24grammata.com/ κινηματογράφος
Η μεταξωτή ρόμπα δεν άφησε τα μάτια μας να χαζεύουν το φιδίσιο κορμάκι της. Όπως κάθε ταινία του Τζέημς Μπόντ, είναι καθώς πρέπει, δεν αγγίζει ζητήματα που μπορεί να θίξουν την ηθική των λαών, απευθύνεται σε ολάκερο τον πλανήτη και έχει σκοπό να προβάλλεται για χρόνια, όπως και όλες οι προηγούμενες παραγωγές.
Στον πολυκινηματογράφο βρήκαμε εισιτήριο, τελευταίοι και από τύχη. Πέσαμε σε μέρα προσφοράς και πολύς κόσμος ήταν περισσότερο προνοητικός από μας. Η φτήνια τρώει τον παρά.
Λίγο πριν την προβολή στην κατάμεστη αίθουσα φαινόταν το διαφορετικό κοινό που αγαπά τέτοιου είδους κατασκοπευτικές, περιπετειώδεις ταινίες.
Νάτσος, πόπ κόρν, candies, και light ηδύποτα, να καταπίνεται η γλύκα, ένας κόσμος που ζορίζεται όμως στέκει ζωντανός, η αναζήτηση του ψεύτικου ονείρου σε μια σκοτεινή αίθουσα κάνει ευκολότερο τον στόχο.
Ο Τζέημς και τα παρεάκια του αυτή την φορά θύμιζαν περισσότερο αμερικάνακια, ήρωες σαν τον Ζβατζανέγκερ, τον Ζαν Κλόντ Βαντάμ, αλλά και τον γερασμένο τύπο με την κοτσίδα, τον Στήβεν Σηγκάλ που σκοτώνει αργά, με το ένα δάχτυλο, ήταν όλοι τους εκεί, μοναδικοί υπερασπιστές ενός συστήματος που υπηρετεί με αυταπάρνηση τον εαυτό του.
Αν τύχει και υπάρχουν αντίπαλοι πεθαίνουν, αργά ή γρήγορα πάει περίπατο το διαφορετικό, όταν υψώνει φωνούλα και διεκδικεί θέση έξω από τους κανόνες του μάτριξ.
Τα σχόλια στην κατάμεστη αίθουσα θύμιζαν ταινίες καρατέ, ταινίες που μπήκαμε για να κάνουμε χαβαλέ με τα νοντσάκου και τιε ψεύτικες καρπαζιές για ρεσιτάλ ονείρων.
Η ακριβή ταινία έδειξε την χάρη των αληθινών γυρισμάτων και όχι των ψεύτικων ψηφιακών εφφέ που γίνονται της μόδας επειδή «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».
Ανελέητα κυνηγητά του κακού, που δεν είναι κράτος, μα τι πρόβλημα και αυτό να μην υπάρχει αντίπαλο δέος ούτε στον κινηματογράφο, ούτε οι εξωγίηνοι μας ψήνουν πια και οι λυκάνθρωποι έρχονται μα σε διπλανές αίθουσες. Μόνο εμείς είμαστε, οι διαφορετικοί εχθροί, εμείς που αν τύχει και διαφωνήσουμε θα κατέβουν πράκτορες να μας δαγκώσουν το λαρύγγι. Ένας τέτοιος σπουδαίος πράκτορας που διαφώνησε, πικράθηκε, απογοητεύτηκε από το σύστημα που υπηρετούσε ήταν ο εχθρός. Ο σπουδαίος Χαβιέ Μπαρδέμ, σηκώνει όλη την ταινία στα μάτια του,γκέι πράκτορας, πούστης, με ανείπωτα απωθημένα, τσακίζει τα πάντα στο νωχελικό πέρασμα του.
Το σύστημα προσπαθεί να ισορροπίσει, με τους πολιτικούς να φαίνονται μακριά νυχτωμένοι, μια συμπαθέστατη γκόμενα, υπουργός, διαφωνεί, δεν βλέπει τον κίνδυνο, ο κίνδυνος της διαφορετικότητας, της μοναδικότητας, αν δεν υπηρετείς σαν μικρό γρανάζι την ροή της χρονομηχανής του μάτριξ, είσαι εχθρός.
Οι μυστικές υπηρεσίες δαγκώνουν με την γλώσσα τους την ανόητη φλυαρία της.
Όλα λύνονται, διορθώνονται με τον ηλικιωμένο, Μπόντ, που σαν τραγικός Έλληνας, σαν ένας από τους τρακόσιους του Λεωνίδα, τσακίζει το παραβατικό, παρόλες τις προσωπικές γνωστικές του ασυμφωνίες.
Η ταινία αξίζει την θέαση, σεμνά και ταπεινά, (σπουδαία κουβέντα και αυτή), περνά το μήνυμα της αυτοκρατορίας που βάλλεται από δικούς, ιογενείς ιούς, αυτούς που απέμειναν, μα έχει την δύναμη να καταπνίγει της εσωτερικές θρομβώσεις που έτσι κι αλλιώς συμβαίνουν στις μεγάλες ηλικίες.
Η αίθουσα άδειασε γρήγορα, με τον Ισπανό ηθοποιό να μένει στο μυαλό, το κρύο της πόλης μας έπειτα από ένα ταξείδι στον κόσμο μας επιστρέφει στην Αθήνα, την πόλη που ζορίζεται ψάχνοντας τον Μπόντ, τον δικό μας Τζεήμς Μπόντ που θα τρέξει, θα σκοτώσει και τελικά θα πηδήξει την Σκύλα και την Χάρυβδη που μας έχουν στην μέση και μας πίνουν το αίμα.
Νοσταλγός και εγώ του Βέγγου στα πρακτορικά του, περισσότερο επιτυχημένος πράκτορας ο Θου-Βου, που απέτυχε να πιάσει τον κακό και τελικά έχασε την καλή. Μα έζησε την μοναδικότητα του και το μεγαλείο της.