Του Αθανάσιου Γκότοβου
(Από την Επέμβαση του Μουσολίνι στην Αιθιοπία, 1935, μέχρι τον Πόλεμο του Κόλπου, 1991)
…Κατάρα / σ’ όσους πρόφεραν / τη λέξη «πυρ»
Κατάρα / σ’ όσους την άκουσαν
Ότι αυτοί / δολοφόνησαν / το Θεό…
Με αυτά τα λόγια οριοθέτησε τη στάση του ο ποιητής απέναντι στον πόλεμο, θέση από την οποία δεν αποστασιοποιήθηκε ούτε στιγμή ως το 1991 που αποχαιρέτησε τον «φίλον του κόσμο». Ήταν μόλις 23 χρόνων όταν ευθαρσώς κατάγγειλε την επέμβαση του Μουσολίνι στην Αιθιοπία και συμπληρώνοντας τους Μακαρισμούς της ομιλίας του Ιησού επί του όρους των Ελαιών, καταδίκασε την υποκριτική στάση των εκπροσώπων του Θεού επί της γης απέναντι στον πόλεμο, στο πρόσωπο του πάπα.
Το ολογοσέλιδο έργο του Ο πόλεμος θα καεί ως «επικίνδυνο» τον επόμενο χρόνο από τη Μεταξική δικτατορία προσφέροντάς του όμως και την πρώτη δικαίωση στο επίπεδο της αντιπολεμικής του στάσης και ιδεολογίας, αυτής που τον διέκρινε και τον σφράγισε ιδεολογικά για όλη του τη ζωή. Πριν ακόμη προσχωρήσει ρητά στην ιδεολογία της αγάπης, όπως το έκανε λίγα χρόνια αργότερα (1939), είχε ανακαλύψει την πηγή από όπου αναβλύζει αστείρευτα ο ανθρώπινος πόνος, αυτή που αποτέλεσε τη μια από τις δυο πηγές της έμνευσής του, όπως παραστατικά και επιγραμματικά τη μορφοποίησε 50 χρόνια αργότερα στη Χορωδία, όπου γράφει αναφερόμενος στις δύο πηγές της έμπνευσής του:
Δεν ξέρω από που
έρχονται τα ποιήματα
που σαν περιστέρια
το ένα τους πίσω από τ’ άλλο
φτερουγίζουνε από μέσα μου.
Δεν ξέρω από που
έρχονται τα μηνύματα
(Υπάρχει ένας τόπος
μέσα μου, όπου
γυρίζουν ιμάντες
σαλεύουνε σύμβολα
γίνονται πράγματα.)
Η αγάπη και ο πόνος
λειτουργούν ακατάπαυστα.
(Χορωδία, 1987)
…
Όσοι γνωρίσαμε από κοντά το Νικηφόρο Βρεττάκο ξέρουμε και μαρτυρούμε ότι η θεματική του δεν ήταν πρόσχημα για ποιητική αξιοποίηση. Ήταν μόνιμη και διαρκής αγωνία του και το κόστος της το ψηλαφούμε σε όλη του τη ζωή, όπως μετουσιώθηκε στο έργο του, ποιητικό και πεζό. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει το έργο του ως αντιδικία με τον πόλεμο:
Αντιδικώ με τα λόγια / που απόκτησαν λόγο
κ’ επιμένουν να κάνουν / τους ποιητές να σωπάσουνε.
(Εκκρεμής δωρέα)
Τόσο τα διάσπαρτα σε όλες τις ποιητικές συλλογές αντιπολεμικά κείμενα και τα συνθετικά του έργα, όσο και η διαρκής παρουσία του στις αντιπολεμικές και αντιπυρηνικές πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις είναι αψευδείς μάρτυρες αυτής της αγωνίας του, που πήγαζε από τη βαθιά συνείδηση που τον διακατείχε για τον κίνδυνο που διατρέχει ο κόσμος, η ίδια η ζωή, από την τρομακτική ανάπτυξη των οπλοστασίων και των πυρηνικών όπλων. ο Νικηφόρος κατείχε το προβάδισμα στην ανησυχία για την τύχη του κόσμου, που πολύ αργότερα εκφράστηκε από τα κάθε λογής οικολογικά κινήματα. Τόσο στο συγκλονιστικό γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (1954), όσο και στην Αυτοβιογραφία του (1961), είναι έκδηλη η αγωνία του για την τύχη του κόσμου που πηγάζει από μια σαφή συνειδητοποίηση των αιτίων του ανθρώπινου προβλήματος που ξεκινάει από την ιδιοτέλεια και την απουσία αγάπης από τον κόσμο.
