Η ΜΑΓΚΙ ΚΑΙ Η ΜΙΛΥ
Τα κορίτσια του Ε. Ε. Κάμμινγκς
γραφει ο Απόστολος Θηβαίος
Όταν ο ποιητής ονειρεύεται τα κοριτσίστικα παιχνίδια, είναι η στιγμή που ανακαλύπτει ένα κομμάτι της ψυχής του. Εκείνος που είδε τ΄όνειρο και δοκίμασε την νωθρή του πίκρα, εκείνος λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί σοφός. Δίχως αμφιβολία ένα ποίημα που ολοκληρώνεται με μια διαπίστωση, συμπυκνώνει ολόκληρη τη συνείδηση ενός ανθρώπου. Αυτή η ποίηση δεν είναι σε καμιά περίπτωση εγκεφαλική, είναι η δήλωση ενός ανθρώπου. Όταν τελειώνει το ποίημα έρχεται η ποίηση, η θαυμάσια ζεστασιά του γέρο Έζρα, λάμπει η τροχιά μας για μια στιγμή, σ΄εκείνο το βραχύβιο όνειρο που μας σώζει. Το γάλα της ζωής μας είναι αυτή η κορύφωση, όταν το δράμα δεν κατευθύνεται πουθενά, επικεντρωμένο στον κεντρικό, φλεγόμενο ήρωα που θα μείνει, -δεν υπάρχει άλλη μοίρα για τον ποιητή-, μόνος.
Την περισσότερη μοναξιά τη συνάντησα σ΄έναν πίνακα του Αμερικάνου ζωγράφου Ε. Χόπερ. Θα μπορούσε να κλάψει κανείς για εκείνο το γυμνό κορίτσι στη σκιά του βουνού. Τα κορίτσια όμως αυτού του ποιήματος είναι επικίνδυνες, προσωπικές στιγμές, είναι ας πούμε, νησιά που αγαπήσαμε, που αντέχουν. Όσο για αυτά που αφήνουμε, ας μην γελιόμαστε. Ποτέ κάτι τέτοιο δεν συνέβη στ΄αλήθεια, ποτέ δεν υπήρξαμε τα υπέροχα, μουσικά ολόκληρα των φαντασιώσεων.
Η Μάγκι και η Μίλυ και η Μόλυ και η Μέη
Τράβηξαν κάτω στην ακτή (μια μέρα για να παίξουν)
Και η μάγκυ βρήκε ένα όστρακο που τραγουδούσε
Τόσο γλυκά που δεν μπορούσε να θυμηθεί τα βάσανά της και
Η Μίλυ έγινε φίλη μ΄ένα χαμένο αστέρι
Που πέντε δάχτυλα νωθρά είχε για ακτίνες
Και τη Μόλυ την κυνήγησε ένα πράγμα φοβερό
Που λοξά έτρεχε καθώς έβγαζε αφρούς και
Η Μέη γύρισε στο σπίτι με μια λεία πέτρα στρογγυλή
Μικρή όσο ένας κόσμος και μεγάλη όσο η ερημιά της.
Γιατί ότι κα αν χάνουμε (όπως ένα εσύ και ένα εγώ)
Στην θάλασσα πάντα τους εαυτούς μας βρίσκουμε.
[Μεταφραση Γιάννης Λειβαδάς, «Ανθολογία Αμερικανικής ποίησης του 20ου αιώνα»]