24grammata.com/ ιστορία/ θρησκεία
Η Μαρωνιτική Εκκλησία
Οι Μαρωνίτες ανήκουν στο Ανατολικό Χριστιανικό Δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας το οποίο εδρεύει στην Αντιόχεια. Πήραν το όνομά τους από τον Άγιο Μάρωνα (350-410μ.Χ.) ο οποίος έζησε στην περιοχή της Απάμειας στη Συρία. Το χάρισμα της θεραπείας από τον Άγιο Μάρωνα προσέλκυσε ένα μεγάλο πλήθος και πολλοί απ’ αυτούς τον ακολούθησαν επιδιώκοντας τη ζωή της προσευχής και της ταπείνωσης κάτω από τη δική του πνευματική καθοδήγηση. Η φήμη του Αγίου εξαπλώθηκε σε όλη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος του απέστειλε μια επιστολή γύρω στο 405μ.Χ. εκφράζοντας το σεβασμό του και του ζητούσε να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Μετά το θάνατό του το 410μ.Χ. χτίστηκε ένας ναός και αφιερώθηκε στη μνήμη του. Οι μαθητές του σχημάτισαν τον πυρήνα της Μαρωνιτικής Εκκλησίας και ίδρυσαν μια Μονή που της δόθηκε το όνομά του. Αυτή η Μονή αναπτύχθηκε ταχύτατα και κατέστη η κεφαλή του κορμού των μοναστηριών που επεκτείνονταν σ’ όλη τη Συρία και το Λίβανο.
Μέχρι τον 7ο αιώνα οι Μαρωνίτες αποτελούσαν μια ξεχωριστή κοινότητα η οποία μιλούσε και προσευχόταν στην Αραμαϊκή γλώσσα, τη διάλεκτο της Έδεσσας. Αραμαϊκή ήταν η γλώσσα του Χριστού και σ’ αυτή τη γλώσσα συνεχίζουν να προσεύχονται οι Μαρωνίτες. Η κατάκτηση της περιοχής της Συρίας από τους Άραβες και η απόφαση της Κωνσταντινούπολης να αποσυρθούν οι Χριστιανοί από την περιοχή για σκοπούς ασφαλείας, οδήγησε τους Μαρωνίτες να εκλέξουν το δικό τους Αρχιεπίσκοπο. Έτσι γεννήθηκε η Μαρωνιτική Εκκλησία, η ιστορία της οποίας χαρακτηρίζεται από την απομόνωση και τις συνεχείς διώξεις των μελών της. Λόγω των συνεχών διώξεων πολλοί Μαρωνίτες έφτασαν και στην Κύπρο.
Οι Μαρωνίτες της Κύπρου – Ιστορική Αναδρομή
Οι Μαρωνίτες της Κύπρου υπάγονται στο Ανατολικό Χριστιανικό Δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας. Έχουν Μαρωνίτη αρχιεπίσκοπο ο οποίος εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο της Μαρωνιτικής Εκκλησίας στο Λίβανο και επικυρώνεται από την Αυτού Αγιότητα του Πάπα.
Ιστορικοί οι οποίοι μελέτησαν την ιστορία των Μαρωνιτών της Κύπρου, έχουν χωρίσει την Μαρωνιτική άφιξη στο νησί σε τέσσερα κύματα μετανάστευσης μεταξύ του 8ου και του 13ου αιώνα μ.Χ.:
Η πρώτη εμφάνιση των Μαρωνιτών στην Κύπρο υπολογίζεται στα τέλη του εβδόμου αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Ιουστινιανού του δεύτερου. Αυτό το κύμα μετανάστευσης προκλήθηκε κυρίως από την Ισλαμική κατάκτηση και τις συγκρούσεις μεταξύ των Ιακωβιτών και των Βυζαντινών, οι οποίοι βιαιοπραγούσαν ενάντια στους Μαρωνίτες (Cirilli 189:5).
Η δεύτερη μαζική μετανάστευση προς την Κύπρο ακολούθησε την καταστροφή της μονής του Αγίου Μάρωνα στον Ορόντη ποταμό, γύρω στο 938μ.X. (Αssamarani1979:17). Η καταστροφή αυτή αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τους Μαρωνίτες, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μεγάλο αριθμό κοινοτήτων στις περιοχές κοντά στη Μονή. Την ίδια περίοδο μεγάλο κύμα προσφύγων Μαρωνιτών, καθώς επίσης και το Πατριαρχείο, κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές του Λιβάνου.
