Πολιτικός Λόγος / Επικαιρότητα
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος – διήγημα του οποίου δημοσίευσαν «ΤΑ ΝΕΑ» κλικ εδώ – δεν είναι ο μόνος πολιτικός που δοκίμασε να εκφραστεί λογοτεχνικά. Στα έδρανα της Βουλής κάθονται πολλά κρυφά και φανερά ταλέντα της πεζογραφίας και της ποίησης. Ιδού μια μικρή ανθολογία…
Του Ηλία Κανέλλη
Μάξιμος παπαδιαμαντίζων
Προ της εμφανίσεως του Θόδωρου Πάγκαλου στα γράμματα, κορυφαία κατά τη γνώμη μου παρουσία σε αυτά ήταν η παρουσία του Μάξιμου Χαρακόπουλου, βουλευτή Λάρισας της ΝΔ, διδάκτορος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ιστορικού ερευνητή. Ο βουλευτής, που διεκδίκησε την εξαίρεση του ιστορικού Δήμου Φαλάνης της περιφερείας του από τον «Καποδίστρια» διότι σύμφωνα με την ιστορική έρευνα στην αρχαιότητα είχε δικό του νόμισμα (όπως κατά πάσα πιθανότητα θα έχουμε και εμείς σε λίγο καιρό), δημοσίευσε πέρυσι στις εκδόσεις της Εστίας έναν τόμο με διηγήματα. Ο τίτλος του, «Εκ νεότητός μου», υποκρύπτει πιθανόν αυτοβιογραφικές καταβολές – αλλά η γλωσσική επεξεργασία διαλύει κάθε αμφιβολία: η πρόζα του Χαρακόπουλου είναι παπαδιαμαντίζουσα ηθογραφία. Σταχυολογώ από «Τα Φώτα»:
«[…] – Είναι αλήθεια, παπα-Χαραλάμπη, πως σ’ έβρισε η γρια-Ευθυμία όταν μπήκες ν’ αγιάσεις το σπιτικό της και την έπιασες τσίτσιδη στη σκάφη; ρώτησε με αυθάδεια ο Αναστάσης.
[…] Η γρια-Ευθυμία, όπως και όλοι οι χωριανοί, θεωρούσαν καλό να λουστούν ανήμερα των Φώτων με τον αγιασμό. […] Ο παπα-Χαραλάμπης […] μπήκε χωρίς να χτυπήσει την εξώπορτα και μόλις αντίκρισε την ευτραφή ηλικιωμένη γυμνή στη σκάφη στο μέσον του κουζιναριού – πού λουτρά και μπάνια εκείνη την εποχή; – προχώρησε σαστισμένος στο επόμενο δωμάτιο. Οι χωριανοί λέγανε πως τα έχασε τόσο που αντί του “εν Ιορδάνη”, άρχισε να ψάλλει το “μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου”. […]»
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος θα αναδεικνυόταν σε μετρ της ηθογραφίας με τις επεξεργασμένες αναμνήσεις της εκλογικής του περιφέρειας αν δεν τον προσπερνούσε, πιο κοσμοπολίτης, ο Θόδωρος Πάγκαλος, τα διηγήματα του οποίου «Οι χαμένοι» θα κυκλοφορήσουν σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η Λιάνα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού
Ηθογραφικά είναι και τα λογοτεχνικά πεταρίσματα της Λιάνας Κανέλλη, η οποία όμως θύει παραλλήλως και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, κράμα Ελλης Αλεξίου και Κώστα Κοτζιά. Το καλύτερο, το αξεπέραστο λογοτεχνικό της αφήγημα, υπό τον τίτλο «Χωνευτικά κι αχώνευτα», το έχει δημοσιεύσει στον «Ριζοσπάστη» (18/1/2004):
