24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας
επιμέλεια Νίκος Σαραντάκος (www.sarantakos.com)
Ο Παύλος Νιρβάνας (1866-1937) αναφέρει:
“Ο Γεράσιμος Βώκος είναι η πιο παλιά μου φιλολογική γνωριμία. Γνωριστήκαμε μικρά παιδάκια στον Πειραιά — δυο, τρία χρόνια μάς χώριζαν στην ηλικία — όπου τα σπίτια μας ήσαν κοντά το ένα στο άλλο, με την ευκολία που γνωρίζονται τα γειτονόπουλα. Δεν ξέρω, αν, από τη μικρότατη αυτή ηλικία, κάποια κοινά ψυχικά χαρακτηριστικά, θαμμένα ίσως και αφανέρωτα ακόμα, αλλά βαθιά χαραγμένα στα θεμέλια της ζωής, ενώνουν τους ανθρώπους. Θυμούμαι όμως, ότι κάποια ξεχωριστή μυστική συνεννόηση είχανε οι ψυχές μας, μολονότι — φαινομενικά εγώ ήσυχος και ντροπαλός, εκείνος ζωηρός και ανήσυχος — οι χαρακτήρες μας δεν εφαίνονταν και πολύ ταιριασμένοι. Στα παιγνίδια μας είμαστε πάντα αχώριστοι και τα μαλώματά μας δεν κρατούσανε πολύν καιρό. Το στρουμπουλό εκείνο παιδάκι, με το μεγάλο κεφάλι, τα ορθά και ανυπόταχτα μαλλιά, που του έδιναν όψη σκατζόχοιρα και τα μεγάλα ολοστρόγγυλα, ζωηρά μάτια, μου μένουν από τότε βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μου. Και πάντα η φαντασία μου, κάθε φορά, που βλέπω μια γεροντική του εικόνα — άλλαξα, λοιπόν, τόσο πολύ κι εγώ, Θεέ μου προσπαθεί ν’ αντικαταστήσει το αγνώριστο εκείνο κεφάλι με το ζωηρό και χαριτωμένο κεφαλάκι του μικρού παιδιού.
Από τα παιδιάτικα όμως αυτά κοινά μας χρόνια και από τα πρώτα μας παιγνίδια, ζωηρότερα μου μένει εντυπωμένο το θέατρο, που κάναμε μαζί στην αυλή του δικού μου σπιτιού. Ίσως να μην είναι πολύ αυθαίρετο να πει κανείς, πως αυτή στήθηκε και η πρώτη μου φιλολογική συνεργασία με το Βώκο.
Από τότε τον έχασα για λίγα χρόνια. Ο πατέρας του, ο Θεόδωρος Βώκος, αξιωματικός τότε του Π. Ναυτικού, είχε μετατεθεί από τον Πειραιά και είχε πάρει την οικογένεια μαζί του. Ύστερ’ από λίγα χρόνια, τον ξαναείδα, μαθητή του γυμνασίου, νομίζω, με τα χειρόγραφα της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Είχα αρχίσει να γράφω κι εγώ στίχους και έτσι βρεθήκαμε συνάδελφοι.
— Έκανα συνδρομητές — μου είπε — και θα βγάλω ένα μικρό τόμο.
— Μην βιασθείς, Γεράσιμε… του είπα. Άφησε τα λίγον καιρόν ακόμα στο συρτάρι σου, για να τα ξαναϊδείς με καινούργιο μάτι.
Ήτανε μια συμβουλή, που μου την είχανε δώσει κι εμένα και την έδινα κι εγώ στο φίλο μου, χωρίς να ξέρει καλά καλά γιατί. Δεν την ακολούθησε όμως, όπως δεν είχα ακολουθήσει κι εγώ τη συμβουλή των μεγαλυτέρων μου, για να μετανοήσουμε αργότερα και οι δυο. Άξαφνα, μια ημέρα, χωρίς να μου πει τίποτε στο μεταξύ, πως τυπώνει τα ποιήματά του, μου παρουσίασε τον τόμο του, που λίγα χρόνια ύστερα γύρευε τα αντίτυπά του, στα βιβλιοπωλεία και στις βιβλιοθήκες των φίλων του, για να τα παραδώσει στις φλόγες. Όταν κάποτε του θύμησα, με όλη μου την αθωότητα, δύο στίχους από την πρώτη του αυτή συλλογή, λίγο έλειψε να τα χαλάσουμε. Δεν μπορούσε να τους ακούσει, χωρίς να του ανακατωθούν τα νεύρα. Τούς δύο αυτούς στοίχους — και είναι οι μόνοι, που έσωσε η μνήμη μου — τους θυμούμαι ακόμα. Ο ένας ήτανε αυτός:
Ύψωσε την ακάνθινον, μεγάλην κεφαλήν του.