Η τρίτη – και μεγαλύτερη- μετανάστευση έγινε στα τέλη του δωδέκατου αιώνα, όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πούλησε την Κύπρο στο βασιλιά των Ιεροσολύμων Guy de Lusignan, το 1191μ.χ (Cirilli1898:6).
Το τελευταίο κύμα μετανάστευσης παρατηρείται στα τέλη του 13ου αιώνα με την υπεράσπιση από τους Σταυροφόρους της Τρίπολης και των Αγίων Τόπων (Cirilli 1898:6).
Επίσημη παρουσία οργανωμένης Μαρωνιτικής Κοινότητας στην Κύπρο παρατηρείται γύρω στον 11ο αιώνα, μέσα από χειρόγραφη επιστολή προς το Μαρωνίτικο Πατριαρχείο, στην οποία ο μοναχός ονόματι Σεμάν αναφέρει ότι έχει διοριστεί υπεύθυνος του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη στον Κουτσοβέντη της Κύπρου, που ιδρύθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 10ου αιώνα, για να εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των Μαρωνιτών που κατέφυγαν στα βουνά της οροσειράς του Πενταδακτύλου. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, υπάρχουν τρία ακόμη χειρόγραφα έγγραφα τα οποία επιβεβαιώνουν το πιο πάνω. Διαθέσιμα ιστορικά έγγραφα επιβεβαιώνουν επίσης ότι υπήρχαν τον 12ο αιώνα 60 περίπου Μαρωνίτικα χωριά που αριθμούσαν σε 50 000, ιδίως στην οροσειρά Πενταδακτύλου, ξεκινώντας από το κατεχόμενο σήμερα Μαρωνίτικο χωριό Κορμακίτης και φθάνοντας μέχρι και την Καρπασία.
Οι Μαρωνίτες αποτελούσαν πάντα μια ήσυχη και εργατική κοινότητα, με κύρια ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία και πιστοί στην θρησκευτική τους ιδιαιτερότητα και παραδόσεις. Ωστόσο η καταδυνάστευση από τα κατά καιρούς θρησκευτικά τάγματα καθώς επίσης και οι συχνά εμφανιζόμενες φυσικές και επιδημικές καταστροφές οδήγησαν στην φθορά της Μαρωνιτικής παρουσίας στο νησί. Ιστορικά έγγραφα αποδεικνύουν ότι ανάμεσα στο 1224μ.Χ. (Λατινική ηγεμονία) και το 1571μ.Χ. (Οθωμανική κυριαρχία) ο αριθμός των Μαρωνίτικων χωριών μειώθηκε από 60 σε 33.
Με την Οθωμανική κατοχή της Κύπρου οι Μαρωνίτες είχαν 33 χωριά και ο Επίσκοπός τους διέμενε στο Μοναστήρι του Ιδαλίου στην περιοχή της Καρπασίας. Κατά το 1596, 25 χρόνια από τότε που οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί, ο συνολικός αριθμός των Μαρωνίτικων χωριών μειώθηκε στα 19. Οι Οθωμανοί, μετά την προσάρτηση της Κύπρου, επέβαλλαν βαριούς φόρους στο λαό, συμπεριλαμβανομένων και των Μαρωνιτών. Επίσης, πολλοί Μαρωνίτες είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της άμυνας του νησιού. Ο κατατρεγμός που υπέστησαν είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του αριθμού τους και τη μεταφορά της έδρας της ηγεσίας της Εκκλησίας τους στο Λίβανο (Palmieri 1905).
