εάν (ένθετο του 24grammata.com)/ ποίηση
αποκλειστικά στο 24grammata.com
Ο Βαλάντης Βορδός γεννήθηκε το 1976 στον Πολύγυρο Χαλκιδικής όπου μέχρι σήμερα ζει κι εργάζεται. Αρτεργάτης και αγρότης ο ίδιος ποιεί με τα δώρα της φύσης και ως ποιητής ποιεί με τις λέξεις. Είτε μιλά για την ελιά είτε για τη λέξη νιώθεις να πηγάζει το ίδιο δημιουργικό πάθος.
Δεν έχει μέχρι σήμερα εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή και το κατωτέρω υλικό παρουσιάζεται για πρώτη φορά στους αναγνώστες από το 24grammata.com. Φαίνεται ότι ο Βορδός έχει δυνάμεις για ένα ατέρμονο ταξίδι στη φουρτουνιασμένη λίμνη της Ποίησης
—————————————
Ανάμεσα σε μένα και στην νύχτα
μια βαλτώδης κατάσταση που τρέφεται
με τη φαιά ουσία του εγκεφάλου μου
που αχνίζει με κίτρινους καπνούς από θειάφι
στα ερείπια μιας πραγματικότητας τιθασευμένης
από δυναστείες λεπτομερειών.
Τραβάω την πέτσα του στήθους μου
και ελευθερώνω φριγμένα ποιήματα
γραμμένα στο ερημητήριο μου
εκεί που μέρα μεσημέρι δημιουργώ
τις τεχνητές μου νύχτες
περιτριγυρισμένος βιβλία και ανεξιχνίαστες σκιές
αγαπημένων προσώπων και πραγμάτων
στα τζάμια κολλημένα φύλλα, η βροχή σαν ρανίδες αίμα,
και τα μπουμπουνητά βρυχηθμοί των ποιημάτων
που δεν γεννήθηκαν ακόμη.
Άραγε ποιός σπρώχνει αυτό το κάρο Ιερώνυμε Μπός;
ποιός είν’ αυτός που έκοψε και μοίρασε τ’ αστέρια;
——————————————
Η λογική αρρωστημένη κατάσταση
σαν ξινισμένα μακαρόνια
μου χαλάει την τρέλα της βραδιάς
γιατί έτσι πρέπει
είπε
μα αν έπρεπε κάτι
σίγουρα θα ‘πρεπε
να μην είμαστε εδώ
ο κόσμος να ανέβαινε στο φεγγάρι
το φεγγάρι να κατέβαινε στη γη
οι γυναίκες να ‘ταν όλες εξαίσιες
τα φτερά της πρώην μου
να μην αλυσόδεναν άλλον αγαπημένο
εγώ θα ‘πίνα τσάι κάθε απόγευμα στις 5
με τον Δαλάι λάμα
θα ‘γραφα καλύτερα ποιήματα
θα ‘μουν ο ποιητής της χρονιάς
να χαιρόταν κι η μάνα μου λίγο
πιο όμορφος απ’ τον Ιησού σταυρωμένο
αν έπρεπε κάτι η τρέλα της βραδιάς
θα κρατούσε έναν αιώνα
υπέρλαμπρα ανοξείδωτος με θειάφι
παραισθήσεων με αληθινά σταφύλια
συμπαντικών κλημάτων στα φώτα των δρόμων
θα ατένιζα τον κόσμο ομορφότερο
στην καυτή παλάμη της σελήνης
θα ‘καιγα λίγο από το όπιο της ποίησης
και θα φυσούσα τον καπνό στην μούρη
όλων των εκμαυλισμένων συνειδήσεων
των τρομολάγνων
όλων των αδελφοτήτων της άμετρης καλοσύνης
των άμεσων λύσεων ευτυχίας
μιας αδυσώπητης ευδαιμονίας καταναλωτικού ίκτερου
