24grammata.com- άποψη
Τ.Χ.
Ο ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΤΗΝ 3Η ΧΙΛΙΕΤΙΑ
γράφει ο Απόστολος Θηβαίος.
Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ
Ο Τσάιλντ Χάρολντ έφθασε στην Αθήνα αργά τ΄απόγευμα. Ήταν ένας υπέροχος καιρός Ιουλίου όταν ο Τσάιλντ Χάρολντ έφθανε στην Αθήνα του 21ου αιώνα. Φορούσε τα ενδύματα της εποχής του. Μακρύ παλτό με γούνινο γιακά και το μαντήλι στο λαιμό του. Πάντα στο χρώμα του πρωινού αυτό το μαντήλι δεμένο γύρω απ΄το λαιμό. Αυτό τ΄ωραίο απόγευμα ο Τσάιλντ Χάρολντ κατηφορίζει για το κέντρο της πόλης. Είναι κουρασμένος απ΄το ταξίδι και τους αιώνες. Όμως εκείνη η μετόπη, τα κορίτσια που βαστούν αδιάκοπα το σπουδαίο βάρος της στοάς δεν μπορούν λιγότερο να τον γοητέψουν. Βαδίζει αργά, με την ηλικία του αμέτρητη πια. Κάτι το διαλυτικό συνέβη όλα αυτά τα χρόνια. Έτσι περνά εμπρός από καφενεία που λειτουργούν δίπλα σε χαλάσματα, έτσι ησυχάζει για αιώνες ολόκληρους μες σε σπηλιές ομηρικές, πλάι σ΄άντρες που διηγούνται τις ιστορίες απ΄την Ανδριανούπολη και την Αντιόχεια. Αυτός ο αγκώνας που προεξέχει του χώματος άνηκε στο άγαλμα μιας αρχαίας τροφού. Αυτές οι γραμμές, αυτές οι γεωμετρίες που την κρατούν πλαστική εδώ και αμέτρητες εποχές, αυτές οι μορφές που αποκτά όταν τεμαχίζεται από το φυσικό φως και όταν νυχτώνει στις μουσειακές πτέρυγες. Όλα αυτά συνιστούν την αρχαία τροφό με τα γκρεμισμένα χέρια, με τα θρυλικά, άδεια μάτια. Τις πτυχώσεις τόσων και τόσων εθνικών γεγονότων. Αυτοί που τον προσπερνούν κοιτούν με περιέργεια και θαυμασμό την ενδυμασία του Τσάιλντ Χάρολντ. Κάποιοι τον αναγνωρίζουν από τα νερά, τα χώματα, τ΄άνθη του Μεσολογγιού που φορεί στα μαλλιά του. Ο Τσάιλντ Χάρολντ δεν φορά στεφάνια, γράφει στίχους και λούζεται στα φώτα του Κακογιάννη όταν ξεσπούν οι νύχτες στους βράχους. Στη μετώπη του Τσάιλντ Χάρολντ φαίνονται σκιές ναών και όψεις ανθρώπων της αρχαιότητας απ΄τον καιρό του δέους. Τώρα μόνον κάποιοι ελάχιστοι ανηφορίζουν την πέτρινη οδό για τον Παρθενώνα. Το τουριστικό περίπτερο που πουλά απ΄το πρωί φωτογραφίες της ολοκληρωμένης μετώπης κλείνει αργά. Οι φωτογραφίες και οι καρτ ποστάλ του Πρίαπου περνούν στο εσωτερικό του μαγαζιού, περνούν στην ιστορία. Ο Τσάιλντ Χάρολντ αγαπά πολύ τα σπίτια όπως τρέμουν μες στα νερά των φωτισμών πέρα. Δέρμα σπιτιών της Λευκωσίας και της Ιερουσαλήμ, η ζεστασιά της πέτρας του Καπανδριτίου, η μυρωδιά του Παρνασού και των ξύλων του, είσοδοι μεγάρων σε υποχώρηση, κλειστά, σκεπαστά μπαλκόνια. Τίποτε σαν τις ορθάνοιχτες πύλες των ναών που χωρούν πίστη, βωμό και ουρανό.