Από το 1636 η κατάσταση των χριστιανών της Κύπρου είχε καταστεί ανυπόφορη και κάποιες μεταστροφές στον Μουσουλμανισμό άρχισαν. «Μια και κανείς δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις πιέσεις της νέας κατάστασης, εκείνοι που δεν μπορούσαν να αντισταθούν στον εξισλαμισμό γίνονταν κρυπτοχριστιανοί. Οι Μαρωνίτες που ασπάστηκαν τον ισλαμισμό έμεναν κυρίως στη Λουρουτζήνα της επαρχίας της Λευκωσίας. Εντούτοις, οι Μαρωνίτες οι οποίοι είχαν εξισλαμισθεί πάνω στην απόγνωσή τους, δεν απαρνήθηκαν την χριστιανική τους πίστη. Κράτησαν βαθιά τις αρχές και τα πιστεύω τους ελπίζοντας να απαρνηθούν την μεταστροφή τους μόλις θα έφευγαν οι Οθωμανοί. Για παράδειγμα βάπτιζαν και δήλωναν τα παιδιά τους σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση αλλά ασκούσαν την περιτομή σύμφωνα με την ισλαμική πρακτική. Επίσης έδιναν δύο ονόματα στα παιδιά τους. Ένα χριστιανικό και ένα μουσουλμανικό»(Hackett 1901 και Palmieri 1905)
Η πολυτάραχη ιστορία της Κύπρου ήθελε όπως κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, και συγκεκριμένα μετά το 1750, η Μαρωνιτική Εκκλησία της Κύπρου να είναι κάτω από τη δικαιοδοσία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Όμως, το 1840 το Πατριαρχείο των Μαρωνιτών στο Λίβανο πέτυχε να αποσπάσει ένα φιρμάνι με το οποίο μετακινούνταν οι Μαρωνίτες από τους κανονισμούς των ορθοδόξων επισκόπων και επαναφέρονταν κάτω από τη δική τους θρησκευτική ηγεσία. Το Γαλλικό Προξενείο που υπηρετούσε στην Κύπρο κατά την ίδια περίοδο, συνέδραμε έντονα στις προσπάθειες για την επίτευξη αυτής της αλλαγής.
Κάτω από τη Βρετανική κυριαρχία η Μαρωνιτική κοινότητα γνώρισε μια μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη μαζί με μια αύξηση στον πληθυσμό. Οι Μαρωνίτες εδραίωσαν τα θρησκευτικά και πολιτικά τους δικαιώματα και έχτισαν τις δικές τους εκκλησίες και τα δικά τους σχολεία. Τα δημοτικά σχολεία και στα τέσσερα χωριά επιτηρούνταν από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αν και το αναλυτικό πρόγραμμα ήταν το ίδιο με εκείνο των άλλων ελληνοκυπριακών δημοτικών σχολείων, οι Μαρωνίτες μαθητές έπαιρναν επιπρόσθετα μαθήματα σε θέματα όπως: η Αγία Γραφή, εκκλησιαστικοί ύμνοι, αραβική γλώσσα, παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια κλπ. Τα σχολεία αυτά ήταν ανοιχτά σε όλες τις κοινότητες αλλά οι μαθητές που τα παρακολουθούσαν καθώς επίσης και οι δάσκαλοι ήταν κατά κύριο λόγο Μαρωνίτες.
Με την πρώτη απογραφή που διεξήχθη από τη νεοϊδρυθείσα Κυπριακή Δημοκρατία το 1960, οι Μαρωνίτες που ζούσαν στην Κύπρο ήταν κατά προσέγγιση 2.752, κυρίως στα τέσσερα εναπομείναντα χωριά του Κορμακίτη, του Ασωμάτου, της Καρπάσιας και της Αγίας Μαρίνας αλλά επίσης και σε άλλα μέρη.
Αν και με βάση τους νόμους του Διεθνούς Δικαίου, οι Μαρωνίτες της Κύπρου συνθέτουν μια εθνοτική μειονότητα, η οποία διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως είναι η ξεχωριστή θρησκεία, η κουλτούρα, τα ήθη, τα έθιμα και η γλώσσα, κατά την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, είχαν να επιλέξουν να ανήκουν είτε στην Ε/Κ είτε στη Τ/Κ Κοινότητα. Τότε, επέλεξαν να ανήκουν στην Ε/Κ Κοινότητα με την οποία τους έδεναν περισσότερα κοινά στοιχεία όπως η γλώσσα, η κουλτούρα και η θρησκεία.