Η «ακάνθινος μεγάλη κεφαλή» ήτανε, απλούστατα η αυτοπροσωπογραφία του. Ο άλλος στίχος είναι μισός, από μία σκηνή μέσα στην ταβέρνα, όπου η δημοτική, για το χατίρι ενός συνηχητικού εφέ κερνάει την καθαρεύουσα.
Ω κάπελα, τα κύπελλα…
Αλλά, και με τέτοιους στίχους, ο Βώκος ήτανε από τότε ένα δυνατό τάλαντο. Και δεν άργησε να το δείξει.
Ξαναβλεπόμαστε, ύστερ’ από λίγα χρόνια στον Π. Ναύσταθμο, αυτός υπολογιστής του Π. Ναυτικού, προορισμένος να συνεχίσει το ναυτικό στάδιο της οικογενείας του — ο πατέρας του τον έπαιρνε από μικρό μαζί του σε ταξίδια με τα πολεμικά καράβια — κι εγώ ανθυπίατρος του Π. Ναυτικού, που πήγαινα να κάνω την πρώτη μου εφημέρευση στο Ναυτικό νοσοκομείο του Ναυστάθμου. Ήρθε να με υποδεχθεί στην προκυμαία, μόλις αποβιβάσθηκα απ’ την «Ευκαιρία». Έκανε τότε την υπηρεσία του στα γραφεία του Ναυστάθμου, και, στις ώρες που του έμεναν ελεύθερες, μετάφραζε, με το κοντάρι, λαϊκά μυθιστορήματα, για κάποιες εκδόσεις, που έκανε τότε η «Ακρόπολις». Έτσι, με το μισθό του υπολογιστού και με τη μεταφραστική του εργασία, περνούσε πλουσιοπάροχα για την εποχή εκείνη. Η χαρά μου να τον απαντήσω στην ερημιά του Ναυστάθμου, όπου πήγαινα, με βαριά καρδιά, να σκλαβώσω για πρώτη φορά την ελευθερία μου, ήτανε μεγάλη. Δεν μπορούσα να επιθυμήσω καλύτερο σύντροφο.
— Έννοια σου και θα καλοπεράσουμε εδώ… μου είπε. Εγώ έχω ένα βαρκάκι δικό μου και πηγαίνω, στο ψάρεμα, κάθε απόγεμα. Όταν τελειώσεις την υπερεσία σου, θα περάσω να σε πάρω από το νοσοκομείο…
Μείναμε σύμφωνοι και, το απόγεμα, με τα βαρκάκι του Βώκου, κάναμε αγορεύοντας το γύρο των ακτών του Αράπη, μιλώντας για φιλολογία και για όλα τα πράγματα τα άσχετα με την υπηρεσία του ανθυπιάτρου και του υπολογιστή.
Ο ποιητικός όμως αυτός περίπατος είχε τραγικές συνέπειες για μένα. Το ίδιο απόγεμα είχαν φέρει κάποιον τραυματία στο νοσοκομείο. Με ζητήσανε και κάποιος έδωκε την πληροφορία, ότι με είδαν σ’ ένα βαρκάκι να τραβάω κατά το Πέραμα. Ο τότε υποδιευθυντής του Ναυστάθμου, ο Μιαούλης, που ήτανε περισσότερο γνωστός με το παρατσούκλι Δάσκαλος — όνομα κάποιου ραδιούργου, δε θυμάμαι ποιου μυθιστορήματος — μόλις του ανάφεραν το πράγμα, εσχημάτισε την ιδέα, πως το είχα σκάσει, από το Πέραμα, για τον Πειραιά.
Και δεν έχασε καιρό να με καταγγείλει στο υπουργείο «επί εγκαταλείψει θέσεως». Τίποτα περισσότερο, δηλαδή, τίποτα λιγότερο με είχε για Ναυτοδικείο. Όταν γύρισα από την εκδρομή, ειδοποιήθηκα, ότι βρίσκομαι «υπό περιορισμόν μέχρι νεοτέρας διαταγής». Πρωτοφερμένος στο Ναυτικό, χωρίς να γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα, πήρα το ζήτημα από την τραγικότερη όψη του. Νόμισα πως είχε σημάνει η τελευταία μου στιγμή. Ζήτησα να παρουσιασθώ στον Υποδιευθυντή, να εξηγήσω πως δεν είχα δραπετεύσει, να βεβαιώσω ότι βρίσκομαι στη θέση μου, αλλά ο άγριος άνθρωπος δε θέλησε να με δεχθεί. Ο Βώκος, που ήταν και ανιψιός του, προθυμοποιήθηκε να μεσολαβήσει. Εκείνος όμως του απάντησε, ότι μια φορά, που τηλεγράφησε στο υπουργείο δεν μπορεί να λέει και ξαναλέει. Το αποτέλεσμα ήτο, πως πέρασα ώρες αγωνίας, ώσπου να γυρίσει τη Δευτέρα — Σαββατόβραδο είχαν γίνει όλα αυτά — ο τακτικός διευθυντής, ο μακαρίτης Κουτσούκος, και να κανονίσει «επιεικώς» την υπόθεσή μου.