Ο Τσάιλντ Χάρολντ γράφει τραγούδια για την Ζίτσα. Γράφει ποιήματα, τόσα χρόνια μετά εμπρός στους ναούς, στους κίονες που σπάνε ελαστικοί για να χωρέσει ο υδράργυρος του φεγγαριού. Ο Τσάιλντ Χάρολντ ζωγραφίζει σ΄όλους τους τοίχους μετόπες. Μ΄ολες τις λεπτομέρειες. Τ΄άλογα, τον νεκρό Αχιλλέα, τους Τιτάνες, ό,τι γέννησε τον κόσμο που αγάπησε τόσο Τσάιλντ Χάρολντ. Ως το πρωί θα΄χει φθάσει στο Μεσολόγγι. Ξανά στα μέρη εκείνη που χάθηκε, μακριά πολύ μακριά από τα περήφανα πουλιά του βορά. Ο Τσάιλντ Χάρολντ που εισέρχεται στην Αιτωλία, βαδίζοντας πάνω στις γέφυρες. Από κάτω περνούν τα εμπορικά του Αντιρρίου. Μεγάλα φορτηγά, φορτωμένα σίδερα και πρώτες ύλες θα πλημμυρίσουν το λιμάνι και έπειτα θα χαθούν για τους ισθμούς και την ωραία, βυζαντινή Αλεξανδρούπολη.
Ο Τσάιλντ Χάρολντ περπατά πάνω στα βήματα που δεν έλιωσαν ποτέ. Τα χέρια και τα ποίηματα του Χάρολντ δεν θα χαθούν ποτέ. Ανάμεσα στους αθώους που πασχίζουν να ζήσουν ο Τσάιλντ Χάρολντ απαγγέλει διά μνήμης την Ιλιάδα του Ομήρου. Σταματά όταν λησμονεί κάποιο εδάφιο. Όμως έτσι συμβαίνει με κάθε πίστη, με κάθε φράγμα. Ο Τσάιλντ Χάρολντ είδε μια φορά την άνοιξη, τη σελήνη, την αλήθεια. Όλα τ΄άλλα είναι για εκείνον βαρετά. Συχνά πιάνει τον εαυτό του ν΄αγαπά παράφορα όσους φέρουν τ΄όνομα Φρειδερίκος.
Πράγματα όπως η Αλβιόνα τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Δεν είναι αυτή η πατρίδα του. Τόπος του η ανάμνηση μιας περιπλάνησης που του χάρισε την πατρική αίσθηση. Σ΄ένα σπίτι, εκεί υπήρξαν τα υπέροχα ταβάνια του Βερονέζε και τα ομοιώματα των αθλητικών ηνιόχων. Αυτά αφαιρέθηκαν και τώρα βρέχει ασβέστες σ΄όλα τα παλιά νεοκλασσικά σπίτια της λεωφόρου 3ης Σεπτεμβρίου.
Το επόμενο πρωινό ο Τσάιλντ Χάρολντ κείτεται νεκρός. Αναίτια σκοτώθηκε χθες το ξημέρωμα στα χωριά έξω απ΄το Μεσολόγγι. Εν τω μεταξύ οι κάτοικοι των Αθηνών ξυπνούν το επόμενο πρωί απ΄το βάρος της μετόπης που είναι αφημένη πάνω στις στέγες και ζωγραφισμένη σε τοίχους, μάντρες και ακόμη στο νου τους βαθιά. Σαν το πρόσωπο ενός πολύ αγαπητού φίλου που θυμηθήκαμε ξανά και εντυπωσιαστήκαμε καθώς τίποτε δεν μεταβλήθη στην ωραιότητά του.Αργά το απόγευμα κάποιοι θυμήθηκαν το φιλέλληλα Βύρωνα. Ο Τσάιλντ Χάρολντ είναι ο Λόρδος Βύρωνα του Μεσολογγίου, είναι κάποιος απ΄τους πολεμιστές της Γκουέρνικα . Δεν γνωρίζει περισσότερα μια έτσι χάνεται αυτή η γενιά και όσα φαντάστηκε κανείς για το τέλος του αιώνα.
Ο Τσάιλντ Χάρολντ σκοτώνεται ξανά στο Μεσολόγγι. Πεθαίνει, καθώς μες στις επιστολές του διαφαίνεται το ελληνικό όραμα, οι ελληνίδες μαντόνες που γελάστηκαν από μια αγάπη, η μισή καρδιά ενός αγίου στους επιταφίους των επαρχιών.Αυτά για τα οποία πέθανε δεν είναι μάρμαρα. Όσα γράφουν οι μετώπες περιέχονται σ΄αγάλματα, στη θάλασσα, στα καλοκαίρια. Έτσι ο Τσάιλντ Χάρολντ πεθαίνει κάποτε ευτυχισμένος. Μες στο ελληνικότατο φως. Γυρεύοντας το θέαμα και την παλιά ηδονή των αγίων. Μιλώντας με λέξεις μετώπες στην αδιάφορη εποχή μας. Αυτά τα γλυπτά ήταν πάντα το ποίημα που κανείς προσπαθεί για ολόκληρο το βίο του.