γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Είναι αυτό το χωριό, οι Μενετές, όταν τις περπατάς σαν να νιώθεις ακόμη και τον αέρα να στέκει, να ψιθυρίζει ιστορίες, να περιγράφει εποχές, αυτές που δείχνουν ξεπερασμένες και ξεχασμένες, όμως μην γελιέσαι, η αύρα των ανθρώπων δεν σβήνει, ούτε και ξασταχύζουν με τα πολλά καλοκαίρια οι φευγάτες ψυχές.
Μπορεί οι παλιές ιστορίες να μοιάζουν με παραμύθια, ίσως και με λίγη σάλτσα να ξεπετάζονται δράκοι ή νεράϊδες, όμως όταν γυρνάμε στα περασμένα, κάποιες φορές συναντάμε πρόσωπα, που είχαν πιο προωθημένες αξίες και αρχές, ακόμη και από τον παρόντα χωροχρόνο, που υποτίθεται πως βλέπει ξεκάθαρα τα στερεότυπα και τα αντιμετωπίζει.
Ο παπά-Νικόλας, γεννήθηκε στις 7 Σεπτέμβρη 1862, στις Μενετές Καρπάθου, σε δύσκολες εποχές, Τούρκικος ζυγός και μαύρη φτώχεια στο μακρινό νησί, άλλωστε πάντα στην άγονη γραμμή ήταν η ευλογημένη Κάρπαθος.
Πρωτογιός του Μιχάλη και της Ρηγοπούλας, ακολουθούν τα αδέλφια του, Παναγιώτα και Βασίλης.
Τι να κάμεις όμως τις περιουσίες και τα χωράφια, δεν τρώγονται, από τα τρία αδέλφια,που απομείναν ορφανά, έχασαν πρώτα τη μάνα, το 1870 και έπειτα χάνουν και τον πατέρα, πιθανόν από το λοιμό χολέρας, στα 1874.
Αναλαμβάνει τα δυο ορφανά αγόρια, ο σπουδαίος Γιάννης Μελλασιανός, ο διορισμένος από τους Τούρκους, Ατζάς, ο Καδής της Καρπάθου.
Ο δωδεκάχρονος, ορφανός πια Νικόλας, έχει βαριά σκιά, την διαθήκης του πατέρα του.
Να σπουδάσει, να γίνει δάσκαλος ή παπάς, και έπειτα να ξεπληρώσει το χρέος του, στον νονό του, Μελλασιανό.
Στα δεκαεπτά του, λίγο πριν ορκιστεί διάκος, αποφασίζει για το ταίρι του, πηγαίνει και ζητά την του Κωστή.
Ακόμη και στα βαθειά γεράματα, συνήθιζε να επαναλαμβάνει:
-εγώ μυαλό είχα από μικρός.
Έδειχνε πως η επιλογή της συντρόφου του, ήταν μια διαδικασία ώριμης σκέψης, με κύριο γνώμονα τη πηγαία καλοσύνη της.
Όταν έφτασε η στιγμή να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου, ανέφερε για το ατακτοποίητο χρέος του, που όφειλε πρώτα να αποδώσει, πήραν τότε απόφαση οι έξι γυναίκες, θείες της νύφης,
να του δώσουν τα μετρητά.
Παντρεύτηκε με την Φραγκίσκη Γεραπετρίτη του Κωστή το 1887 και αμέσως μπήκε στο ιερατικό σχήμα.
Ένα χρόνο αργότερα, φάνηκε ο τίμιος, αλλά ριψοκίνδυνος χαρακτήρας του.
Όταν στα 1888, συνέλαβαν τον νονό, στην ουσία δεύτερο πατέρα του, για αντιτουρκική πολιτική, έφυγε από την Κάρπαθο, ταξίδεψε για την ελεύθερη Ελλάδα. Έφτασε με τα τότε σχεδόν ανύπαρκτα μέσα, στην Εύβοια.
Στην Χαλκίδα ήταν ο αδελφός του θείου του. Μια η ελπίδα, να πάρει χρήματα, για να γλυτώσει το κεφάλι του Μελλασιανού.
Λίγο πριν φτάσει ληστές επιτέθηκαν στο κάρο, ο μικρός καρπάθιος διάκος, κοντούλης και μικροκαμωμένος όπως ήταν γλύτωσε τη ζωή του και τα λιγοστά υπάρχοντα του.
Όμως στην επιστροφή και με χρήματα από τους εκεί συγγενείς, δεν δίστασε να ζητήσει βοήθεια από τον αστυνομικό σταθμό.