…
Αλλά η ιστορία της σχέσης του Νικηφόρου με τον πόλεμο είναι διάφανη τόσο σε ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, όπως τα «Μάνα και γιός» (1940) που πρέπει να διαβάζεται με το «Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο μέτωπο της Αλβανίας» για να έχει κανείς την πλήρη γνώση του ψυχοδράματος του ποιητή, όσο και στο ίδιο ψυχόδραμά του Το αγρίμι που οργανώνει και μορφοποιεί τις ημερολογιακές του σημειώσεις από την περίοδο του πολέμου του ’40. Επιστρατευμένος ο ποιητής από τον Αύγουστο του 1940 πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο από τις τάξεις του συντάγματος του συμπατριώτη του Κωνσταντίνου Δαβάκη.
…
Ο ποιητής με ειλικρίνεια αναγνωρίζει τον καταλυτικό ρόλο που έπειξε η πολεμική του εμπειρία για την κοινωνική του ένταξη και τη συμμετοχή του στον αντιστασιακό και τους κοινωνικούς αγώνες στη συνέχεια:
«Επέζησα χωρίς να το υπολογίζω από πριν, χωρίς να το περιμένω πως θα επιζήσω. Επέζησα έχοντας κερδίσει μια σπουδαία εμπειρία. Γύρισα μ’ έναν απέραντο θαυμασμό για τον ελληνικό λαό αυτόν καθ’ εαυτόν, τον λαό τον ακέφαλο, τον οργανωμένο από τα ίδια του τα αισθήματα, από την ίδια του τη φύση, μέσα στην αγραμματοσύνη του και τη στέρησή του. Να ένα θαυμαστό καταφύγιο. Γυρίζοντας θα πήγαινα μαζί του.»
Σ’ αυτό το πλαίσιο βρίσκει νόημα και ερμηνεύεται η στράτευση του ποιητή στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στο ΚΚΕ καθώς και η λογοτεχνική του παραγωγή που δοξαστικά αποτυπώνει την εποποιία των Ρώσων στο Στάλιγκραντ στην Ηρωική Συμφωνία, το χρονικό της δράσης του Λόχου Λόρδος Μπάυρον στο πλατύ χρονικό 33 μέρες, την υποκρισία των νικητών Τσώρτσιλ, Λένιν και Ρούσβελτ στο Λόγος ενός ληστή στη Διάσκεψη του Πότσδαμ καθώς και άλλα σχετικά περιστατικά στα μικρότερα αλλά πολύ σημαντικά ποιήματά του «Το παιδί με τη φυσαρμόνικα», «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρόυ αγωνιστή», «Οι δύο αδελφές» κ.λπ.
…
Και δεν ήταν μόνο «ένας άλλου είδους πολίτης». Ο Βρεττάκος ήταν και «ένας άλλου είδους στρατιώτης», όπως εξομολογείται στη συλλογή του «Το χρυσό αμάξι» που πρωτοκυκλοφόρησε πρόσφατα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δέκα χρόνων από το θάνατό του:
Δούλευα σε όλη μου τη ζωή (…)
Έκανα τη θητεία μου.
Ένας στρατιώτης από άλλο στρατόπεδο·
Φιλούσα σκοπιά έξω απ’ τ’ όνειρο.
[Δημοσιεύθηκε στο: Διεθνές Συμπόσιο για τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο. Σπάρτη 18-21 Μαΐου 2001. Πρακτικά/ επιμ. Παντελεάκης Περικλής .- Αθήνα: Εταιρεία των Φίλων του Μυστρά και της ιστορίας του; Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης-Αρχείο Νικηφόρου Βρεττάκου, 2004.]
http://www.ekebi.gr