— Τι μου ’κανες καημένε Βώκο, τι μου ’κανες; του έλεγα.
Και ο καλός Γεράσιμος ήτανε, πράγματι, απαρηγόρητος για το κακό, που μου είχε κάμει, «άθελά του, και που δε μου άφησε καμιά μνησικακία στη ψυχή μου για τον αγαπητό μου φίλο.
Ο Βώκος, ύστερ’ από λίγο, παραιτήθηκε από το Ναυτικό και αφοσιώθηκε, ολοκληρωτικά στη δημοσιογραφία και στην τέχνη του λόγου. Την εποχή εκείνη, έβγαλε το πρώτο του μυθιστόρημα με τον περίεργο τίτλο: «Ο Κύριος Πρόεδρος».
Το μυθιστόρημα ήτανε ακόμη σπάνιο είδος στην Ελλάδα. Όλοι έγραφαν διηγήματα, αλλά μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ήταν όσοι αποφάσιζαν να καταπιασθούν ένα έργο «μακράς αναπνοής», όπως το μυθιστόρημα. Όταν πρωτοδιάβασα τον «Κύριο Πρόεδρο», ομολογώ, ότι δοκίμασα το πιο ευχάριστο ξάφνισμα. Στο έργο αυτό το Βώκου, γύρω από το συμβολικό κέντρο του Προέδρου της Κυβερνήσεως, πλεκότανε, με μια βαθειά και σαρκαστική παρατήρηση, η πολιτική και κοινωνική ζωή της εποχής εκείνης. Μια οικογένεια καταστρέφεται από την προσήλωση του αρχηγού της στο είδωλο του Κυρίου Προέδρου, στο είδωλο της Πολιτικής. Και στην οικογένεια αυτή — μια αντιπροσωπευτική σύνθεση — καθρεφτίζεται όλη η κοινωνική κακομοιριά και δυστυχία, που αφορμή της είχε την πολιτικομανία των Ελλήνων. Γύρω από το κεντρικό μύθο του μυθιστορήματός του, ο Βώκος, προικισμένος από μια έμφυτη παρατήρηση και βοηθημένος από τη δημοσιογραφική του πείρα, είχε πλέξει την εικόνα, παρμένη από το φυσικό, του δημοσίου μας βίου, με ζωντανότατες περιγραφές όλων των άδυτων της Ελληνικής γραφειοκρατίας, από τον υπουργικό προθάλαμο ως τους διαδρόμους των υπουργείων και της Βουλής. Δεν ξέρω με τι μάτια θα ’βλεπα, τώρα, το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Βώκου. Τότε η εντύπωση μου στάθηκε ανεπιφύλαχτα θαυμαστική. Και, όταν ο Γαβριηλίδης με παρακάλεσε να γράψω μια θερμή κριτική για το έργο του συνεργάτη του και φίλου μου, έγραψα φαίνεται τόσο θερμά, ώστε το άλλο πρωί, βρήκα απάνω στο γραφείο μου, το ακόλουθο σημείωμα του Γαβριηλίδη:
«Σας παρεκάλεσα να γράψετε θερμά δια το έργον του Βώκου κι εσείς εγράψατε εις τον βαθμόν, που ζέει το ύδωρ. Σας ευχαριστώ».
Πρέπει να μιλήσει κανείς για την τρέλα του Βώκου; Οι επικήδειοι βιογράφοι του, στις εφημερίδες και τα περιοδικά, μιλούν γι’ αυτήν, με υπαινιγμούς και υπονοούμενα. Κάνουν λόγο για κάποιο αόριστο θλιβερό γεγονός στη ζωή του, για κάποια αρρώστια, για κάτι μοιραίο τέλος πάντων, που αποφεύγουν να το προσδιορίσουν. Ύστερ’ από το θάνατό του, νομίζω ότι η ευλαβητική αυτή επιφύλαξη δεν έχει κανένα νόημα. Ο αλησμόνητος φίλος μιλούσε, με τόση αταραξία, ο ίδιος για το ατύχημά του, ήτανε τόσο ανώτερος από την αρρώστια του, που είχε αλλάξει μέσα του το «ρυθμό του κόσμου», ώστε δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην του αναγνωρίσουμε την υπεροχή του αυτή, κρύβοντας ό,τι ποτέ δε θέλησε να κρύψει ο ίδιος. Έπειτα η τρέλα του Βώκου — ένα χρόνιο περιοδικό παραλήρημα — έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή του και το έργο του, ώστε πολλά πράγματα και σ’ αυτή και σε τούτο, δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν χωρίς αυτήν. Εκείνο, που είναι περίεργο στην ψυχοπαθολογική βιογραφία του Βώκου, είναι, ότι ύστερ’ από κάθε παροξυσμό της αρρώστιας του, που τον κρατούσε κλεισμένο για μήνες στο φρενοκομείο, έβγαινε με μια διαύγεια πνευματική, και με μια δύναμη να εξακολουθήσει την εργασία του, που στάθηκε μυστήριο και γι’ αυτούς τους ψυχιάτρους.