Έφτασε στο λιμάνι, στο Πειραιά με συνοδεία, πήρε το καΐκι και επέστρεψε απελευθερώνοντας τον Μελλασιανό.
Ο παπα-Νικόλας στα 1905, πήρε την οικογένεια και μετακόμισαν για επτά χρόνια στην Κρήτη, στον Κρουσσώνα και τις Δάφνες.
Πήγε να σπουδάσει και να δουλέψει στην εκεί εκκλησία.
Φρόντισε όμως τα κτήματα του, να μην απομείνουν αδούλευτα, τα μοίρασε για τον χρόνο της απουσίας του, σε όλους εκείνους που είχαν ανάγκη από τους καρπούς της γης.
Επέστρεψε το 1912 στην Κάρπαθο, μετά από μια μικρή παραμονή στις Μενετές, έγινε εφημέριος στα Πηγάδια και γραμματέας στο εκκλησιαστικό γραφείο Απερίου.
Η Κάρπαθος έχει Δεσπότη τον μητροπολίτη Γερμανό, έναν πατριώτη που δεν λογαριάζει κατακτητές, δεν σκύβει το κεφάλι. Μαζί του νιώθει πιο δυνατός, πιο ώριμος και γεμάτος, έτσι εκφράζει τις αλήθειες, που ο μικρός, κλειστός τόπος, δεν είναι έτοιμος να αποδεχθεί.
Κάθε φορά που ο δεσπότης Γερμανός διακυκτεύρευε στις Μενετές, εμπιστευόταν αλλά και εκτιμούσε την συντροφιά του παπα-Νικόλα και έμενε στο σπίτι του.
Αν υπερηφανεύεται για κάτι ο παπάς, είναι για τα άγρια, χέρσα κτήματα, που με τον ιδρώτα τα ζωντάνεψε, είναι γερός αγρότης και δεν άφησε σπιθαμή γης αφρόντιστη.
Ακόμα πιο πολύ παλεύει με τους ανθρώπινους χαρακτήρες, με τα σπασμένα ζευγάρια, εκείνα που τραβούσαν στη μητρόπολη, ζητώντας τη λύτρωση, μέσα από τη διάλυση.
Ένα χρόνο πριν αναλάβει την γραμματεία της μητροπόλεως, η Κάρπαθος είχε 12 διαζύγια καταγεγραμμένα, θλιβερός αριθμός ρεκόρ, για ένα μικρό νησί. Από την μια η φτώχεια και από την άλλη οι σχέσεις, που δεν είχαν στέρεες βάσεις, τα οικονομικά, κυρίως, προξενιά, οδηγούσαν σε ενδοοικογενειακή βία με τις γυναίκες, συνήθως, παραδομένες στα πιο δυνατά χέρια, των συζύγων.
Ο παπά-Νικόλας συνάντησε το ίδιο φαινόμενο, πολύ πιο έντονα, στην Κρήτη εκεί όπως έλεγε, η βία των κρητικών ανδρών είναι δεδομένη. Ούτε που σκεφτόταν να παντρέψει μια από τις κόρες του, με κάποιον Κρητικό.
Με τον ερχομό του στο νησί, το πρώτο, δικό του μέλημα, ήταν να πείσει, όχι με τυφλά λόγια άλλα με ουσιαστικά επιχειρήματα για την επικοινωνία των ζευγαριών. Είναι οι δικές του μέρες, που σταματούν τα διαζύγια και καταφέρνει να μονιάσει σχεδόν όλα τους διαλυμένους συζύγους. Μόνον ένα ζευγάρι, όπως αναφέρει πολλά χρόνια μετά, δεν μπόρεσε να πείσει, για να σταθεί μαζί.
Η ιστορία δεν γράφει, τον εφημέριο των Πηγαδίων για τον ρόλο του στην μητρόπολη, ούτε για το χαμόγελο που μοίραζε στους πιστούς, στους λιγότερο πιστούς φίλους του, μα ακόμα και στους εχθρούς, μελίρυττος δεν άλλαζε χαρακτήρα.
Ο παπάς που έκαμε έντεκα παιδιά, δεν ξεχώρισε κανένα, σε μια εποχή που κυριαρχεί το σκληρό εθιμικό δίκαιο της Καρπάθου, καταφέρνει να προικίσει όλες τις κόρες του και να σπουδάσει τα αγόρια του.
Ο πρώτος γιός πεθαίνει βιαστικά, στα έντεκα του χρόνια, πριν προλάβει να ζήσει κάποιο όνειρο. Ο δεύτερος σπουδάζει γιατρός, από τους πρώτους στις Μενετές , είναι ο Βασίλης Σακελλαρίδης, που ακολούθησε τις συμβουλές του πατέρα.