των αγίων της πόλης μου ενοριτών
και όλων των επιτρόπων
των αγαθών παπάδων την φιλαρέσκεια
στο μεγάλο κρεβάτι του Ιησού
την ολοκληρωμένη πραότητα των μπάτσων
με το κεφάλι γεμάτο κουδούνια
ντιντινίζω παράξενα
καθώς τα τρόλεϊ της λογικής
σπινάρουν στην έξοδο του μυαλού μου…
—————————————————–
III
Η υγρασία του δωματίου
των φύλλων μέσα στα μάτια μου
η υγρασία μεγαλώνει
εξαπλώνεται σαν κηλίδα
στους τοίχους
γίνεται θάλασσα
τα κύματα κάνουν την νύχτα
λιγότερο ίδια
δεν απλώνω το χέρι να πάρω
ότι μου δίνεται
αυτοκαταστρέφομαι και αντίστροφα
μια βεβαιότητα που υφίσταται,
αν εξαιρέσουμε τον κανόνα
όλα είναι εξαιρέσεις του ίδιου πράγματος
ανάγομαι σε ζοφερά των ελλήνων απογεύματα
στις ρεματιές του μυαλού
βγάζω το κόκκινο σκυλί μου βόλτα
μαζεύω χώματα στα χέρια και τα πετάω
στην μούρη των άστρων.
Εκδικούμαι τα πράγματα ή
αυτά με εκδικούνται γράφοντας;
δεν κάνω τίποτα απ’ το να ξύνω
τον αέρα στις παρυφές του τρόμου
το ίδιο ανάποδα είναι λιγότερο ίδιο.
Δεν θα λύσω κανένα μυστήριο έλεγα
αν δεν γίνω ο ίδιος
μακριά απ’ τις λέξεις
ένα συνονθύλευμα του αδύνατου
παίζοντας με όλες τις πιθανές
παραλλαγές του παραλόγου
ίσως γράψω ένα ανύπαρκτο ποίημα
τότε απ’ την ύλη των άστρων.
Δεν υπάρχει αίνιγμα
για αυτήν την λύση
αυτό σκεφτόμουν αλλοπαρμένος βλέποντας
μια γάτα να ξεπροβάλει
απ’ τον κάδο των σκουπιδιών..
——————————————————-
κομμάτια σκέψεων…
Είναι πράγματα που δεν θα μάθουμε ποτέ
και άλλα
που θα μάθουμε σε μια στιγμή
με τα φώτα της απόγνωσης σβηστά
ψηλαφώντας τους τοίχους
στο διάδρομο μιας θλίψης με το διακόπτη
ξεχαρβαλωμένο και τα καλώδια γυμνά.
Σαν τα χέρια σου όταν με άγγιζες,
θυμάσαι;
και μέσα έβρεχε χιλιάδες βολτ ερωτικής παραφοράς.
Νιώθοντας καρφιά να συγκρούονται στις αρτηρίες μου
γράφω πέρα απ οτιδήποτε μπορώ
να αγγίξω
οσφραίνομαι ήττες σαν τριαντάφυλλα στον κήπο
σου θεέ.
Πιο πάνω απ τον τρόμο δεν στάθηκε η γνώση
πιο πέρα απ την γνώση
δεν υπήρξε η μνήμη να σπινάρει
σε καμένη άσφαλτο σαββατόβραδο
και οι σκύλοι να τρέχουν ξοπίσω δαγκώνοντας
τις λαμαρίνες των ονείρων.
Τρέχουν οι άνθρωποι σε διανύσματα
ενός τρόμου τόσο οικείου όσο η καθημερινότητα
θλίψη, χαρά και πάει λέγοντας
ισορροπία λοιπόν, ένα απίστευτο cool,
όταν κάτι δεν πάει καλά
κάτι άλλο κάπου αλλού θα λάμψει.
Την δική μου κατάσταση δηλώνω σε μια γλώσσα
που και ‘ γώ δεν ξέρω
γράφοντας ανισόρροπα ποιήματα.
Κομμάτια σκέψεων στα κρέπια της σελήνης..