— Ύστερ’ από κάθε παροξυσμό του — είχαν προφητέψει πολλοί ψυχίατροι — θα βγαίνει πιο ελαττωμένος διανοητικά, ώσπου να καταλήξει στην άνοια, δηλαδή στο διανοητικό θάνατο.
Ο Βώκος, ωστόσο, κλείσθηκε τέσσερες ή πέντε φορές στο φρενοκομείο, χωρίς ν’ αληθέψει η πρόγνωση των ψυχιάτρων. Ήτανε σαν να μην του είχε συμβεί τίποτα και, βλέποντας τον, θα μπορούσε να ορκισθεί κανείς, πως επιστρέφει από κάποιο ευχάριστο ταξίδι σε γαλήνιες θάλασσες, και όχι πως είναι ναυαγός δαρμένος από τα κύματα μιας άγριας τρικυμίας.
— Τι γίνεσαι Γεράσιμε; Καιρό έχω να σε ιδώ… του είπα την πρώτη φορά, που τον αντάμωσα, ύστερ’ από το φρενοκομείο, μη θέλοντας να του δείξω, πως γνώριζα τίποτα από την θλιβερή του περιπέτεια ή να του τη θυμίσω.
Με τη μεγαλύτερη γαλήνη του κόσμου και με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια — την ειλικρίνεια που χαρακτήριζε πάντα τον τίμιο και τον μονοκόματον αυτόν Αρβανίτη — μου αποκρίθηκε:
— Πώς να με ιδείς, φίλε μου; Εχθές βγήκα από το φρενοκομείο. Ευτυχώς είμαι πολύ καλά τώρα. Ο κύριος Κατσαράς — μιλούσε πάντα με σεβασμό και ευγένεια και για τους πιο στενούς του φίλους — με βεβαίωσε πως έχω θεραπευθεί εντελώς.
Έβγαλε από την τσέπη του και μου παρουσίασε το πιστοποιητικό του φρενοκομείου, σα να μου παρουσίαζε ένα κοινότατο έγγραφο. Ύστερα μου είπε:
— Μέσα στα βιβλία μου βρήκα ένα λεξικό του Σχινά και Λεβαδέως, που είχες την καλοσύνη να μου δανείσεις πριν απ’ την αρρώστια μου. Με συγχωρείς πολύ, που τόσο άργησα να σου το επιστρέψω. Το λάθος δεν ήτανε δικό μου, καθώς βλέπεις. Αύριο θα σου το στείλω.
Την άλλη μέρα βρήκα το λεξικό στο σπίτι μου, όπως δε βρήκα πολλά βιβλία, από όσα έχω δανείσει σε ανθρώπους, που δεν τρελάθηκαν.
Αυτός ήτανε ο Βώκος, που έβγαινε από το φρενοκομείο.
Τίμιος, ευθύς, ακέραιος, ευγενής πάντα, για να αποδειχθεί, μια φορά ακόμα, ότι και η τρέλα σπάνια μπορεί να κλονίσει τον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου, όταν είναι βαθιά ριζωμένος στην ύπαρξή του.
