24grammata.com/ ιστορικά ταξίδια
Ο Άγιος Παντελεήμονας στους Άνω Μπουλαριούς (Μάνη), με μοναδικές τοιχογραφίες του 10ου αιώνα, είναι στάβλος αγελάδων.
Περιουσία ανεκτίμητης αξίας καταστρέφεται, καθημερινά, από την αδιαφορία της Πολιτείας
γράφει η Σοφία Σερδάρη
Απρίλης 2011. Κοντεύει Πάσχα κι αντί να βρίσκομαι σε κάποια κοντινή εκκλησία, κοιτώ τη Μάνη πίσω από ένα παράθυρο ενός ΙΧ. Ο προορισμός μου; Ο ναΐσκος του Αγίου Παντελεήμονα στο χωριουδάκι Άνω Μπουλαριοί ή εκεί όπου η ξεραΐλα συναντά τους θρυλικούς, πέτρινους, μανιάτικους πύργους, την άγρια θάλασσα και την έλλειψη κρατικής ευθύνης. Για την ιστορία, πρόκειται για ένα μικρό, μονοκάμαρο, δίκογχο ναό, οικογενειακού νεκροταφείου, που αποτελείται από ένα διάκοσμο εξαιρετικά παλαιό για τον τόπο, ο οποίος έχει έντονο λαϊκό χαρακτήρα κι είναι συνδεδεμένος με καππαδοκικές τοιχογραφίες.
Το χωριό μικρό. Νεκρό σχεδόν. Είχαμε χάσει κάθε προσανατολισμό κι ο ναός μας φάνταζε ανύπαρκτος. Ψάξαμε για κάποιο είδος πινακίδας, οδοδείχτη, για ένα σημείο τέλος πάντων που να κατευθύνει τον επισκέπτη. Ούτε δείγμα. Εμείς, περιπλανιόμασταν για αρκετή ώρα ανάμεσα σε οχυρωμένα σπίτια που ορθώνονταν επιβλητικά μέσα στον ξερότοπο. Ο Άγιος Παντελεήμονας εξακολουθούσε να είναι χαμένος, όχι μόνο από μας, αλλά – καθώς φάνηκε- κι από τη μνήμη των ντόπιων. “Πώς είπατε;“. Σιωπή. “ Ναι, ναι, όπως ανηφορίζετε στρίψτε αριστερά“. Σιωπή ξανά. “Ε Τάσο; Και μετά…“. Κούνησαν το κεφάλι αόριστα. Κάπως έτσι μας απάντησαν δυο μεσήλικες όταν ρωτήσαμε για το ναό. Έτσι μας είπαν, έτσι πήγαμε.
Ευτυχώς, εκείνο το πρωινό, οι ξεχασμένοι Άνω Μπουλαριοί είχαν κι άλλους επισκέπτες εκτός από εμάς. Με το που εγκαταλείψαμε το όχημα για να σκαρφαλώσουμε σε κάτι βραχάκια προς το ναό-υποτίθεται- εμφανίστηκε ένα ξανθό γκρουπ Γερμανών πίσω από μερικά δενδρύλλια. Ο αρχηγός τους μιλούσε σπαστά ελληνικά και μας κατατόπισε ακριβώς. Περιέγραψε τη διαδρομή που είχαν προ ολίγου ακολουθήσει και οι ίδιοι, προς αναζήτηση του Αγίου Παντελεήμονα. Με το βλέμμα μου ακολούθησα το δείχτη του χεριού του που έδειξε κάπου βαθιά, σε μια πλαγιά λίγα μέτρα παρά πέρα, ξερή, σαν όλη η περιοχή άλλως τε. Όπως εξήγησε, ήταν αδύνατο να βρει κανείς την εκκλησία που γυρεύαμε, δεδομένου ότι τίποτε εκεί δε μαρτυρούσε ότι ο χώρος ήταν αρχαιολογικός.
Μόλις ο ευγενικός Γερμανός και το γκρουπ του κατηφόρισαν, προς την έξοδο του χωριού, αναζητήσαμε το δρόμο που μας υπέδειξε. Αρχικά, νομίζαμε ότι υπερέβαλε λίγο στην περιγραφή της διαδρομής. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε όμως πόσο δίκιο είχε. Ο δρόμος προς το ναό, δεν ήταν ακριβώς δρόμος, αλλά μονοπάτι, και μάλιστα προοριζόταν για αγελάδες. Γιατί θαρρώ πως λησμόνησα να πω ότι ο χώρος ήταν βοσκότοπος αγελάδων. Το μοναδικό αυτό μονοπάτι ήταν λοιπόν η γέφυρά μας με το ναΐσκο. Ακολούθως, όπως αποδείχθηκε, ήταν κομμάτι δύσβατο κι ομολογουμένως απότομο, καθώς πολλάκις βρεθήκαμε ένα βήμα πριν πέσουμε σε μικρούς γκρεμούς κι αδιέξοδα.