Δυό δασκάλοι έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία του τόπου, ο Μανώλης και ο Σακελλάρης (Μιχάλης), δικά του παιδιά.
Ο Σακελλάρης, τελείωνει την παιδαγωγική ακαδημία στην Κώ, επιστρέφοντας στην Κάρπαθο παρέμεινε για έξι χρόνια άνεργος, παρά τις τρανές υποσχέσεις, επαγγελματικής αποκατάστασης, από φίλους και γνωστούς.
Ξενιτεύτηκε στο μακρυνό Σουδάν, όπου και πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του.
Ο τέταρτος γιός, ο Γιάννης, αν και πιέστηκε για σπουδές από τον παπά-πατέρα, διάλεξε να μεταναστεύσει στην Αμερική, να βρεί την τύχη του σε νέους πιο ελπιδοφόρους κόσμους, σπρωγμένος, ίσως, από την ανάγκη να ξελαφρώσει τον ήδη βαρυφορτωμένο πατέρα.
Δεν ξεχώρισε καμμιά του κόρη, προίκισε και τις έξι με σπίτια, μέσα στις Μενετές και μάλιστα η μικρότερη, η Σοφία, ήταν η πρώτη, διπλωτούχος μαία του Νησιού. Την έστειλε σε σχολή και αφού μαθήτευσε δίπλα στον γιατρό και αδελφό της, επέστρεψε και δούλεψε στην Κάρπαθο.
Ο κανόνας του παπά ήταν απλός και όμως τόσο διαφορετικός,
-όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, ολόϊσιοι, μόνο ο Θεός στέκει πιο ψηλά,
συνήθισε να το επαναλαμβάνει, ακόμη και στο κήρυγμα, ενώ οι πιστοί έμεναν με γουρλωμένα μάτια.
Σε μια εποχή που η κανακαρά και ο κανακάρης, τα πρωτότοκα παιδιά, έπαιρναν τα πάντα, ενώ τα υπόλοιπα, τα δευτερότοκα, ξέμεναν δίχως στον ήλιο μοίρα, ένας ιερέας έκανε την διαφορά, αποδεικνύοντας πως όλα είναι μέσα στο μυαλό μας.
Οι κανόνες είναι φτιαγμένοι από ανθρώπους και αν δεν βάλουμε όρια, στην ανθρώπινη υπερβολή και την ασυδοσία, φτάνουμε σε ακρότητες, μόνο φωτισμένοι μπορούν να μας οδηγήσουν, εκτός των σκοτεινών στερεοτύπων μας.
Η ζωή είναι σχεδόν πάντα φορτωμένη με βάσανα, σαν την ημερολογιακή εβδομάδα, μια είναι η Κυριακή, η σκόλη, όλες οι άλλες δεν είναι μέρες για καθισιό. Έτσι και ο παπάς, όσο περνούσαν τα χρόνια ζόριζε η καθημερινότητα, οι δυσκολίες άλλωστε είναι μπροστά.
Τέσσερις από τις έξι κόρες τους απομένουν χήρες, με παιδιά ενώ η Ευδοξία, πεθαίνει επάνω στη γέννα.
Είναι η Σταματίνα, η Ρηγοπούλα, η Ευδοξία, η Άννα, η Μαρία και τελευταία που έμεινε ανύπαντρη η μαμή, η Σοφία.
Αναλαμβάνει ο παπα-Νικόλας να αναθρέψει και τα εγγόνια του, ενώ οι κατακτητές Ιταλοί κοκκινίζουν το διαβατήριο του γιού του Μανώλη και τον εξορίζουν από την Κάρπαθο. Αιτία η παρουσίαση της ζωής του Αγίου Δημητρίου στο σχολείο των Μενετών, φυσικά στην απαγορευμένη Ελληνική γλώσσα.
Δεν εξόρισαν μονάχα τον Μανώλη Σακελλαρίδη, αλλά και τον δάσκαλο, εγγονό του, Νικόλαο Χαλκιά, που και αυτός δεν ξεχνούσε, δεν έσβηνε τα Ελληνικά γράμματα από τον μαυροπίνακα. Ξεσηκώθηκε και ο ίδιος στα 1921-22, στην καταγραφή και αρίθμηση των κατοικιών, στα συλλαλητήρια εκείνων των ημερών ήταν στο δρόμο δείχνοντας την έξοδο στους κατακτητές.