«Η μικρή μανικιουρίστα, που βγάζει χίλια ευρώ το μήνα σκύβοντας δεκάξι ώρες την ημέρα πάνω από τα χειροπόδαρα που θέλουν περιποίηση, ανασφάλιστη και με σταματημένο το σχολειό στην τρίτη του Δημοτικού, τα ‘φτιαξε μ’ έναν κομμουνιστή κι έχει σκιαχτεί. Πρώτα γιατί κατάλαβε σε ποια τάξη ζει κι ύστερα γιατί τις τελευταίες μέρες, όλο και σε πλουσιότερα σπίτια βλέπει βαβούρα όταν πάει για δουλιά [σ.σ. έτσι γράφουν τη δουλειά οι προλετάριοι, κύριε Διορθωτά]. Της πιάνουν και κουβέντα για τα πολιτικά. Και της λένε τα πλούσια αφεντικά που δίνουν μικρά φιλοδωρήματα: “Γιωργάκη είπαμε θα ψηφίσεις. Αλλιώς να μη ξαναέρθεις για τα νύχια μας”. Η ίδια που έχει λιγάκι απ’ τον έρωτα ξεθαρρέψει, τολμάει να μονολογεί. “Τι έχει για τους πλούσιους αυτό το παιδί κι όλοι το θέλουν για δικό τους; Ως κι η αδερφή μου, άνεργη και τεμπέλα μαζί, λέει ότι τον συμπαθεί. Οι λιγότερο πλούσιοι μου λένε τα ίδια για τον Κωστάκη”…
Η τέχνη του εκβιασμού στο σύγχρονο μεγαλείο της αποφασίζεται στα γεύματα των διπολικών. Μοιράζεται σε μερίδες. Υστερα όμως έρχεται η χώνεψη της αλήθειας απ’ τη μικρή μανικιουρίστα που δουλεύει απ’ τα δεκατέσσερα, όσα και τα μάτια που της άνοιξε η ζωή. Μόνη της ρώτησε, μόνη της απάντησε. “Θα ψηφίσω ΚΚΕ. Η ψήφος είναι μυστική, είναι δική μου κι είναι κι ακριβή”!»
Ο Καζάκος της διανόησης
Στρατευμένη είναι και η πρόζα του βουλευτή Επικρατείας του ΚΚΕ Κώστα Καζάκου – όπως άλλωστε και η δραστηριότητά του στο θέαμα, είτε Μίλτος Ιατρίδης στο «Υποβρύχιο Παπανικολής» είτε Διαμαντής Αμιράς στο «Βέρα στο δεξί» είτε εθνικός δικαστής που καταδίκασε τον Κλίντον στο Σύνταγμα. Στο αυτοβιογραφικό «Το τραίνο που ταξιδεύω ακόμα», δημοσιευμένο τον Φεβρουάριο 2005 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Το Δέντρο» (τχ. 139/140), περιγράφει τι έπαθε όταν διάβασε πολλά βιβλία και αισθάνθηκε πλέον σιγουριά για το γνωστικό του υπόβαθρο:
«Τότε έκανα και τη φοβερή μου ανακάλυψη. Έπρεπε να γίνω διανοούμενος. Ο διανοούμενος, έλεγα, είναι ο ήρωας του καλού, που πολεμάει να λιγοστέψει του κακού τη δύναμη μέσα στη ζωή μας. Έπρεπε κι εγώ να μπω σε κείνη την τάξη των ηρώων, που τραβάνε μέσα από το μυαλό τους το τρομερό σπαθί της διανόησης κι αμέσως ο δράκος του κακού χώνεται πανικόβλητος στη σπηλιά του. Ήτανε ό,τι καλύτερο μπορούσα να φανταστώ για την επαγγελματική μου σταδιοδρομία».
