«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ»
Σχόλιο στον πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη.
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Τον έγδυσαν και άφησαν το σώμα του γυμνό. Ακόμη τον έδεσαν και τον εγκατέλειψαν εκεί προς παραδειγματισμό και συμμόρφωση των ευσεβών. Οι στρατιώτες, στέκονταν γύρω του, καθώς τότε και έτρωγαν ή γελούσαν με την απεγνωσμένη εικόνα του νέου. Κάθε τόσο, ένας από εκείνους σηκωνόταν και έβρεχε τα χείλη του άνδρα με χλιαρό νερό και γελούσε με τη δίψα και τη δοκιμασία του. Οι στρατιώτες ήταν ντυμένοι ελληνικά. Με τα θερινά πουκάμισα στο χρώμα του χώματος, ένα ανοιχτό καφέ, σχεδόν αμμώδες. Το παντελόνι ήταν του ιδίου χρώματος και με τούτη την ομοιομορφία την ενδυματολογική το έργο και οι επαίσχυντες πράξεις τους αποκτούσαν έναν δογματισμό αποτρόπαιο. Τα μάτια τους ήταν ερωτικά, χαμογελαστά, καθώς όσων αμαρτάνουν με συνείδηση και εγωισμό πρωτόγνωρο. Τα μάτια τους ήταν ήμερα, σαν ελαιώνες τη δειλινή ώρα που ησυχάζουν και ακινητούν παράξενα μες στη θεριστική τοπογραφία. Ο νεαρός άνδρας φορούσε μόνο ένα λευκό μανδύα, τριγυρισμένο στο μέσον του σώματός του και έτσι προσέδιδε την αίσθηση ενός Χριστού. Τέτοια ήταν η αναλογία της ομορφιάς και της απλότητας του μελλοθανάτου. Μιλούμε για κάτι αντλημένο από την ιουδαϊκή παράδοση. Την τρίτη μέρα, όπως στις γραφές ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε το σθένος του νεαρού και διέταξε να ενταθούν οι βασανιστικές μέθοδοι. Οι στρατιώτες με τις ίδιες στολές, θυμίζουμε αποχρώσεως ζεστού, αμμώδους υλικού, εκτέλεσαν τις διαταγές του μονάρχη. Έσυραν το νεαρό που σερνόταν πια από την κακουχία και την πολυήμερη δοκιμασία και τον έθεσαν εν μέσω των ερρειπίων ενός αρχαίου κάστρου. Υπήρξε ένας λαμπτήρας παράδοξου φωτισμού, ας πούμε πως ομοίαζε με ένα μυστικό αστέρα, μια ηλιακή προσομοίωση ίσως ή κάτι ανάλογης εκπλήξεως και αμηχανίας σκηνογραφικής. Σπασμένα μάρμαρα, συντριμμένα διαδήματα, μια αίσθηση παλαιού, επαρχιακού κοιμητηρίου. Σε φυσιολογικές συνθήκες, αν ο χρόνος δηλαδή σταθεί τρυφερός με τα ανθρώπινα δημιουργήματα μπορεί κανείς να μαρτυρήσει εξαιρετικής τεχνοτροπίας σιδηροκατασκευές, πλεγμένα φίδια, κόρες με λυτά μαλλιά που αθανατούν περίλυπες, με πλαστικότητα αντιστρόφως ανάλογη του άκαμπτου, δομικού υλικού. Ο νεαρός άνδρας κρατούσε τα άκρα του δεμένα και έτσι η όψη του αποκτούσε μια παρακλητικότητα, μια διάθεση ανάλογη με εκείνη της ποιήσεως που καλείται ποιητικότητα και σπανίως απαντάται. Σε μια νάρκη τρυφερή τα δυο του χέρια σχημάτιζαν την πρόθεση μιας προσευχής και τούτο ήταν αρκετό και δικαιολογημένο για το βασανισμένο, νεαρό άνδρα. Τα μάτια του τώρα παρέμεναν στυλωμένα στο άδειο και είχε μια όψη αιωνιότητας. Τούτο ήταν ερωτικό και βυζαντινό μαζί, καθώς οι ρόδινες, βλαστόμορφες προσωπογραφίες των παρεκκλησιών που παρουσιάζουν αρθρώσεις τανυσμένες και διαθέτουν οξύτητα πνευματική και ευλάβεια. Έπειτα από λίγες μέρες, οι στρατιώτες ειδοποίησαν τη διοικούσα αρχή πως είχαν τελέσει το καθήκον τους και τώρα ο Άγιος Σεβαστιανός κείτοταν νεκρός και ασάλευτος στο χώμα. Η όψη των στρατιωτών πρέπει να σημειώσουμε διέθετε τώρα την αύρα ενός εκτονωμένου ερωτισμού, όπως εκείνος που εκπέμπουν οι νεαροί άνδρες τις Κυριακές καθώς εμφανίζονται στις εξόδους των παλαιών νεοκλασσικών ναίσκων. Κάλεσαν έναν ζωγράφο τέλος, κάποιον πιστό στον αυτοκράτορα και τον ανάγκασαν να δεσμεύσει την επιθανάτια όψη του Αγίου. Εκείνος προέβαλε λευκό και ερωτικό το σώμα του νεαρού, σκοτωμένου από το βέλος του τοξότη οπλίτη. Χρόνια έπειτα όταν οι αντιδράσεις για το θάνατο του Αγίου Σεβαστιανού κατέστησαν μνήμη και μεταγγίστηκαν ας πούμε στο σώμα της ιστορίας, πολλοί σκέφτηκαν και ετίμησαν το ζωγράφο εκείνο για έναν άφταστο μοντερνισμό. Πάει να πει ένα είδος καλλιτεχνικής προφητείας, δοσμένης με αισθητικά επιχειρήματα και μια ελευθερία εκφραστική πρωτίστως. Μάλιστα δημιούργησαν και ένα ίδρυμα προς τιμήν του. Μα δεν φαντάστηκαν πως ο μοντερνισμός του ζωγράφου ήρχετο από καταβολές κόσμου. Πως διέθετε μια φυσικότητα και έναν αυθορμητισμό πέρα και έξω από τους πλούσιους φωτισμούς και σωματεία θεσμικού χαρακτήρος. Ακόμα και ο Άγιος Σεβαστιανός περιβλήθηκε έκτοτε με μια αύρα λαϊκή και εξοικειωμένη.