γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Στο δεύτερο ραντεβού με τον στρατηγό Αντωνακέα, ξέπνοα τα σκυλιά του, δεν έβγαλαν άχνα, εκείνος πάλι, έδειξε να χαίρεται για εμάς, τους περίεργους επισκέπτες.
Γνωριστήκαμε από τα βιβλία του, έτσι έγινε αφορμή να καταγράψουμε την ιστορία, μέσα από τα μάτια ενός, όχι και τόσο συνηθισμένου αντιστασιακού.
Ο Γιάννης Αντωνακέας, δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξε ο πατέρας του, Νικόλαος. Ο νομάρχης Θεσπρωτίας, πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ένας υπερεθνικιστής, βασιλόφρωνας και λυσσασμένος κομμουνιστοφάγος.
Όλα τα κρίσιμα ζητήμα περνούσαν από τη στενή κνισάρα μιας ιδεολογικής κατεύθυνσης και τα πιθανά, αριστερά σχήματα, του δημιουργούσανa priori, εκνευρισμό και αναστάτωση.
Δεν υπήρχε καλός κομμουνιστής, για τον Νίκο Αντωνακέα.
Ετσι και ο γιός, ο υπερήλικας πια Γιάννης, μέσα σε πλήρη διαύγεια, τοποθετεί τα γεγονότα σε χωροχρονική ακολουθία και φωτίζει την ιστορία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, το ξεκαθάρισμα του εμφυλίου, αλλά και την μετέπειτα ιστορία, που συνήθως ο υποκειμενισμός δεν αφήνει να επιπλεύσει το αυθεντικό, αλλά κρύβει την αλήθεια, πίσω από σημεία στίξεως.
Ένας τρικούβερτος χορός πρακτόρων, έκανε τα έτσι κι αλλιώς, δύσκολα χρόνια του πολέμου, να φαίνονται σκοτεινά και αδιάβατα.
Αριστεροί, δεξιοί μα όλοι πατριώτες και οι περισσότεροι πλανεμένοι από τα ξένα συμφέροντα, εκείνα που έταζαν, υπόσχονταν τα παστρικά χέρια που θα γιάτρευαν την γάγγραινα των ανοιχτών πληγών μας.
Σε μια αποστροφή του λόγου του μας λέει:
“όταν εμείς οι Έλληνες πηγαίνουμε καλά, τότε πανηγυρίζουμε, είμαστε έτοιμοι να τα βάλουμε, να παλέψουμε με όλους, αν πάλι κάτι στραβώνει και γράφεται η πιθανή αποτυχία μας τότε τα παρατάμε, σκύβουμε και εύκολα χάνουμε την ελπίδα”.
Τα χρόνια της κατοχής τύπωνε παράνομες προκηρύξεις και εφημερίδες, πιάστηκε το 1944 από τον ΟΠΛΑ, την γλύτωσε μάλλον από τύχη και στην συνέχεια ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού.
Ήταν διαφορετικά εκείνα τα χρόνια, είχε ρόλο, σημαίνουσα θέση στον κοινωνικό ιστό της εποχής.
Σήμερα, αν και παραμένει ένας θησαυρός γνώσεων, εμπειριών, μόνο από την πρώτη εικόνα, στο κατώφλι της μονοκατοικία, στην Νέα Σμύρνη, φτάνει για να αναγνωρίσει κανείς την εγκατάλειψη και τη λησμονιά.
Μέσα στη δίνη της κρίσης μας, αυτό το ξεθεμέλιωμα των αξιών μας, είναι που κάνει τον πιο μεγάλο θόρυβο.
Ένας τραγικός διαχωρισμός, γράφτηκε στα χρόνια του πολέμου , δεξιοί και αριστεροί, εθνικόφρονες και κομμουνιστές.
Μα αν εξαιρέσεις τους δοσίλογους, τους προδότες, που δεν ήταν και λίγοι, όλοι οι υπόλοιποι, είχαν κοινούς στόχους, μια ελεύθερη πατρίδα πατρίδα, μέσα από ολότελα διαφορετικές διαδρομές.
Πέρασαν χρόνια μέχρι να ισορροπήσει το πράγμα, μέχρι να συγχρωτίζονται σε κοινούς καφενέδες οι παππούδες μας.
Ο συνταξιούχος αντιστράτηγος, είναι έξω από την καθιερωμένη εικόνα μας, στέκει μακριά από τα πρότυπα της εποχής.
Άλλωστε πάντα βρωμοκοπούσε “τάξις”, η στολή και τα γαλόνια.
Ανεξάρτητα από το τρόπο που άγγιξε, που πήρα θέση στα ιστορικά δρώμενα, πρόκειται για μια σπουδαία προσωπικότητα που η εποχή μας, δείχνει να τον προσπερνά, σφυρίζοντας αδιάφορα.
Σήμερα που παίρνει φόρα ο εθνικισμός και η πατριδογνωσία είναι της μόδας,
ο Αντωνακέας, χαμογελά όταν μιλάμε για αυτό το φαινόμενο, του λέμε για την σημαία με τον φλεγόμενο φοίνικα και τις άλλες δράσεις που θυμίζουν περίεργους -ισμους, που ποδοπάτησαν παλαιότερα τη χώρα, (φασισμούς και ναζισμούς).
Απαντά, χαρακτηρίζοντας το φαινόμενο μια “αστειότητα”, οι νέοι ακρο-δεξιοί, υποστηρίζει ο στρατηγός, “βρήκαν έναν κόσμο γεμάτο από ανάγκες αλλά μακριά από ιδεολογίες, έτσι κάνουν μικροχάρες, θελήματα και αναζητούν αποδοχή”.
Όσο για τους αριστερούς έχει την πάγια, σιδερένια, πια, άποψη, “οι πλανεμένοι”.
Όπως όλοι μας, έτσι και αυτός δείχνει στριμωγμένος από τις αλλεπάλληλες οικονομικές ανατροπές, μα περισσότερο τσακισμένος φαίνεται από το παραχώσιμο στο περιθώριο.
Σε μια εποχή που δεν έχουμε πολλούς φίλους μα ούτε και σπουδαίους εχθρούς, που οι συζητήσεις στα τηλέφωνα εξαντλούνται γρήγορα και το συναίσθημα εξατμίζεται σαν φτηνή κολόνια, πετάγεται και καίγεται εύκολα η ιστορία, ειδικά τώρα που ξεμαθαίνουμε να διαβάζουμε και αμφισβητούμε κάθε τόνο πολιτικού χρώματος σαν να μας πνίγει ένας περίεργος δαλτωνισμός.
Σαν συγγραφέας δεν έχει οπαδούς, ούτε πουλάνε τα βιβλία του.
Σχεδόν άγνωστος, μακριά από αντικειμενισμούς που κρύβουν δόγματα,
ο στρατηγός φέρνει στις πλάτες του μια ιστορία, που κάποτε με κόπο, όλοι την έκρυβαν ή ήθελαν να ξεγράψουν, σήμερα δίχως τρόπο, γίνεται κενό στη μνήμη και μας κάνει μικρά θηράματα στον ατέρμονα μιας τραγικής επανάληψης.
Φωτογραφία: Καλλιόπη Μαλλόφτη.