Ήρεμος και πράος, αλλά κοφτερός και ουσιαστικός, δεν άφηνε ασχολίαστη την καθημερινότητα, ένας ακέραιος Μενετιάτης ο παπά-Νικόλας που άφησε διαθήκη την ισότητα, την τιμιότητα και το ήθος που κάνει τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν από τα ζώα.
Μα θυμούνται ακόμη οι δικοί του το καθημερινό του ξύπνημα ,
ρόσμαρι με ένα μικρό σφηνάκι λάδι, αυτά ήταν το πρώινο κολατσιό, και έπειτα σκληρή δουλειά, στα χωράφια και με ροζιασμένα, ταλαιπωρημένα χέρια, άναβε τα καντύλια στην εκκλησιά.
Ο παπάς λάτρευε τις ελιές, ήταν το ευλογημένο δέντρο και δεν έχανε ευκαιρία να φυτεύει σε κάθε μικρό και απομακρυσμένο λόρο του. Ευτύχησε να κάμει 75 παιδόγγονα από αίμα.
Πίστευε πως η ζωή είναι γεμάτη πίκρες, από μόνη της είναι μια στυφή πίκρα, που όμως όταν μοιράζεται, όταν η γεύση κοινωνείται, διασκεδάζεται και σπάει, φτάνει πιο απαλή στο στόμα και την καρδιά.
Στην επέτειο της ενσωματώσεως, 14 Οκτωβρίου 1948, πρώτος εκφώνησε τον πανηγυρικό λόγο στα Πηγάδια.
Στα πρώτα καθίσματα παρακολουθούν ο Βασιλιάς Παύλος και η Βασίλισσα Φρειδερίκη, ο παπα-Νικόλας, συγκινημένος μίλησε από καρδιάς:
“Σε ευχαριστώ Θεέ μου που με αξίωσες να δώ αυτή τη μεγάλη και ανεπανάληπτη ημέρα της ζωής μου, την ελευθερία της πατρίδας μου…”
Σε εποχές που ακόμη ξεχωρίζουν τους ανθρώπους από το χρώμα ή από το πάχος του πορτοφολιού, ένας παπάς έκαμε την διαφορά με την καθημερινότητα του πρώτα και έπειτα με το ανεξίτηλο κήρυγμα του.
Ήταν άριστος μαθητής, το αηδόνι στο σχολείο του Απερίου, όταν ένα βράδυ παράστενε τον τότε μητροπολίτη, Νείλο Σμυρινοτώπουλο, μα έμοιαζε τόσο η γλυκειά φωνή του, με εκείνη του λαλίστατου , ποιητή δέσποτα, που την επομένη και μετά από την αναπόφευκτη επίπληξη, έπαψε πια να προσομειώνει τη φωνή του.
Η αίσθηση της ευθύνης, του ήθους και των άγραφων αξιών, ήταν βαθειά ριζωμένες μέσα του. Πληγωμένος από πολιτικά παιγνίδια, άφηνε παρακαταθήκη και κληρονομιά την αποφυγή ενασχόλησης με πολιτικές πλεκτάνες και παιγνίδια.
Έφυγε πλήρης ημερών και διάυγειας, ανήμερα της γιορτής του, στις 6 Δεκέμβρη 1955, στο χωριό που γεννήθηκε, δίδαξε και αγάπησε, στις Μενετές Καρπάθου.
Είναι ο πρώτος που τάφηκε στο καινούριο, τότε, νεκροταφείο Μενετών. Το χωράφι του νεκροταφείου, αγόρασε ο γιός του Γιάννης, στην συνέχεια το δώρισε στο χωριό, με στόχο να γίνει μια σωστή νεκρόπολη.
Τα κατοπινά χρόνια στο ίδιο σημείο τάφηκε ο εγγονός του παπα-Μανώλης, αφού όταν πήγαν να ξεθάψουν τον παππού του δεν βρέθηκαν τα οστά του.
Ο γλεντιστής, αγρότης, αγωνιστής και πάνω από όλα δίκαιος, παπά-Νικόλας, έκανε πράξη την μακρινή, ακόμη και σήμερα, έννοια της ισότητας, ταπεινά κατάφερε να ξεχερσώσει τα ριζωμένα ζιζάνια πρώτα από την δική του, δύσκολη ζωή, ξαναέρχεται σήμερα, μας χτυπά τη πόρτα και δείχνει τις αξίες στην καθημερινή, όλο-δικιάς, δίχως πρόβα, ούτε με δοκιμή, κακοτράχαλης πορείας.