ΚΑΤ΄ «ΟΙΚΟΝ» ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ (το γ΄μέρος του αφιερώματος στον Δημήτρη Λιαντίνη)

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

το γ΄μέρος του αφιερώματος στον Δημήτρη Λιαντίνη

επιμέλεια Απόστολος Θηβαίος

Το έργο μιας δημιουργικής σκέψης κρίνεται πάντα μες στο ανθρώπινο μέλλον. Και απαιτεί, δίχως καμιά αμφιβολία την ενδελεχή, ασυμβίβαστη μελέτη, τη συντριβή των γνωστικών και φιλοσοφικών περιχαρακώσεων, την αγωνία για μια ουσιώδη κατάφαση, τη σύγκριση, την ψύχραιμη θεώρηση των βασικών αξόνων. Κατά αυτόν τον τρόπο, μπορεί να πει κανείς πως η μελέτη του έργου του Δημήτρη Λιαντίνη απαιτεί μια σοβαρή ενδοσκόπηση στο υλικό του, ένα θαρραλέο ξεπέρασμα της τελικής, επιθανάτιας επιλογής του Λάκωνα φιλοσόφου, μια τολμηρή περιφρόνηση εκείνου του ξεχωριστού είδους της αυτοχειρίας, με την οποία ο Λιαντίνης επέλεξε να τερματίσει την επί γης αναφορά του. Και οφείλουμε να τονίσουμε σε τούτο το σημείο πως πέρα από τον ερασιτεχνισμό και τη γραφικότητα των συμπερασμάτων, τα οποία με τόση ευκολία εξάγει ο ασυνήθιστος σε φιλοσοφικές προοπτικές σύγχρονος, ελληνικός κόσμος, καμιά απόπειρα δεν έχει πραγματοποιηθεί προκειμένου να εκτιμηθεί το αληθινό βάθος της φιλοσοφίας του Λιαντίνη. Σε τούτη τη σύντομη, αντίστροφα ανάλογη προς την ευρύτητα της σκέψης του Έλληνα φιλοσόφου αναφορά μας, θα τολμήσουμε να προσεγγίσουμε με μια ειλικρινή αφέλεια και με περιγραφικότητα αναλυτική τη συγκρουσιακή στάση με την οποία επέλεξε η ελλαδική εκκλησία να κρίνει το έργο του Δημήτρη Λιαντίνη.

Καθίσταται σαφές, ακόμα και από μια σύντομη, αποσπασματική ανάγνωση των σωσμένων κειμένων του φιλοσόφου, πως ο Λιαντίνης υπήρξε ένας θερμός αρνητής των παρηκμασμένων θεσμών. Η ουτοπία του Λιαντίνη προέβλεπε έναν άνθρωπο ελεύθερο σε όλη του την πνευματική διάσταση από κάθε ψυχολογικό περιορισμό, ειδικότερα δε εκείνον ο οποίος θεωρεί την επίγεια ζωή ως ένα πεδίο άσκησης και προετοιμασίας για το αποφασιστικό όσο και σίγουρο βήμα προς την αβεβαιότητα. Η εκκλησία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να επιτρέψει την επέκταση ενός τέτοιου, επικίνδυνου είδους πανελευθερίας. Άλλωστε δεν το έπραξε ούτε ακόμα και όταν ο Καζαντζάκης αντίκρυσε το «Γολγοθά καταμεσής της καρδιάς μας», καθώς τόνισε ο Άγγελος Τερζάκης στο μνημειώδη σχολιασμό του σαιξπηρικού έργου. Ο ίδιος ο θεσμός, ενισχυμένος με κριτήρια πολιτικά, αναπτύσσοντας δηλαδή ένα πολιτικό ύφος δοκίμασε να θέσει το θρησκευτικό δόγμα ως δέσμευση κοινωνικού περιεχομένου. Μόνο με τούτο τον τρόπο θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει τα μέσα, έτσι ώστε να επιτύχει τη φιλοδοξία της, η οποία δεν είναι σε καμιά εποχή διαφορετική, από έναν πληρέστερο έλεγχο στη λαϊκή πλειοψηφία, την τόσο εύχρηστη και εύπλαστη μα και τόσο αψυχολόγητη στις αντιδράσεις της. Ο φοβισμός, τον οποίο πρόβαλε και τελικά επέβαλε στους κόλπους της κοινωνίας, ο συντηρητισμός της εμπρός σε κοινωνικά θέματα, με ισχυρούς αντικατοπτρισμούς στο σύνολο της κοινωνίας επέτυχε. Πέτυχε να διαβρώσει την κριτική σκέψη του ανθρώπου, να τον χειραγωγήσει και εκείνη με τη σειρά της, εφαρμόζοντας ένα ιδιότυπο είδος υποθήκης, επί της οποίας δεν θα μπορούσε να είχε κανείς άλλος την προνομιακή προτεραιότητα. Η κατά το δοκούν ερμηνεία της θείας διδασκαλίας, η εμμονή σε ένα είδος θεατροποιημένου συμβολισμού, οι σαφείς, πολιτικοί υπαινιγμοί, όλα ετούτα θα παραμείνουν για πάντα βασική επιχειρηματολογία, προκειμένου να μην απωλεσθεί το κατακτημένο δικαίωμα της εκμετάλλευσης. Η φιλοδοξία μιας καθ΄ομοίωση προσέγγισης του Θεού θα αποτελέσει εις το εξής καίριο μα άπιαστο στόχο, ακόμα και για εκείνους που ζουν αφιερωμένοι σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο, όπως η εκκλησιαστική υποβλητικότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στη θνητότητά τους από τη μια και την πρόθυμη διεκδίκηση της αιωνιότητας από την άλλη πλευρά.