Η ειλικρίνεια αυτή των εξομολογήσεων του Βώκου έγινε αφορμή, κάποτε, να μου αποκαλυφθεί ο ψυχολογικός μηχανισμός, που μας τον παρουσίασε άξαφνα ζωγράφο. Ένα βράδυ, περπατώντας στην έρημη πλατεία του Φαλήρου, οι δύο μας, μου έφερε μόνος του το ζήτημα της τρέλας του στην ξενιτιά. Είναι γνωστό, ότι ο Βώκος, ανταποκριτής τότε της «Ακροπόλεως» στη Βιέννα, έπαθε την πρώτη εκδήλωση του παραληρήματός του, που τον βασάνισε κατόπι περιοδικά — χωρίς να τον δαμάσει — σε όλη του τη ζωή. Η θλιβερότατη είδηση έπεσε, τότε, σαν κεραυνός στην Αθήνα. «Ο Βώκος τρελάθηκε». Άλλοι εξήγησαν το πράγμα με την πνευματικήν υπερκόπωση, που του είχε κλονίσει τα νεύρα του, σ’ ένα κλίμα εχθρικό για μια μεσημβρινή φύση, σαν τη δική του, και άλλοι με την στέρηση και την κακοπάθεια και την ηθικήν επίδραση, που θα είχε βέβαια σ’ ένα χαρακτήρα τόσο περήφανο σαν το δικό του, η έλλειψη χρημάτων σε ξένον τόπο, αφού η «Ακρόπολις» που βρισκότανε τότε σε οικονομική κρίση, του καθυστερούσε τους μισθούς του, το μόνο του εισόδημα για τη φτωχική του συντήρηση. Και όλο το βάρος της ευθύνης είχε πέσει στο φτωχό Γαβριηλίδη. Όπως υποδείχτηκε ύστερα, όσο κι αν συνετέλεσαν για το κακό οι δυσάρεστες βιοτικές συνθήκες, η αιτία βρισκότανε βαθύτερα στον οργανισμό του. Ήτανε ένα κακό, που άρχισε μοιραία την εποχή εκείνη και που έμελλε να εξακολουθήσει.
Μου μιλούσε, λοιπόν, εκείνο το βράδυ, στο Φάληρο, για την τρέλα του στην ξενιτιά. Νομίζω πως τον ακούω αυτή την στιγμή:
— Άκουσε — μου είπε σταματώντας απότομα — πώς μου πρωτοφανερώθηκε η τρέλα μου. Εκεί, που περπατούσα, ένα βράδυ, σε κάποια εξοχική λεωφόρο, είδα ξαφνικά να φωτίζεται ζωηρά ο ουρανός στο βάθος του ορίζοντος. Και μέσα στο φως αυτό είδα να σχεδιάζεται, σαν από χέρι αόρατου ζωγράφου, μία θαυμαστή εικόνα. Δεν άργησα να καταλάβω πως ήτανε η Ναυμαχία της Σαλαμίνος. Σε λίγο, έβλεπα καθαρά την παράταξη των Ελληνικών και των Περσικών πλοίων, τα γύρω βουνά της Σαλαμίνος και του Αιγάλεω, την Ψυττάλεια, τη γνώριμη μου θάλασσα, σε μια σύνθεση καταπληκτική…
Ζήτησα να μάθω μήπως η φανταστική εικόνα ήτανε μία αναπαράσταση του έργου του Βολανάκη, που έτυχε να ιδούμε πολλές φορές μαζί στην αίθουσα του Διευθυντηρίου του Ναυστάθμου.
— Όχι! μου είπε. Ήτανε κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι ασυγκρίτως ανώτερο. Και το βλέπω ακόμα τόσο καθαρά μπροστά μου, ώστε, αν ήμουνα ζωγράφος, θα μπορούσα ν’ αντιγράψω πιστά την εικόνα από τη φαντασία μου.
Και τελείωσε τη διήγησή του, λέγοντας μου, ότι κατόπιν δε θυμότανε τίποτε άλλο.
Ο Βώκος δεν έγινε, λοιπόν, έτσι άξαφνα, ζωγράφος. Το αρχικό τάλαντό του ήτανε η ζωγραφική. Και ξαναγύρισε σ’ αυτό από το γύρο της λογοτεχνίας, αφού έδειξε τα ζωγραφικά του χαρίσματα και στην τέχνη του λόγου.
Δυστυχώς ήτανε λίγο αργά, για να λάβει το τάλαντό του και την τεχνική καλλιέργεια, που θα μας έδινε, ίσως, από το Γεράσιμο Βώκο ένα μεγάλο Έλληνα ζωγράφο.
Δυο σταθμοί εξαιρετικής συγκεντρώσεως και ενεργείας στη ζωή του Γεράσιμου Βώκου, είναι «Το Περιοδικό μας» και ο «Καλλιτέχνης», τα δυο περιοδικά του, στα όποια αφιέρωσε τις καλύτερες δυνάμεις και ικανότητες της ψυχής και του πνεύματός του. Γιατί σε ό,τι καταπιανότανε ο αλησμόνητος φίλος έβαζε μέσα όλο του τον ενθουσιασμό και όλη του την ειλικρίνεια, χωρίς να τον φοβίζουν ούτε τα εμπόδια, ούτε η έλλειψη των μέσων, ούτε οι εναντιότητες των καιρών και των περιστάσεων. Εννοούσε να τραβήξει εμπρός, με κάθε τρόπο, τελειώνοντας να φορτώνεται τα πάντα μοναχός του, υπερήφανος και χωρίς παράπονο ή μεταμέλεια.
