24grammata.com-σύγχρονοι λογοτέχνες
γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά στο 24grammata.com κλικ εδώ
Μοναχά ένα ευρώ η ευτυχία
Είναι φλού, κουνημένη και το δείγμα τυπώθηκε μέσα στη βιασύνη.
Ο φωτογράφος άρπαξε, είναι αλήθεια λίγο τσαντισμένα, το αρνητικό και πλησίασε το δεξί μάτι και το αριστερό χέρι, ευθεία πάνω στην κατακόκκινη λάμπα του σκοτεινού θαλάμου.
Μα το ρημάδι, είναι από τη μάνα του έτσι, ήταν ο χειριστής της μηχανής, ο φωτογράφος, Θεός να τον κάνει, που τα κάμε όλα μούσκεμα. Μάλλον δεν θα ήταν και πολύ σχετικός, έβαλε χαμηλή ταχύτητα και τρύπωσε παραπανίσιο φως, πάνω στο νευρικό γαλάκτωμα. Άσε που μέσα στην εικόνα, τρέχουν, άνθρωποι και αντικείμενα, και δεν πρόλαβε να τα τσακώσει παγωμένα.
Ο επαγγελματίας σκέφτηκε πόσοι πελάτες του κομπάζουν, για τη φωτογραφική δεινότητα τους, και στο τέλος όλα, αρνητικά και φωτογραφίες, πάνε σαν αποφάγια στα σκουπίδια, όμως για στάσου, κάτι τρέχει με αυτό, το παράξενο ασπρόμαυρο καρέ.
Έσβησε τη λάμπα, έκλεισε και τον μεγενθυντήρα, για να μην ανάψει, και βγήκε από το μικρό δωμάτιο. Μόλις είχε σηκώσει τη φωτογραφία από την στερέωση και βρεμένη όπως ήταν από τα χημικά, τη πήγε γραμμή στο μπάνιο και τη ξέπλυνε με γυμνά χέρια, μέσα στο νιπτήρα. Έπειτα προχώρησε προς το μικρό βισσινί σαλονάκι, είχε μια περίεργη αγωνία για αυτό, το αδιάφορο ενσταντανέ στο παιγνίδι του λούνα-πάρκ.
Ένας μεσήλικας, μάλλον ηλικιωμένος άνδρας, ανεβασμένος πάνω σε ένα αλογάκι, κυνηγούσε ένα αεροπλάνο, που για επιβάτη, είχε ένα μικρό παιδί, ξεχώριζε καθαρά ότι είναι θηλυκό, από τη κορδέλα, που είχε περασμένη στα μαλλάκια της. Λίγο πίσω ένας μουτρωμένος μπόμπιρας, πετούσε κι αυτός, μέσα σε μια βάρκα.
Ο φωτογράφος πάλι κοντοστάθηκε, μια κοιτούσε τη φωτογραφία και μια έγλυφε λαίμαργα τις ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου.
Το ένιωθε, αισθανόταν πως επιτέλους κρατούσε την ευτυχία, μέσα στα χέρια του.
Αν προσπαθήσεις με περιγραφές, να μιλήσεις στις καρδιές των ανθρώπων, πρέπει να είσαι σίγουρος για τη κοινή αστρική στιγμή, εκείνη που θα κάνει τα μυαλά μας να ενωθούν, με μια αόρατη κλωστή, σκληρή σαν πετονιά και δεμένη με τους πιο σκληρούς ναυτικούς κόμπους.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με μια εικόνα, ειδικά αν αυτή είναι αληθινή, όσο θολή και κακοτραβηγμένη και αν είναι, φτάνει μια ματιά, ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, για να παρασύρει, να βάλει στο συναίσθημα θετικό πρόσημο, να γεννήσει τις μοιραίες αντιγραφές.
Αυτό λοιπόν λέγεται ευτυχία, να κυνηγάς τα νιάτα, να προσπαθείς να πιάσεις τον λωποδύτη χρόνο, ενώ γνωρίζεις καλά, ότι όπου βρέθηκες ανεβασμένος εκεί θα παραμείνεις, μέχρι να τελειώσει ο δικό σου κύκλος, σε αυτό το παιγνίδι που λέγεται ζωή.
Η φωτογραφία ακόμη έσταζε νερό, την άφησε στο μαρμαράκι της εισόδου και ξαναγύρισε, χαμογελαστός πιά, στη σκοτεινή δουλειά του. Ήταν σίγουρος, ένιωθε σαν να είχε βρεί κάποιο χρυσό μυστικό. Χώθηκε μέσα στην εμφάνιση, στο υποσουλφίτ και στα ανεστραμμένα είδωλα των εραστών της τέχνης, στο σίγουρο μεροκάματο.
Αργά τη νύχτα η δουλειά τελείωσε, όμως δεν ξέχασε την “ευτυχισμένη φωτογραφία” και πριν κλείσει το μαγαζί φρόντισε να τη κλείσει μια για πάντα, σε μια τσίγκινη κορνίζα και να τη τοποθετήσει στο πιο ψηλό ράφι της βιτρίνας του φωτογραφείου.
Πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε, πολλοί ήταν οι εραστές, που πλανάρισαν πάνω στην μισοσκουριασμένη κορνίζα, αυτής της φωτογραφίας. Περαστικοί και μόνιμοι πελάτες, τη ζήλεψαν, πόθησαν το καρέ, αλλά ο φωτογράφος ήθελε να έχει στο μικρό μαγαζί του έναν μόνιμο κράχτη, της έδωσε και όνομα, ήταν “η καδραρισμένη ευτυχία”.
Ποτέ δεν σήκωσε την κακοτυπωμένη, φλού και κουνημένη εικόνα από τη βιτρίνα του.
Ήταν το αδύνατον που κυνηγούσε και σχεδόν έγλυφε το χρόνο.
Μόνο στις δικές μας μέρες, που αναγκαστικά, κατέβασε ρολά η επιχείρηση, η φωτογραφία βρέθηκε να πουλιέται αντί ενός ευρώ, ανακατεμμένη με εκατοντάδες άλλα, σκευρωμένα ενσταντανέ, μέσα σε μια χάρτινη σακούλα με μεγάλα σκισμένα αυτιά.
Ο γεροντάκος πωλητής δεν έβλεπε εικόνες, ανοιγόκλεινε το στόμα και μετρούσε τα ευρώ, που έλειπαν από το λογαριασμό. Βιαζόταν κι αυτός, όπως όλοι οι παράνομοι του παζαριού. Μήπως προλάβει, και πουλήσει τη πραμάτεια του, πριν σκάσουν οι πολιτσμάνοι και τους πετάξουν από τα πόστα τους.
Η ευτυχία για ένα ευρουλάκι και δεν σήκωνε παζάρια.
Ο γεροντάκος μετρούσε και ξαναμετρούσε, ήθελε περίπου δεκαπέντε, είκοσι και βάλε, τέτοιες “ευτυχίες”, για να πάρει το φάρμακο και να ρυθμίσει το ζάχαρο, που κάθε τόσο έπαιρνε την ανηφόρα και δεν έλεγε να κατέβει από τα ψηλά.