Δεν είναι ετούτο που θα προτείνει ο Λιαντίνης, μα ούτε και καμιά άλλη συμβατικότητα. Ο ίδιος αναγνωρίζει σε τούτη την πρακτική ένα απαίσιο είδος αναχρονισμού, του οποίου τα αποτελέσματα επηρεάζουν και διαμορφώνουν ζητήματα κρατικής φύσεως. Και είναι ακριβώς το θέμα της ανάμειξης της νεότητας μες στην κατάσταση ετούτη, που καθιστά ακόμα πιο ενοχική την εκκλησιαστική πρακτική και την όσο το δυνατόν διαχρονική προσκόλλησή της στην κοινωνία. Ετούτο που για πολλούς εκφράζεται πιο περιφραστικά μα επαρκέστατα με την ενοποίηση εκκλησίας και κράτους, η οποία διαπιστώνεται σε όλες τις κοινωνίες, συνοδεύοντας πάντοτε τη θεσμική ίδρυση ενός κράτους, συνιστά εκείνο το οποίο εντείνει την επιχειρηματολογία του Λιαντίνη, δικαιολογεί τη στάση του, δικαιολογεί τη λύπη και νομιμοποιεί τα δάκρυά του.

Η εξειδικευμένη αναφορά ετούτου του υπομνήματος συνιστά έναν ουσιαστικό λόγο για την περιθωριοποίηση του Λιαντίνη και του έργου του, όσο ήταν εν ζωή, από τους εκκλησιαστικούς κύκλους και τους ηθικόφρονες του ελληνισμού. Σε κάθε δόγμα υφίσταται ένας περιορισμός της σκέψης, της συλλογιστικής, με άλλα λόγια σημειώνεται μια βαθιά κατάπτωση της ελευθερίας. Ετούτο από κάποιες ψυχές δεν νοείται. Μιλούμε για εκείνες, όπως του Λιαντίνη, ο οποίος πίστεψε στην ανθρώπινη ικανότητα περισσότερο από όσο επέτρεπε ο καιρός. Η ουτοπία του αφορούσε την εγκαθίδρυση του κράτους της ατομικής ευτυχίας. Ας το ορίσουμε με τούτο τον τρόπο. Ο αιφνίδιος, σκηνοθετημένος από τον ίδιο θάνατός του συνιστά μια ύστατη, μια κορυφαία πράξη ελευθερίας, μια βαθιά ρήξη με τις αξίες και τους περιορισμούς. Παρεχώρησε στο θάνατό του μια αιτιολογία, μια ανυπέρβλητη δυναμική, καθιστώντας τον ως μια αφετηρία, μια πρόταση για έναν άλλο, βαθύτερο βίο, μια κραυγή εμπρός στον κτηνώδη πολιτισμό ενός άκρατου θετικισμού. Κανείς, λοιπόν δεν μπορεί να αρνηθεί πως ο Λιαντίνης «πίστευε.» Μάλιστα αποδεικνύεται λαμπρά και παγιωμένα ορθόδοξος, με την ίδια, κυριολεκτική έννοια με την οποία στάθηκε και υπερρεαλιστικός.