Θυμούμαι πως άρχισε «Το Περιοδικό μας». Σχεδόν με το τίποτε. Κανένας άλλος, εκτός από το Βώκο, δε θα τολμούσε να καταπιασθεί ένα περιοδικό, με τόσο εκλεκτή εξωτερική και εσωτερική εμφάνιση, όχι πια χωρίς το παραμικρότερο κεφάλαιο, αλλά ούτε καλά καλά με όσα εχρειάζοντο για τα τυπογραφικά του πρώτου του φύλλου. Και όμως «Το Περιοδικό μας» παρουσιάσθηκε με εκλεκτή εκτύπωση, καλό χαρτί, καλλιτεχνικές εικόνες και; βινιέτες, με μια μορφή τέλος πολύ νεωτεριστική και πολύ πρωτότυπη για την εποχή του. Και προ πάντων με εκλεκτή συνεργασία.
Παίρνω τυχαίως ένα από τα πρώτα τεύχη του περιοδικού, (1 Απριλίου 1900) που βρέθηκε στα χαρτιά μου. Και αντιγράφω τα περιεχόμενα του: «Οι Καταφρονηταί του Κοινού υπό Κωστή Παλαμά. Ο Αετιδεύς του Ροστάν (μετάφρασις μιας σκηνής υπό Σ.Ν.Π,Β) — Λίγα λόγια για την Μουσική μας υπό Ν. Δ. Πάππου — Ένα λείψανο, ποίημα Λάμπρου Αστέρη — Φελισιέν Ρωψ υπό Παύλου Νιρβάνα — Ο Ψυχαρισμός κι η Ζωή, υπό Γιάννη Καμπύση — Οι Τύραννοι του Πνεύματος Φρειδερίκου Νίτσε — Η Ιλιάδα, μετάφρ. Α. Πάλλη (απόσπασμα) — Φύλλα του Δεκαπενθημέρου — Τα Ωραία Γράμματα και αι Τέχναι με συνεργασία Παλαμά, Πάππου, Νιρβάνα, Βλαχογιάννη — Ξέναι Φιλολογίαι (Γαλλική, Ιταλική) — Καλλιτεχνικές βενιέτες, βραβευμένες στο διαγωνισμό του «Studio», προσωπογραφία του Ρωψ και αντίγραφα δύο έργων του: Το Σκάνδαλον και τα Νεκρά Φιλήματα».
Αλλά νομίζω ότι, και σήμερα ακόμα, ένα περιοδικό, που θα παρουσίαζε σ’ ένα φύλλο του ένα τόσο εκλεκτό και συγχρονισμένο περιεχόμενο, θα μπορούσε να καυχηθεί για την εμφάνισή του. Πόσους κόπους όμως, πόση προσωπική εργασία, πόσα τρεχάματα, πόσες στενοχώριες εκόστισε όλη αυτή η ευγενική προσπάθεια στο Βώκο δεν μπορεί να το καταλάβει κανείς, χωρίς να ξέρει ότι ο ίδιος ήτανε διευθυντής, διαχειριστής, διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και διεκπεραιωτής ακόμα του περιοδικού του, με μόνο του βοηθό, σε όλη αυτήν την εργασία ένα ξυπόλυτο λουστράκι, που μ’ έναν ειρωνικό ναρκισσισμό κολακευότανε να το ονομάζει «υπάλληλο».
Στη πρώτη αυτή περίοδο του «Περιοδικού μας» συνεργάσθηκα στενά με το Βώκο. Τον βοήθησα όσο μπορούσα, με την ευχαρίστηση που προσφέρει κανείς τη μικρή του βοήθεια σε μια υπόθεση, που την ξέρει και την πιστεύει άδολη και ευγενικά. Έκτος από τα ενυπόγραφα άρθρα, όλη σχεδόν την άλλη ύλη του περιοδικού τη γράφαμε οι δυο μας. Και επειδή ο Βώκος αγαπούσε να φαντάζεται το περιοδικό του, όπως ονειρευότανε να το κάνει με τον καιρό — ευγενικές πάντα οι φιλοδοξίες του — σαν έναν μεγάλο εκδοτικό οργανισμό, μου έδωκε κάποτε και την επίσημη θέση μου στην επιχείρηση, με τον εξής χαριτωμένο τρόπο:
Κάποτε λάβαμε στο γραφείο του περιοδικού ένα γράμμα του Φιλέα Λεμπέγκ, του γνωστού κατόπιν ελληνιστή και συνεργάτη του «Mercure de France», που κανένας ακόμη δεν τον ήξερε τότε στην Ελλάδα. Ο καλός αυτός φίλος των ελληνικών γραμμάτων μάς ζητούσε διάφορες πληροφορίες για την φιλολογική κίνηση, που ατελέστατα ακόμα τη γνώριζε και μάς φανέρωνε την επιθυμία του να έρθει σε κάποια επαφή με τους φιλολογικούς μας κύκλους.