Ο Αδωνις του Βυζαντίου
Ο Αδωνις Γεωργιάδης, στρατευμένος κι αυτός, αλλά σε άλλο μέτωπο, δικό του, στην υπόθεση της ελληνικής διαχρονίας, είναι ο μόνος λογοτέχνης της Βουλής που έχει ξεπεράσει την ηθογραφική έκφραση. Η δική του λογοτεχνική φόρμα είναι το ιστορικό μυθιστόρημα. Στο αφήγημά του «Θεοδώρα Φραντζή – Η Άλωσις», περιγράφει ο ίδιος πώς εκμεταλλεύθηκε την ελληνική μετάφραση ενός παλαιού έργου αγνώστου, το οποίο υποτίθεται ότι είναι οι ημερολογιακές σημειώσεις της Θεοδώρας Φραντζή, κόρης του Γεωργίου Φραντζή:
«Το έργο αυτό είχε πολλές αρετές και κυρίως μετέφερε με εκπληκτικό τρόπο, αν και με φανερή τάσι να μειώση τους Έλληνες (sic) και να εξυψώση τους Άγγλους (sic), το κλίμα της εποχής της Αλώσεως. Θεώρησα λοιπόν κρίμα να πάη χαμένο και δεδομένου ότι το ιστορικό μυθιστόρημα ως εργαλείο μπορεί να είναι ιδιαιτέρως χρήσιμο, απεφάσισα να το αξιοποιήσω. Το χρησιμοποίησα λοιπόν ως βασικό υλικό αλλάζοντας βέβαια την αρχική γλώσσα και την πλοκή του έργου ώστε πρώτον να αποκτήση περισσότερη ιστορική πιστότητα και δεύτερον να αναδειχθή και η ελληνική συμβολή στον ηρωικό εκείνο αγώνα».
Ενα ιστορικόν μυθιστόρημα που ανακαλύπτει Ελληνες και Αγγλους στα τέλη του βυζαντινού μεσαίωνα, βεβαίως, δεν μπορεί να είναι και τόσο ιστορικόν – αλλά πάλι αυτός είναι ο Αδωνις. Μήπως το δοκίμιόν του «Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα» έχει σχέση με τη διεθνή βιβλιογραφίαν; Απλώς, απευθύνεται στο τηλεοπτικό και το πολιτικό του ακροατήριο.
Οι ποιητές
Οι προαναφερθέντες δεν είναι οι μόνοι που διακονούν τα γράμματα στο Κοινοβούλιο. Η πλειονότης των εργατών του λόγου είναι ποιητές. Από τον Τηλέμαχο Χυτήρη μέχρι τον Κώστα Σκανδαλίδη, ο εθνικός μας λυρισμός διαχέεται στα πέρατα της Οικουμένης. Ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς, μιλώντας για τον Ελύτη (12/12/2001), επιλέγει τη μαγική προσέγγιση στη ζωή αντί της ρεαλιστικής: «Σήμερα, που την πολιτική κατακλύζουν οι αριθμοί, θέλω να πάω πιο βαθιά από την πολιτική».
Με υποκειμενικά κριτήρια, θα ξεχωρίσω δύο ποιητές – βουλευτές που και οι δύο εκλέγονται στη Θεσσαλονίκη, για να τους παραδώσω ανθολογημένους στην αιωνιότητα του αναγνωστικού κοινού των «ΝΕΩΝ».
Ο πρώτος είναι ο Τάσος Κουράκης, εκλέγεται με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Περιφέρεια Θεσσαλονίκης. Ανθολογώ από το «Ιερωτικόν»:
«Η μελάνη που τοξεύει τις λέξεις δεν θα συναντηθεί ποτέ με τα υγρά του / κολποφαλλού. Κι όμως και τα δύο στοχεύουν στο φθαρτό. // Ο Λόγος μας γενετήσιο όργανο».
Ο άλλος είναι ο Σπύρος Βούγιας, βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης του ΠΑΣΟΚ. Από το πάνθεον της δικής του ποιητικής πρόζας επιλέγω:
«Τον ψώνισε/ και του πήρε την μπάλα/ την ψώνισε/ και τον πήρε η μπάλα». http://www.tanea.gr