———————————————————–
Ελλειπτικά.
Έχει ξερυθμιστεί
το σύμπαν
γυρίζει ελλειπτικά
χωρίς άξονες
σπάσανε.
τα μάτια σου άξονες.
Δεν διορθώνεται
αν γινόταν
δεν θα ήταν το ίδιο
όχι
ναι
πολύ φως στα μάτια
φεύγει
ελλειπτικά γυρνάει
χωρίς άξονες.
Αν γινόταν
δεν γίνεται
κανείς δεν ξέρει
αν ήξερε
δεν υπάρχει πάνω…
—————————————————
Πολιτεία από χαρτί…
Το μισοσκόταδο στην πόλη
όταν τα φώτα των δρόμων ανάβουν
όλα δείχνουν απόκοσμα.
Οι διαβάτες πάνε κι έρχονται
ο ένας δίπλα στον άλλον, μέσα στον άλλον
γυρεύουν την υπόσταση τους
στην ίριδα ξένων βλεμμάτων.
Αναλυμένες αισθήσεις, τραγικές φιγούρες σε καρτ ποστάλ
τα αυτοκίνητα με τα χλωμά υγρά φώτα
να διαχέονται στην άσφαλτο
και φρένα κόκκινα πιτσιλιές από ηλεκτρικό αίμα.
Φωτεινές επιγραφές
σημαίες στα μπαλκόνια, ξεδιπλωμένα ιδανικά
για επίσημες αργίες
σαθρά πατώματα κι εξώστες
ένθεοι ρήτορες παροπλισμένη λογική
εγχύνουν στο μυαλό μας.
Νωχελικές μπαλαρίνες οι φωνές
να σβήνουν στο τέλος του διαδρόμου
αργόσυρτες κραυγές στις σχάρες των πεζοδρόμιων
με το φως ανακατεύονται
και τ’ απόνερα του δρόμου.
Η πολιτεία που ποτέ δεν κοιμάται
η πολιτεία που αιμορραγεί
κάτω από γέφυρες
κοιτάζοντας το φεγγάρι πνιγμένο
στις πτυχές της ασφάλτου να αφήνει
το λιγοστό του αίμα.
Η πόλη που ξαγρυπνά
σε φαρμακεία
πατσατζίδικα, μπουρδέλα ,κηδειομαγαζα,
πληρώνει αδρά αναίμακτες ηδονές
ερωτεύεται, κλαίει, αιμορραγεί.
Σουτάρει πρέζα και με υπνοστεντον κοιμάται.
Η πόλη μου σε κομματιασμένα καλοκαίρια
αγκαλιάζει σφιχτά το θάνατο με όλα
της τα μέλη
και με ραγδαίες εκτομές ψάχνει διέξοδο
σε ένα παλμό ρόδου το ξημέρωμα..
——————————————————-
Ο μικρός πρίγκιπας.
Περνούσε κάθε μέρα την διάβαση σκυφτός
μ ένα τριαντάφυλλο στα δάχτυλα
προχωρούσε πάντα λοξά κάτω απ τα μελαγχολικά φώτα
ήξερε πως η ευθεία δεν είναι ο δρόμος του,
δεν ευνοεί την βροχή που έλπιζε.
Σ άδεια παγκάκια
κοιτάζοντας την θάλασσα
την πρωινή ομίχλη με τα φαντάσματα του Ήλιου
στα υγρά από φως πεζοδρόμια
περίμενε την άνοιξη
και έβρισκε διάδρομους απογείωσης
μέσα σε στήθος ξέφρενο μοναχικού διαβάτη.
λίγα χαμόγελα μες στην γειτονιά
οι λοξές ματιές των περαστικών δεν τον άγγιζαν
λίγη αυτοπεποίθηση με εγκράτεια
η αίσθηση πως κάτι παραπάνω καταλαβαίνει
και πρέπει επιμελώς να κρύβεται απ’ το χαμόγελο του.