— Απάντησε του εσύ… μου είπε ο Βώκος.
— Το πιο σωστό θα ήτανε — του είπα — να του απαντήσεις εσύ, ως διευθυντής του περιοδικού. Έμενα πού με ξέρει; Εκτός αν θέλεις να του κάνω εγώ το γράμμα, αν δεν έχεις εσύ καιρό, και να το υπογράψεις.
— Όχι!… επέμεινε. Να το γράψεις εσύ. Και να υπογράψεις Γραμματεύς της Συντάξεως — Secrétaire de la Rédaction.
Και την τελευταία γαλλική φράση την επρόφερε, με κάποια υπερηφάνεια για το γεγονός, που έτσι και στα ψέματα, το «Περιοδικό μας» είχε αποκτήσει και Γραμματέα της Συντάξεως.
Δεν του χάλασα το χατίρι. Στα μεγάλα παιδιά, όπως και στα μικρά, δεν πρέπει να τους χαλάει κανείς ποτέ το χατίρι. Κι έγραψα στο Λεμπέγκ. Από τότε άρχισα μια πυκνή αλληλογραφία μαζί του, τον κατατόπισα όσο μπορούσα στα φιλολογικά μας πράγματα, και, για πολύν καιρό, μαζί με τον Πορφύρα, που τον γνώρισε και προσωπικά στο χωριό του, τη Νεβίλ Βω, σε κάποιο του ταξίδι, είμαστε οι μόνοι φιλολογικοί του φίλοι στην Ελλάδα. Έτσι το Περιοδικό μας έγινε η πρώτη αφορμή ν’ αποκτήσουν τα ελληνικά γράμματα ένα τόσον εκλεκτό και αφοσιωμένο απολογητή τους στις στήλες του «Mercure de France».
Η συνεργασία μου αυτή με το Βώκο μου έχει αφήσει αλησμόνητες αναμνήσεις. Δε θα ξεχάσω προ πάντων, τον χαριτωμένο τρόπο, με τον όποιον, μεταφράστηκε στο τεύχος του περιοδικού, που ανάφερα παραπάνω, μία σκηνή από τον «Αετιδέα» του Ροστάν. Για το έργο αυτό, που ερχότανε ύστερ’ από τον περίφημο «Συρανό ντε Μπερζεράκ» και που τον ήρωα του ενεσάρκωνε στο θέατρό της η Σάρα Μπερνάρ, με όλα της τα γεράματα, είχε γίνει μεγάλος λόγος στη Γαλλία και σε όλον τον κόσμο. Ο Βώκος — που ήτανε πάντα μέσα του δημοσιογράφος, γνωρίζοντας την αξία της επικαιρότητος — ήθελε να παρουσιάσει πρώτος στους αναγνώστες του ένα απόσπασμα του φημισμένου έργου. Ένα πρωί, έφτασαν έξαφνα, τα «Annales Politiques et Litteraires», που δημοσίευαν μία εκτεταμένη σκηνή από τη Β’ πράξη του «Αετιδέως», το μόνο απόσπασμα του έργου του, που είχε φανεί ως τότε και στη Γαλλία ακόμα. «Το Περιοδικό μας» βρισκότανε στα πιεστήρια. Στο ταπεινό γραφείο του Βώκου ετύχαμε μαζεμένοι ο Στρατήγης, ο Πορφύρας κι εγώ.
— Αυτή τη σκηνή πρέπει να την έχουμε, χωρίς άλλο, στο αυριανό τεύχος, μεταφρασμένη σε στίχους… μάς είπε αποφασιστικά ο Βώκος.
— Αλλά πώς είναι δυνατό; του είπαμε απορημένοι. Ποιος θα τη μεταφράσει;
— Όλοι μας και μέσα σε δυο ώρες το πολύ. Εμπρός! Ας το μοιραστούμε. Θα πάρει ο καθένας από ένα κομμάτι και δε θα το κουνήσει απ’ δω, αν δεν παραδώσει το κομμάτι του.
Και με την τελευταία λέξη, κλείδωσε από μέσα την πόρτα του γραφείου του και έχωσε το κλειδί στην τσέπη του. Ήμαστε πλέον αιχμάλωτοί του, Και αρχίσαμε τη μετάφραση. Καθένας τελείωνε, έδινε το κομμάτι του και έφευγε. Ο Πορφύρας είχε μείνει τελευταίος.
— Εσύ σα μικρότερος — του είπε ο Βώκος — θα μείνεις εδώ να το κοιτάξουμε πάλι όλο μαζί. Δεν έχεις να σαλέψεις.
