γράφει ο Στάμος Κυρζόπουλος
Είμαστε μια κοινωνία γαλουχημένη με τον μύθο των «ενδόξων» ηττών και όχι με τον πραγματισμό των προσεκτικά σχεδιασμένων νικών. Θαυμάζουμε τον ηρωισμό του αδιεξόδου και όχι τη μεθοδικότητα αναζήτησης διεξόδου. Εξυψώνουμε την αποκοτιά της βουλησιαρχίας που αγνοεί τους συσχετισμούς δυνάμεων και ηττάται και ελεεινολογούμε την προσεκτική και επίπονη προετοιμασία, τη συνεργασία, τις συμμαχίες που απαιτούνται για μια νικηφόρα στρατηγική. Σνομπάρουμε τον αργό, προσγειωμένο, σταθερό βηματισμό της πραγματικής προόδου και γοητευόμαστε -θανάσιμα- από το μεταφυσικό «μεγαλείο» των αλμάτων στο κενό.
Σκεφθείτε το λίγο: εάν ερωτηθούν συμπολίτες μας για τους περσικούς πολέμους π.χ., η πλειοψηφία όσων βρουν κάτι να πουν, θα σταθούν στον ηρωισμό και την αυταπάρνηση του Λεωνίδα και των τριακοσίων του (αγνοώντας παρεμπιπτόντως συστηματικά τους επτακόσιους Θεσπιείς) και τη διαχρονική εμβληματικότητα του «Μολών Λαβέ». Ελάχιστοι θα εστιάσουν στην στρατηγική ιδιοφυία του -εν πολλοίς αγνώστου- Μιλτιάδη και την ιστορικών διαστάσεων για όλο το δυτικό πολιτισμό σημασία της νίκης στον Μαραθώνα. Aκόμη κι αν σταθούμε στην κοσμοϊστορική αυτή νίκη, περισσότερο εστιάζουμε στην υπερπροσπάθεια του αναγγέλοντος την νίκη Φειδιππίδη και λιγότερο στον άψογο σχεδιασμό και την υποδειγματική εκτέλεση του σχηματισμού μάχης που ενεπνεύσθη και επέβαλε ο Μιλτιάδης. Από την υπερχιλιετή διαδρομή της ελληνόφωνης πολυεθνικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου ελάχιστα πολιτισμικά, στρατιωτικά, επιστημονικά, πνευματικά επιτεύγματα κατανοούμε και ενθυμούμαστε (σε μια μακρά περίοδο μάλιστα που όλη η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στο έρεβος του μεσαίωνα) και στεκόμαστε συνήθως σε μύθους περί «μαρμαρωμένων» βασιλιάδων, στις «κερκόπορτες» και τους προδότες, στην παρακμή και τον φατριασμό. Από την περίοδο της ελληνικής επανάστασης και της σύστασης του νεοελληνικού κράτους μεγαλύτερη έμφαση δίδεται σε εκρήξεις προσωπικού ή συλλογικού ηρωισμού (χορός του Ζαλόγγου, Αθ. Διάκος, έξοδος Μεσολογγίου) και λιγότερο στη στρατηγική αντίληψη του Θ. Κολοκοτρώνη, τη διπλωματική δραστηριότητα του Αλ. Μαυροκορδάτου, το ακαταπόνητα οργανωτικό-εκσυγχρονιστικό πνεύμα του Ι.Καποδίστρια. Η προσέγγισή μας στην εποχή εκείνη βρίθει επικολυρικών περιγραφών και προσπερνά επιδερμικά τις συνέπειες των διχαστικών και εμφυλιοπολεμικών διαμαχών, την απόλυτα καθοριστική συμβολή των μεγάλων δυνάμεων και της ναυμαχίας του Ναυαρίνου στη γένεση του ελληνικού έθνους-κράτους, τις μακροχρόνιες συνέπειες της επικράτησης της νοοτροπίας του «κοτζαμπασισμού» με τη δολοφονική εξόντωση του Καποδίστρια. Πιο πρόσφατα, ακόμη και ο Ελ.Βενιζέλος περισσότερο εκ-τιμάται ενδεχομένως, γιατί συγκρούσθηκε με το παλάτι, και λιγότερο, γιατί με τις -κατά κανόνα ορθές- στρατηγικές του επιλογές σχεδόν διπλασίασε την επικράτεια του ελληνικού κράτους, ενώ αγνοούνται -πλήρως σχεδόν- οι παρεμβάσεις του για τον θεσμικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Τη διαμόρφωση του ιδιόμορφα «ηρωικά ηττοπαθούς» συλλογικού μας υποσυνείδητου ήρθε να ολοκληρώσει ο εαμογενής λυρισμός της ηττηθείσας στον -προκληθέντα από αυτήν- εμφύλιο αριστεράς, που βοηθούσης και της διχαστικής εκδικητικότητας της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης εμπέδωσε μια πνευματική και συναισθηματική επικράτηση της υποτιθέμενης ηθικής υπεροχής των ηττημένων.