ποτέ μην παρουσιαστεί αυτός παράφωνος μες την ομοιοκαταληξία.
Συνήθιζε να λέει, οι ποιητές δεν χρειάζονται χώρο
οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν.
Ένα πρωινό την ψυχή του άφησε ελεύθερη απ τα δεσμά του Ήλιου
και το κορμί του χώνεψε, μέρες ξεκούραστο
στ’ άδειο κρεβάτι
μα οι λέξεις του πουλιά πανέμορφα
γυροφέρνουν σε πλατείες με λιγοστούς περαστικούς
και μοναχικά φώτα..
————————————————
Όνειρο μιας κάποιας Κυριακής
Στην μνήμη του πατέρα μου
Ήρθε μειλίχιος και προσηνής αυτός
με μιαν αόριστη υποψία ύπαρξης και ανυπαρξίας,
με κορδέλες μεταξωτές κιτρινοκόκκινες τυλιγμένος
κατεβαίνοντας από βίαια ύψη μέσα σε ολοπράσινους καπνούς
τυλιγμένος θαρρείς το σάβανο του απείρου.
Με τα χέρια του τ’ άσαρκα, τα διάφανα, τα σταυρωμένα
άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι.
Με μιλιά τρεμάμενη σιγοψιθυριστή
-θυμιάζω το άπειρο-μου λέει-
έφυγα απ’ το σώμα και το μυαλό
στην σιγή περπατώ εξυψωμένος.
Τότε αιωρήθηκε σαν φωτοβολίδα γελώντας
και τρίζοντας ανυπόφορα.
-με τρομάζεις του είπα
-ποιος είσαι εσύ ο ασώματος;
μήπως ο διάβολος ή κανένας άγγελος;
-εμπεριέχω και τα δυο και γέλασε στενεύοντας
το άδειο του το στήθος.
πες μου του λέω τι έχασες στην ύπαρξη, τι κέρδισες
στο άπειρο βαθιά αγκιστρωμένος;
Σηκώθηκε τότε και η τέφρα του γέμισε το δωμάτιο
με καπνούς έξαλλου τίποτα.
-θέλω τσιγάρο λέει,
δεν εγκαταλείπονται οι συνήθειες, ωστόσο
όσο ήμουνα έλειπα και τώρα που λείπω είμαι
και μου ‘τεινε το χέρι σε φιλική χειραψία
μα τραβήχτηκα και ανακάθισε.
-τι λες του λέω άνθρωπε και τι μονολογείς; τι μαυρίλα προμηνύεις
και τι σκέψεις ξερόκλαδα συνάζεις που δεν τα εννοώ;
Μην ήρθε η ώρα μου να λύσω την εξίσωση
και να αποσπαστώ απ την τροχιά της ύλης;
η είσαι μια αναλαμπή κι οράματα του άγχους;
-τίποτα απ’ όλα τούτα που μου λες μα λίγο από τα πάντα
ξεπήδησε η φωνή του σαν περιστεριού άγριο φτεροκόπημα
μέσα από τα στήθη.
-μαυρίλα προμηνύω ωστόσο.
Τότε στρέφοντας το βλέμμα δεξιά είδα χιλιάδες άλογα
με αίματα στα λάμποντα πλευρά να καλπάζουν ξέφρενα
υπερπηδώντας κόκκινα σύννεφα,
πιο πέρα ένα κριάρι χτυπιόταν με τον ήλιο
και ένα κοριτσάκι με μισό χαμόγελο μάζευε χαμομήλι.
-Τι είναι κόλαση και τι παράδεισος κύριε;
ρωτάω επί της ευκαιρίας.
-τίποτα και τα πάντα δύστυχε-
ξερόκλαδα, χαμόκλαδα, πουλάκια, περιστέρια,
δράκοι με χίλια πρόσωπα και θηλυκά ωραία.