Δεν ξέρω πόσο έμεινε ακόμα ο Πορφύρας αιχμάλωτος του Βώκου. Αργότερα μας έλεγε, ότι, για ν’ αποκτήσει την ελευθερία του, αναγκάστηκε να πηδήσει από το παράθυρο. Την άλλη μέρα όμως «Το Περιοδικό μας» εκυκλοφόρησε με μια αρκετά καλή μετάφραση της σκηνής του Αετιδέως», που θεωρήθηκε, όπως και ήτανε, μια δημοσιογραφική επιτυχία, που δύσκολο θα ήτανε να την πραγματοποιήσει και καθημερινή εφημερίδα. Η μετάφραση ήτανε υπογραμμένη με τα αρχικά ψηφία: Σ.Ν.Π.Β. (Στρατήγης, Νιρβάνας, Πορφύρας, Βώκος). Ήτανε η μετάφραση των τεσσάρων, όπως κάποιο Διήγημα των Δέκα, που δημοσίευσε το «Μπουκέτο».
Από τη μετάφραση αυτή θυμούμαι τους περίφημους στίχους που βάζει ο ποιητής στο στόμα του κατασκοπευομένου Αετιδέως και που είναι η ειρωνική φιλοσοφία του διαζευκτικού «Αλλά»:
Η ΑΡΧΙΔΟΥΚΙΣΣΑ
Τι συμβαίνει;
Ο δουξ δεν είναι ελεύθερος καθ’ άλλα;
ΔΙΙΔΡΙΧΣΤΑΪΝ
Ε, ο πρίγκηψ
Δεν είναι μες στη φυλακή, αλλά…
Ο ΔΟΥΞ
Αλλά θαυμάζω
Αυτό το αλλά σας… Ξέρετε αυτό το αλλά τι λέει;
Δεν είμαι μες στη φυλακή, Θεέ μου, Αλλά… Και όμως
Δεν είμαι μες στη φυλακή αλλά… το λέει ο λόγος
Ούτε ένα δευτερόλεπτο φυλακισμένος είμαι!
Αλλά τριγύρω μου παντού και πάντα βλέπω κόσμο.
Φυλακισμένος!… νιώστε το καλά ότι δεν είμαι!
Αλλά κι αν μου ’ρθει να χωθώ βαθύτερα στον κήπο
Κάτω από κάθε φύλλο ανθεί, άξαφνα, κι ένα μάτι.
Φυλακισμένος βέβαια δεν είμαι, αλλ’ αν θελήσουν
Να μου μιλήσουνε κρυφά, στην πόρτα ευθύς απάνω
Φυτρώνει ξάφνου ένα αυτί σαν μανιτάρι! Όχι
Δεν είμαι μες στη φυλακή, αλλά, σαν βγω καβάλ
Νοιώθω την τρυφερή τιμή κρυμμένης συνοδείας.
Τώρα δεν είμαι ολότελα στη φυλακή βεβαίως!
Αλλά διαβάζω δεύτερος τα γράμματά μου πάντα.
Δεν είμαι μες στη φυλακή, αλλά τη νύχτα βάζουν
Ένα λακέ στη πόρτα μου, να, τούτον, που περνάει.
Εγώ, ο δουξ του Ράιχσταδ φυλακισμένος όχι!
Μετά «το Περιοδικό μας» — τι πρωτότυπος αλήθεια και ο τίτλος — δεύτερη γενναία προσπάθεια του Βώκου, ύστερ’ από χρόνια, στάθηκε ο «Καλλιτέχνης», περιοδικό αφιερωμένο στην τέχνη, μοναδικό στο είδος του για την εποχή του και που σημειώνει ένα σταθμό στην ιστορία του περιοδικού μας τύπου. Από το περιοδικό αυτό — απομακρυσμένος τότε, με την εργασία μου από το Βώκο όπως και από την κατοπινή του πολύτροπη εργασία — δεν έχω, δυστυχώς προσωπικές αναμνήσεις. Έχω όμως μια, ιδέα τι εκόστισε σε κόπους και ένταση νεύρων η ευγενική αυτή προσπάθεια στον αλησμόνητο φίλο.
Έτσι όλη του η ζωή ως δημοσιογράφου, ως καλλιτέχνη, ως ζωγράφου ως εκδότη, ως ανθρώπου, στάθηκε μια ακατάβλητη αφοσίωση στην υπηρεσία του ωραίου. Και για λίγους ίσως θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ανεπιφύλαχτα μπορεί να χαραχθεί στο επιτάφιο μάρμαρο του ξενιτεμένου τάφου του Γεράσιμου Βώκου: Έπεσεν επί των επάλξεων”.