Η Μαρωνιτική κοινότητα σήμερα
Μετά από μια περίοδο ακμής, με την εισβολή του 1974 η Μαρωνιτική κοινότητα της Κύπρου δέχτηκε σοβαρό πλήγμα. Το 80% των Μαρωνιτών προσφυγοποιήθηκε ενώ οι υπόλοιποι έμειναν εγκλωβισμένοι στα 3 μαρωνίτικα χωριά, τον Κορμακίτη, την Καρπάσια και τον Ασώματο. Το 1975 υπήρχαν 979 εγκλωβισμένοι Μαρωνίτες. Σήμερα, στον Κορμακίτη υπάρχουν 120 ηλικιωμένοι εγκλωβισμένοι, στην Καρπάσια 11 εγκλωβισμένοι και στον Ασώματο μόνο 2 ογδοντάχρονες γριές. Η πρόσβαση στον Ασώματο είναι δύσκολη για τους κατοίκους και τις οικογένειες των εγκλωβισμένων γιατί το χωριό αποτελεί στρατιωτική βάση και οι κάτοικοι έχουν το δικαίωμα να το επισκέπτονται μόνο την Κυριακή για δύο ώρες, για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Το Μαρωνίτικο χωριό Αγία Μαρίνα αποτελεί επίσης στρατιωτική βάση και είναι αδύνατη η παρουσία των κατοίκων στο χωριό, στους οποίους δεν έχει δοθεί ποτέ η άδεια – παρόλες τις διευκολύνσεις που παρατηρούνται μετά από τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων – να επισκεφτούν το χωριό ή την εκκλησία του. Τούρκοι στρατιωτικοί μένουν επίσης σε αρκετές κατοικίες στο χωριό Καρπάσια.
Σήμερα, η κοινότητα των Μαρωνιτών της Κύπρου είναι μια μικρή κοινότητα που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Κυπριακού λαού αλλά την ίδια στιγμή συνεχίζει να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα. Η Μαρωνιτική κοινότητα αποτελεί σήμερα την δεύτερη μεγαλύτερη χριστιανική κοινότητα της Κύπρου και αριθμεί γύρω στους 6.000 Μαρωνίτες, εκ των οποίων το 75% ζει στην Ανθούπολη, τον Άγιο Δομέτιο και τη Λευκωσία, 15% στη Λεμεσό, 5% στη Λάρνακα, και οι υπόλοιποι στο Μαρκί, τον Κοτσιάτη και την Πάφο.
Αν και οι Μαρωνίτες μορφώνονται σε ελληνικά σχολεία και μιλούν με ευχέρεια τα ελληνικά, έχουν τη δική τους γλώσσα, εφαρμόζουν τη δική τους Μαρωνιτική και Καθολική λατρεία, χρησιμοποιούν την αραμαϊκή γλώσσα στη λειτουργία τους και έχουν τα δικά τους έθιμα και παραδόσεις. Οι Μαρωνίτες έχουν τη δική τους ιερή τέχνη, τις εικόνες τους, την αρχιτεκτονική τους, την μουσική τους και την ιστορία τους.
Για τους Μαρωνίτες, τα χωριά είναι άμεσα συνδεδεμένα με την θρησκεία και την παράδοση τους. Γι’ αυτό και παρατηρείται μαζική προσέλευση των Μαρωνιτών στα χωριά τους στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, αφού ορισμένα έθιμα, κυρίως θρησκευτικά, αναβιώνουν μόνο στα χωριά τους. Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, οι Μαρωνίτες που προέρχονται από τον Κορμακίτη, σε συναντήσεις τους στο χωριό μιλούν μόνο στην Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική, τη γλώσσα του χωριού τους, ενώ όταν βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές μιλούν στην κυπριακή διάλεκτο. Συνεπώς, η επιστροφή των Μαρωνιτών στα χωριά τους, η στήριξη και η αναγκαία ευαισθησία σχετικά με το πιο πάνω θέμα αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για την διαφύλαξη της πολιτισμικής τους ταυτότητας και προτεραιότητα της πολιτικής που ακολουθεί η κοινότητα.
Η Μαρωνιτική κοινότητα έχει οργανωθεί για τη διατήρηση της πολιτιστικής της ταυτότητας με διάφορους τρόπους: τη δημιουργία σωματείων και πολιτιστικών ομίλων με απώτερο σκοπό τη συναναστροφή της νεολαίας, τη διοργάνωση κατασκηνώσεων, τη δημιουργία του δημοτικού σχολείου «Άγιος Μάρωνας» και των εθνικών σχολείων «Αγία Μαρία» και «Τέρρα Σάντα», την έκδοση μηνιαίας κοινοτικής εφημερίδας, τη δημιουργία ιστοσελίδων, τη λειτουργία προσκοπικού σώματος, τη συνεργασία με διακεκριμένους ακαδημαϊκούς για τη δημιουργία αλφαβήτου για την Κυπριακή Μαρωνιτική Αραβική και τη διοργάνωση εκδηλώσεων για την ευαισθητοποίηση του κοινού.