Μα είσαι τόσο ασαφής ευλαβέστατε
πώς να σε εννοήσω;
-δέντρα απ’ την ανάποδη και χέρια ανυψωμένα,
γλώσσα σαν τη σιγή την τρυφερή και λαίμαργο νεράκι.
κάτι θαρρώ να εννοώ και κάπως να σε ξέρω
κι άμα θα σταυροκοπηθώ εδώ θα παραμείνεις;
-χα- τότε κάγχασε τ’ ανύπαρχτα του χείλη,
δεν ξέρω-λέει-δοκίμασε.
Μα μήπως οι θρησκείες είναι μαντριά για να κρατούν
την εξαγρίωση μέσα στα όρια της
και τάξη να επιβάλουν;
η μήπως ευτυχέστερο σε κάνει αυτή η δράκαινα με τα πολλά κεφάλια;
-ας το αφήσουμε κύριε του είπα αυτό δεν φτάνει το μυαλό μου,
και τι ‘ναι η νόηση μου λες;
πονάει το κεφάλι μου από οδύνες τοκετού
και έσφιξα γερά το κεφάλι στα χέρια μου.
Τότε είδα τα σύννεφα ψηλά να μετασχηματίζονται σε ρητά
του ανούσιου τίποτα φληναφήματα.
Συμπληγάδες συγκρούονταν τα νέφη και οι κεραυνοί
ρινόκεροι με τα ρινοκεράκια στο διάβα τους τσακίζανε
τα έρημα δεντράκια.
Α – μου λέει-νόησις αυτή η καλουμένη,
πρόκες στον αέρα αγαπητέ
λιθάρι, πανωλίθαρο, πετρούλες συναγμένες
και πύργοι μες στα κύματα.
Κουκλάκια χωρίς πρόσωπα και δίχως τα χεράκια
ανατομίας μαθήματα που κάνουνε τ’ ανήσυχα παιδάκια,
και πες μου λέει-ξέρεις κάτι εσύ που νόημα μέσα να ‘χει
ώστε το σύμπαν να ακινητεί για λίγο την τροχιά του;
-Ναι κάτι ίσως ξέρω τόλμησα να πω-
τα μάτια της είναι τόσο μεγάλα κύριε-είπα-
και στα χέρια της ας ήταν να πεθάνω.
Ανοησίες απάντησε-είναι πολύ ρηχό για να ακινητήσει σύμπαν
είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε- κάτι βαθύτερο-
είπε στα χέρια κρατώντας μια φλογίτσα από ροζ μενεξέδες
και από λεύγες μακριά ακουγόταν μελωδίες πιάνου
να ξεδιπλώνονται σαν σημαίες στον αέρα.
και παράξενες λέξεις που πρώτη φορά άκουγα,
ενώ μια πεταλούδα ήρθε και κάθισε στον ώμο του.
-Είναι κάτι βαθύτερο οπωσδήποτε-κάτι βαθύτερο μονολογούσε επίμονα,
και τρόμαζαν τα βιβλία στα ράφια φτύνοντας τις σελίδες τους,
αυτές οι μελωδίες του χαρτιού οι λεκτικές οι σαύρες
τα φορτισμένα κενοτάφια του νου οι αχόρταγες λεξούλες.
Τον κοιτούσα στα μάτια που είχαν πλέον
τη λάμψη του γάργαρου τίποτα,
από χιλιάδες μίλια μακριά έβλεπα τ’ άπειρο να έρχεται
και να ρουφάει την ζωή που σαν σταματημένη από αιώνες έμοιαζε.
-Και τι ‘μαι εγώ μακάριε; -τόλμησα να ψελλίσω.
Είσαι ό λόγος όσο ζεις κι ύστερα θα σαι χάος.
Ποιος είσαι συ που μου μιλάς και κάπου σε γνωρίζω.
Μήπως είσαι ο πάναγνος, ο άχραντος και άσαρκος πατέρας;
-Εγώ είμαι γιε μου και έλληνα ποιητή μου και σε χιλιάδες
λεύγες άπειρο κάποτε και συ θα ‘ρθεις…