Περπατούσαμε σε μια πραγματική άγρια φύση, χαμένοι μέσα στους θάμνους, χαμένοι στη μέση του πουθενά. Μπορεί να μη συναντήσαμε ερπετά, επισκεφθήκαμε όμως μερικές αγελάδες, που –ευτυχώς-δε μας βρήκαν και πολύ ενοχλητικούς. Τελικά, μετά από λίγα δεύτερα αμφιβάλλω αν ήμαστε ορατοί γι` αυτές. Η ώρα περνούσε αργά, η ζέστη αυξανόταν επικίνδυνα κι εμείς συνεχίζαμε να διασχίζουμε το μονοπάτι. Πολλές φορές σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Κι αυτό θα έπραττα όντως, αν ξαφνικά δεν αντικρίζαμε μια σκούρα μάζα μέσα στις κουμαριές. Υποθέτω πως ήταν η στέγη του ναού, αλλά δε νομίζω πως αυτό έχει και μεγάλη σημασία πια. Το θέμα ήταν πως επιτέλους είχαμε φτάσει στον πολυπόθητο ναΐσκο μετά από μια κουραστική διαδρομή-για έναν αστό τουλάχιστον.
Ναΐσκο είπα; Γράψτε λάθος. Αυτό που εγώ είδα ίσως να έμοιαζε με εκκλησία κάποια χρόνια πριν. Γιατί η κρατική αμέλεια φαινόταν από την αρχή. Θα έλεγα καλλίτερα ότι είχα μπει σ` ένα μισοερειπωμένο, βρώμικο κι εγκαταλελειμμένο κτίσμα. Η είσοδος είχε φράξει από μπάζα κι η ατμόσφαιρα είχε ήδη κάτι από δυσωδία. Διάφορα ζωύφια εμφανίζονταν ξαφνικά μπροστά μας κι εξαφανίζονταν τόσο γρήγορα όσο είχαν έρθει, καθώς το εκκλησάκι είχε γίνει σπίτι πολλών ποντικών-όπως είδαμε- κι αποικία ορισμένων αραχνών. Οι τοιχογραφίες θολές, μουχλιασμένες μπορεί, πάνω από έναν σεβαστό όγκο απορριμμάτων, που καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του χώρου. Αν και με δυσκολία διακρίναμε τις μορφές των παραστάσεων, νιώθαμε το βλέμμα τους πάνω μας. Νόμιζα πως το όνειδος σταματούσε εκεί. Προφανώς λάθεψα. Λίγα μέτρα πιο μπροστά πόζαρε αφόδευμα-πιθανόν αγελάδας-, αρκετά μεγάλης διαμέτρου, κάτω ακριβώς από τη φορητή εικόνα του Αγίου.
Τα λόγια περισσεύουν.
Η επιστροφή δε διέφερε και πολύ από την αρχική μας διαδρομή. Τα φυτά παρέμεναν ψηλά και το δρομάκι δύσβατο. Η έκπληξη για το ναό- στάβλο ήταν όμως εμφανής. Σε ποιον να το πούμε και ποιος να το πιστέψει; Και τελικά, ποιόν να κατηγορήσει κανείς; Τα ζώα; Τους λιγοστούς ντόπιους που δεν ήξεραν ούτε κατά που πέφτει ο χώρος; Ή μήπως τους υπεύθυνους, οι οποίοι μπορεί και να μην είχαν καν γνώση της παρούσας κατάστασης; Ο καθένας – πιστεύω – θα ντρεπόταν. Ο καθένας, εκτός της πολιτείας. Ο λόγος; Διότι, η πολιτεία δεν είχε ιδέα ότι το μέρος ήταν παραμελημένο και δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια για να διατηρήσει μέρος της βυζαντινής της κληρονομιάς. Διότι απέφυγε να ενημερώσει άμεσα τον κόσμο, και δη τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής για το θησαυρό του τόπου τους. Διότι ουδέποτε παρείχε στον επισκέπτη διευκολύνσεις ως προς το ποιόν και την ιστορία του εκθέματος. Διότι σπάνια αναρωτήθηκε- κι αν- , γιατί η υπόλοιπη Ευρώπη(κι όχι μόνο) ξεπερνά τη χώρα μας σε πολιτιστική ανάπτυξη. Και φυσικά, δε μιλούμε για την ιστορία της κάθε χώρας. Όχι. Αυτή είναι μοναδική για την κάθε μία. Μιλούμε όμως για το ενδιαφέρον του εκάστοτε κράτους για ό, τι απέμεινε από τους προγόνους του.
Συμπερασματικά, δε θα πω ότι αυτό που επισκεφθήκαμε είναι μέρος της ελληνικής κατάντιας. Αυτό το ξέρουμε. Ούτε ότι οι αλλοδαποί (οι Γερμανοί εδώ) είχαν περισσότερη ευαισθησία στο θέμα απ` ότι εμείς. Κι αυτό γνωστό. Και στο κάτω-κάτω ποιος να ενδιαφερθεί σήμερα-και γιατί- για ένα ναό του δεκάτου αιώνα, κτισμένο στην άκρη του Θεού; Και κάπου εδώ θα ήθελα να τελειώσω μ` έναν στίχο του Γκάτσου, λίγο τροποποιημένο βέβαια, που ίσως όμως να περιγράφει με τρεις κουβέντες το θλιβερό ελλαδικό κράτος και τη στάση του προς την πολιτιστική του κληρονομιά: “Καληνύχτα Ελλάδα. Αυτός ο κόσμος δε θ` αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα.”