Αντιλαμβάνομαι ότι μέσα στον καταιγισμό των εξελίξεων που αφορούν την υποτιθέμενη «διαπραγμάτευση», την αξιολόγηση, την επερχόμενη πρωτοφανή φορολογική εξόντωση των -εναπομεινάντων και εναπομεινασών- οικονομικά ενεργών πολιτών και επιχειρήσεων και το πλήρες αδιέξοδο στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού -με τους κινδύνους ευρύτερης γεωστρατηγικής αποσταθεροποίησης που αυτό εγκυμονεί-, οι αναφορές του παρόντος σημειώματος ενδέχεται να φαντάζουν στον αγωνιώντα για το παρόν και το μέλλον του αναγνώστη, ως ανούσιες παρωνυχίδες. Ισχυρίζομαι ότι δεν είναι. Δεν είναι άσχετος με αυτό που -μας- συμβαίνει ο τρόπος που διαμορφώνουμε ως πολίτες, ως κοινωνία, ως έθνος την εικόνα του εαυτού μας, την αντίληψη μας για τη θέση μας στον κόσμο, την ελλειπή ή στρεβλή αυτογνωσία μας. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι άσχετο με τα κριτήρια που διαμορφώνουν τις επιλογές μας, με την ευκολία με την οποία εκτρεπόμαστε στην συνωμοσιολογία, υιοθετούμε απλουστευτικά στερεότυπα, παιδαριωδώς αυτο-θυματοποιούμαστε και προσπαθούμε να φωτίσουμε τις αλλεπάλληλες αποτυχίες μας με το ανύπαρκτο φωτοστέφανο μιας φαντασιακής ηθικής υπεροχής. Κάπως έτσι αναθέτουμε σε εξοφθάλμως ψυχοπνευματικά απαράσκευους ανθρώπους να διαχειρισθούν τις τύχες των παιδιών μας, σε ολοφάνερα ψυχοπαθολογικά ναρκισσιστές να «διαπραγματευθούν» με τα πουκάμισα έξω, σε δευτεροκλασσάτους εμποράκους της «εθνικής μας ιδιαιτερότητας» να διεγείρουν τα δήθεν εθνο-απελευθερωτικά αντανακλαστικά μας. Κάπως έτσι, βαφτίζουμε τις ταπεινώσεις «αξιοπρέπεια», την απομόνωση «υπερηφάνεια», τον σκοταδισμό «πρόοδο». Κάπως έτσι, εν τέλει, μετατρέπουμε έναν τόπο που γέννησε ιδέες και αξίες οικουμενικής εμβέλειας σε μεταμοντέρνα εγωπαθώς αυτο-οικτιρώμενη Σπιναλόγκα.
Προσπάθησα πολύ να κλείσω αυτό το σημείωμα με μια νότα αισιοδοξίας. Προ 2-3 εβδομάδων παρακολούθησα μια ενημερωτική εκδήλωση στο σχολείο της κόρης μου για τις σπουδές στο εξωτερικό, διοργανωμένη από τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Πρωταγωνιστές της εκδήλωσης ήταν -είτε ως φυσική παρουσία, είτε μέσω διαδικτυακών βιντεοκλήσεων- νεαροί απόφοιτοι του σχολείου που σπουδάζουν -και αρκετοί ταυτόχρονα δουλεύουν για να συντηρούνται- στο εξωτερικό. Είδα και άκουσα παιδιά προσγειωμένα, στοχοπροσηλωμένα, αποφασιστικά, κεφάτα, με πίστη στις δυνάμεις τους, λόγο λιτό και μεστό, χιούμορ και χαμόγελο. Τα παιδιά αυτά, που η εφηβεία τους συνέπεσε με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και συχνά δραματικές αλλαγές στις -οικονομικές τουλάχιστον-ορίζουσες του οικογενειακού τους βίου, με εντυπωσίασαν με τον νουνεχή δυναμισμό με τον οποίο αντιμετωπίζουν το μέλλον τους. Το βλέπουν σαν ένα δρόμο ανηφορικό που απαιτεί διαρκή προσπάθεια, σθένος αλλά και ευελιξία και διάθεση πειραματισμού.
– «Προσπαθώ πολύ, αλλά αν δεν μου βγει, γιατί είναι ιδιαίτερα δύσκολη η σχολή μου και δεν επιτρέπει πολλά στραβοπατήματα, δεν θα το βάλω κάτω, η πορεία δεν σταματά, απλά αλλάζεις δρόμο», είπε χαρακτηριστικά ένας γελαστός φοιτητής Βιολογίας.
Έφυγα από κει με αρκετά αναπτερωμένο το ηθικό, αν και συνειδητοποίησα, ότι τα παιδιά αυτής της γενιάς δεν φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό μόνο για την ποιότητα των σπουδών και των πανεπιστημίων, ούτε μόνο για να χτίσουν ένα πλουσιότερο βιογραφικό, όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Δυστυχώς φεύγουν -κυρίως- ….για να αποδράσουν.
Αν θέλουμε να έχουμε οποιαδήποτε ελπίδα ανάκαμψης, πρέπει να κάνουμε το παν για να μπορέσουν οι νέες και οι νέοι να δημιουργήσουν στον τόπο τους και να αλλάξουν την αυτάρεσκα ηττοπαθή του μοίρα.
Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία.