψέλη. Κοντά στην στοά. Η δημοτική αγορά περιλαμβάνει πρόσωπα όπως ο Ηλίας και ο τυφλός με το μπαστούνι. Τα υπόλοιπα ανατρέπονται και συμβαίνουν αρκετά κινηματογραφικά πράγματα. Όπως αυτή η σπουδαία επιτυχία του χτυπημένου φεγγαριού από τον Γάλλο κινηματογραφιστή. Αυτός ο θαυμάσιος κόσμος του Σαχτούρη που οδηγείται σε κρεσέντο ζωγραφικά, με διαρκείς αναπαραστάσεις κυριαρχείται από το τέλος της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος στη θέση του σημαίνει ν΄απολαμβάνει μια ικανότητα. Να φέρει μια ορισμένη ιδιότητα που είναι το πρόσωπο της μοίρας του της ίδιας. Ο Σαχτούρης γνωρίζει από τέτοια δράματα. Συνεχίζει να ζει επιμόνως σ΄αυτό το δικό του, πολύ προσωπικό σπίτι, εξαντλώντας τον ευατό του σε φαντασιώσεις όπου όλα συμβαίνουν με τη φυσικότητα ενός παραλογισμού. Αυτές οι υπερβάσεις του Σαχτούρη που πάντα μπορεί και διαμορφώνει μια αυτοτελή ιστορία, τροφοδοτούν με τ΄αναγκαίο ρεύμα το υλικό. Τ΄αποτελέσματα απ΄τις στιγμές που το θέατρο συναντά την ποίηση, ακόμη και σε τεχνικό επίπεδο, κρίνονται εντυπωσιακά. Μιλούμε για απαιτήσεις αισθητικές, για μεγαλύτερο πλουραλισμό στα μέσα τα οποία προσφέρει το θέατρο. Κάποιοι θα πουν πως εδώ διακόπτει ο κινηματογράφος. Όμως αν το σκεφτεί κανείς, το θέατρο δεν συνιστά ένα επίπεδο, μια θέση ανάμεσα στις διαβαμίσεις. Το θεάτρο είναι πιθανό ν΄αποτελεί το μέτρο. Όσον αφορά την έκφραση με βεβαιότητα θα επιτυγχάνει σημαντικά πλεονεκτήματα διαμορφώνοντας αποφασιστικά την εικόνα του προσώπου. Οι απαιτήσεις στη σκηνοθεσία ενός θεάτρου, όπως αυτό που προτείνει ο Σαχτούρης προϋποθέτει απόλυτη ελευθερία και αμεσότητα στην έκφραση. Καμιά απόσταση, καμιά διαφορά ή κίνηση δεν μπορεί να διακόψει τη διαδικασία. Ο μύθος είναι ελεύθερος να υπάρχει, δίχως κανένα περιορισμό. Το ποίημα δεν είναι Οιδίποδας που έδωσε την ιδέα για μια σύγκριση θεάτρου και ποιητικού περιεχομένου θεατροποιείται από τον Σαχτούρη. Φανερώνει την υπέρβαση που απαιτεί η ποίηση. Αυτήν που αποζητά το θέατρο προκειμένου να υπάρχει. Δείχνει όμως και κάτι άλλο. Τη συμβολή του λόγου όταν φυσικά υπακούει σε μια εξαίρετη αισθητική ανατροπής.
Ο Οιδίποδας υπήρξε κάποτε ένα είδος αυτοτελές και ανθρώπινο. Όμως τώρα δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Όλα τα πρόσωπα μπορούν να υπάρχουν και να συμβαίνουν . Αυτό το είδος δεν θα εκλείψει ποτέ. Αυτός ο Οιδίποδας, αυτοί οι άλλοι, ο Ηλίας, η Μαρία είναι περιπτώσεις που απαντώνται. Είναι όλα εφικτά. Γι΄αυτό το κορίτσι ζητά να κατέβει απ΄τον ουρανό. Γιατί όλα πια μας ανήκουν. Αυτό φώναξε και χάθηκε στην οδό Δροσοπούλου ο νεκρός ποιητής γελώντας από ευτυχία.
Δεν είναι ο Οιδίποδας
Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ’ άλογα τ’ Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακoλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς.