24grammata.com/ιστορία της Λογοτεχνίας
για την ανάλυση του ποιήματος διαβάστε εδώ
Τρεις παραλλαγές του “Νεκρού αδερφού”: Ελλάδα – Βουλγαρία – Σερβία
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ
Η πνευματική δημιουργία των βαλκανικών χωρών, επηρεασμένη από την κοινή ιστορία (εμπόριο, γλώσσα, κουλτούρα, κ.ά.), χαρακτηρίζεται συγχρόνως από τις ιδιομορφίες κάθε χώρας και περιοχής. Αξιοσημείωτα είναι τα κοινά παραμύθια και δημοτικά τραγούδια που υπάρχουν στην παράδοση όλων των χωρών. Ένα από αυτά είναι το τραγούδι που μιλά για τη γυναίκα ή την αγαπημένη του πρωτομάστορα, που θυσιάζεται και θάβεται στα θεμέλια μιας εκκλησίας ή ενός γεφυριού, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο. Άλλο παράδειγμα είναι το τραγούδι που αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας με πολλούς γιους και μία κόρη. Όταν η μοναχοκόρη παντρεύεται σε ξένο τόπο, επιδημία θανατώνει όλους τους γιους, και τότε η μάνα παρακαλεί έναν από τους νεκρούς γιους της να φέρει πίσω την κόρη της. Ο γιος σηκώνεται από τον τάφο και ξαναφέρνει την αγαπημένη κόρη στη μάνα.
Από την ανθολογία βαλκανικής ποίησης Αίμος, Φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2006 (σελ. 35)
Του νεκρού αδερφού (Ελλάδα)
Μάνα με τους εννιά τους γιούς και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε·
στα σκοτεινά την έλουζες, στ’ άφεγγα την επλέκας,
στ’ άστρα και στον αυγερινό έφκιανες τα σγουρά της.
Όπου σε φέραν προξενιά από τη Βαβυλώνα
να την παντρέψεις στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
Οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
-Δώσ’ τηνε μάνα, δώσ’ τηνε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που παγαίνω,
να ‘χω κι εγώ παρηγοριά, να ‘χω κι εγώ κονάκι.
-Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσχημ’ απελογήθης·
κι αν μ’ έρθει, γιέ μου, θάνατος αν μ’ έρθει, γιέ μ’, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, ποιος θα με τηνε φέρει;
Τον Θεό της έβαλ’ εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρθει θάνατος, αν τύχει κι έρθει αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάει να τη φέρει.
Και σαν την επάντρεψαν την Αρετή στα ξένα,
και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Παιδάκια κοιλοπόνεσε, παιδιά δεν έχ’ κοντά της·
χορτάριασε η πόρτα της, πρασίνισε κι η αυλή της.
Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μοιρολογάει,
στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.
-Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·
τον Θεό μου ‘βαλες εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πας να με τη φέρεις.
Ο Κωσταντής ταράχτηκε ‘πο μέσα το μνημόρι·
κάνει το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρο σαλιβάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάγει να τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του,
βρίσκει την και χτενίζονταν έξω στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από μακριά της λέγει:
-Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι η μάνα μας σε θέλει.
-Αλίμονο, αδελφάκι μου, και τί είν’ τούτ’ η ώρα;
Αν είναι ίσως για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου,
κι αν είναι πίκρα, πες με το, να ‘ρθω καταπώς είμαι.
-Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι έλα καταπώς είσαι.
Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν,
Ακούν πουλιά να κελαηδούν, ακούν πουλιά να λένε:
-Ποιος είδε κόρην όμορφη να σερν’ αποθαμένους;
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τα πουλάκια;
«Ποιος είδε κόρην όμορφη αν σερν’ αποθαμένους!»
-Λωλά πουλιά κι ας κελαηδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.
-Τί βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τα τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
-Πουλάκια ειν’ κι ας κελαηδούν, πουλάκια ειν’ κι ας λένε.
-Φοβούμαι σε, αδελφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βράδυ επήγαμε πέρα στον Αι-Γιάννη,
και θύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παραμπρός που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
-Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρν’ αποθαμένους.
Τ’ άκουσε πάλ’ η λυγερή και ράγισ’ η καρδιά της.
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πες με πού’ν’τα μαλλάκια σου, του πηγουρό μουστάκι;
-Μεγάλ’ αρρώστια μ’ έβρηκε, μ’ έριξε του θανάτου,
με πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.
Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο,
και τα σπιτοπαράθυρα πού ‘ταν αραχνιασμένα.
-Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε και να την η Αρετή σου.
-Αν είσαι Χάρος διάβαινε κι άλλα παιδιά δεν έχω·
και μέν’ η Αρετούλα μου λείπ’ μακριά στα ξένα.
-Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε κι εγώ είμ’ ο Κωσταντής σου·
εγγυτή σου ‘βαλα τον Θεό και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάω να σε τη φέρω.
Ώσπου να βγει στην πόρτα της, εβγήκε η ψυχή της.
(σελ. 35-37)
Λαζάρ και Πετκάνα (Βουλγαρία)
Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.
Μήτ’ η Πετκάνα θενα ‘ρθεί
μήτε θα πάει κι η μάνα.
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
—Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει.
Κι η μάνα του τον άκουσε,
ταίριαξε την Πετκάνα.
Την Πέτκα νοικοκύρεψε
δέκα χωριά αλάργα.
Με γάμο και αν ήρθανε
να πάρουν την Πετκάνα,
κλαίγ’ η Πετκάνα, μύρεται,
δε στέργει να τη δώκουν
τι ‘ταν μακριά, πολύ μακριά,
δέκα χωριά αλάργα.
Σαν βγήκ’ η Πέτκα απ’ την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωνε, τους σκότωνε
η μαύρη η πανούκλα,
τα σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—
αφήκ’ εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν’ το κρασί η μάνα,
χύν’ το κρασί στα μνήματα
κι όλους τους μνημονεύει,
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν’ η μάνα,
δε χύν’ η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν:
-Να γκρεμιστείς, μπρε Λάζαρε,
η γης να μη σε στέργει
που την Πετκάνα μ’ έδωκες
και γνωριμιά δεν έχω,
μήτε να πάγω δύναμαι
μήτε κι η Πέτκα να ‘ρθε.
Κι ο Λάζαρ απ’ το μνήμα του
τον Θεό παρακαλούσε:
-Θέ μου, ακούς και βλέπεις πώς
η μάνα μ’ με γκρεμίζει;
Για δωσ’ μου, Θεέ μου, δώσε μου
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
κάμε το κίτριον φλασκί
να πάγω στην Πετκάνα.
Να πάγω, Θέ μου, να τη βρώ
στη μάνα να τη φέρω,
τι μένα η μανούλα μου
πολύ με καταριέται.
Και το παράπονο ο Θεός
περίσσα επόνεσέ το.
Το ‘καμ’ ο Κύριος, το ‘καμε:
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
το ‘καμε κίτρινο φλασκί
κι ο Λάζαρ σκώθη, πάει.
Τη θύρα όντος έκρουσε
σκώθη κι ανοίγ’ η Πέτκα
κι όντας η Πέτκα τον θωρεί
τον πιάνει απ’ το χέρι.
Το χέρι το ασπάζεται,
το χέρι του φιλάει.
Το χέρι μούχλα μύριζε
γη μαύρη, χωματίλα
κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Αδέλφι μ’, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Κι ο Λάζαρος με πονηριά
γελούσε την Πετκάνα:
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
απ’ την αυλή σαν βγήκες,
η μάνα μας ξεχώρισε
και χτίσαμε εννιά σπίτια.
Βαριά σανίδια σκώσαμε,
γι’ αυτό μυρίζει μούχλα.
Γι’ άιντε Πετκάνα, αδελφή μ’,
κι η μάνα είν’ στο στρώμα,
κάνε τηνε προφταίνουμε
καν’ όχι και πεθαίνει.
Κι η Πέτκα συγυρίστηκε
και πήρανε τη στράτα.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Μούχλα μυρίζεις, μαύρη γη,
κι είν’ το σαγιάκι σ’ σάπιο;
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
στη στράτα όπου μπήκα
δροσό του θέρου έπεσε,
μούσκεψε το σαγιάκι μ’,
το ρούχο δεν το στέγνωσα,
γι’ αυτό έχει σαπίσει.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
—Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,
πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
τι ν’τούτο, αδέλφι Λάζαρε,
που το πουλί λαλούσε:
Που το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι ο Λάζαρος της έλεγε:
-Περπάτα, αδελφούλα,
εδώ ειν’ δάσος πράσινο
πό’ ‘χει λογιών πουλάκια
π’ όλες τις γλώσσες τις μιλούν
και τις καταλαβαίνουν.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
χωράφια θερισμένα,
μόν’ τα δικά τους κάθουνται.
Κι η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, αδέλφι μ’, τα σπαρτά
όλα τους θερισμένα
και τα δικά σας κάθουνται;
Κι ο Λάζαρος της απαντά:
-Περπάτα, αδελφούλα μου,
κι εχτίσαμ’ εννιά σπίτια,
βαθιά κατώγια σκάψαμε,
χωράφια δεν θερίσαμ’.
Κεί που θενά ‘μπουν στο χωριό
Στην Πέτκα λέει ο Λάζαρ:
-Παν’, αδελφούλα, σπίτι μας
και σα ρωτήσ’ η μάνα
κόρη μου ποιος σε έφερε,
ευθύς να απαντήσεις:
Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι αν δεις πως δε πιστεύει,
να, παρ’ την αρραβώνα μου,
το ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο
δώσ’ της το ασημένιο
που η μάνα μου τ’ αγόρασε
για τ’ αρραβώνιασμά μου.
Δώσ’ της το δαχτυλίδι μου
κι αυτή θα σε πιστέψει.
Εγώ θα πάω αδελφή μ’
ως τον ψηλό το λόφο,
σπαρτό μεγάλο που ‘χουμε
κι είν’ μισοθερισμένο.
Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ‘σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω, μάνα.
Κι η μάνα της εχούγιαξε
‘πό μέσ’ από το σπίτι:
– Πανουκλα, δεν σου έφτανε
μπρε συ μαύρη πανούκλα,
πανούκλα που μου ξέκαμες
εννιά τρίδυμα αδέλφια
κι εννιά νυφάδες όλες νιές,
μον’ έρχεσαι ακόμα,
μπρε συ πανούκλα έρχεσαι
για εννιά μικρά αγγόνια;
Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω μάνα,
δεν είμαι ‘γω, μανούλα μου,
η μαύρη η πανούκλα,
μον’ είμαι η θυγατέρα σου,
η κόρη σου η Πετκάνα.
Τότες η μάνα άνοιξε
Και στην Πετκάνα κρένει:
-Κόρη μου, ποιος να σ’ έφερε,
δεν σ’ είδαμ’ εννιά χρόνια.
-Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι η μάνα της τής λέγει:
-Ψέματα, θυγατέρα μου,
λέγε σ’ όποιονε θέλεις,
τη μάνα σ’ όμως δεν μπορείς
με ψέματα να παίζεις.
Ο Λάζαρ το αδέλφι σου
παν’ τώρα εννιά τα χρόνια,
Πετκάνα, που τον ξέκαμε
η μαύρη η πανούκλα.
Κι η Πέτκα λέει στη μάνα της:
-Σα δε πιστεύεις, μάνα,
να, παρ’ την αρραβώνα του,
τ’ ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο,
που του ‘χεις αγοράσει.
Και η γριά μανούλα της
βλέπει το δαχτυλίδι,
και τότε την επίστεψε
την κόρη της Πετκάνα.
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.
Μετάφραση από τα βουλγαρικά Δημήτρης Άλλος
(σελ. 258-261)
Η κόρη και τ’ αδέλφια της (Σερβία)
Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.
Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,
κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες.
Ο Στρατηγός κι ο Δέσποτας , από τους ξένους τόπους,
κι ο τρίτος ο προξενητής, ένας συγχωριανός τους.
Η μάνα λέει να παντρευτεί δικό τους συντοπίτη,
κι οι εννιά αδελφοί προκρίνουνε να πάει μακριά στα ξένα.
Στη Γέλιτσα, γλυκόλογα, της ζαχαρομιλούνε:
«Τράβ’ αδελφούλα στ’ ανοιχτά, στου Δέσποτα τα ξένα,
κι εμείς κοντά σου θα ‘μαστε του χρόνου κάθε μήνα,
κάθε βδομάδα του μηνός θα ‘ρχόμαστε κοντά σου.»
Κι υπάκουσεν τ’ αδέλφια της, τ’ αγαπημένα αδέλφια,
και πήγε και παντρεύτηκε, μακριά, στους ξένους τόπους.
Και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
κι’ έμειν’ η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο,
για τρεις ολόκληρες χρονιές στηθοδερνόνταν μόνη.
Μακριά, στα ξένα, η Γέλιτσα έκλαιγε τον καημός της:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο;
Τί να ‘πραξα στ’ αδέλφια μου και πώς να τα ‘χω βλάψει,
που χρόνους τρεις στο σπίτι μου δεν ήρθαν να με δούνε;»
Κι οι συννυφάδες γύρα της πικρά της απαντούσαν:
«Ποιος ξέρει τί τους έκανες, κακούργα συννυφάδα,
το φταίξιμό σου θα ‘ν’βαρύ, θα ‘ναι πολύ το κρίμα,
που πια μήτε στα μάτια τους δεν θένε να σε δούνε.»
Τ’ ακούει και σκουζ’ η Γέλιτσα, πλαντάζει από το κλάμα,
το δάκρυ ανάβει το πρωί και το κρατεί ως τη νύχτα.
Της κόρης το παράπονο, Θεός ψηλά τ’ ακούει
κι έστειλε δυο αγγέλους του να την παρηγορήσουν.
«Στη γης θα κατεβείτε ευθύς, κάτου στο κοιμητήρι,
στο μνήμα θα τραβήξετε, του Γιόβαν το κατάσπρο,
του πιο μικρού της αδελφού, του κανακάρη Γιόβαν.
Εκείθε θα φυσήξετε με την αγία πνοή σας,
κι άλογο ζωντανέψτε του τού τάφου τα λιθάρια,
γλυκές ζυμώσεις λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
δώρα καλά, δώρα λαμπρά κόψτε απ’ τα σάβανά του,
και φτιάξτε τον και σιάξτε τον να πάει στην αδελφή του.»
Φτάνουν ταχείς σαν αστραπή στο κοιμητήρι οι άγγελοι,
στον άσπρο τάφο τράβηξαν του κανακάρη Γιόβαν,
κι απ’ τα λιθάρια τ’ άτι του φκιάξαν να να καβαλήσει,
μ’ άγια πνοή που φύσηξαν τον Γιόβαν ζωντανέψαν,
γλυκές ζυμώσαν λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
και δώρα καλοταίριαξαν από το σάβανό του,
να πάει στη Γέλιτσα τρανός, να τον καλοδεχτούνε.
Στράτα τη στράτα διάβηκε γοργά ο ξεψυχισμένος,
κι έφτασε και τον είδανε στου παλατιού τ’ αγνάντι,
στη Γέλιτσα μηνύσανε κι έτρεξε να τον εύρει,
στον δρόμον εκατέβηκεν να τον προϋπαντήσει,
κι ως σμίγει η λύπη τη χαρά, τα μάτια της δακρύζουν.
Σφιχτογλυκαγκαλιάζονται, στο μάγουλο φιλιούνται,
και του ξομολογήθηκε την πίκρα, τον καημό της.
«Νυφούλα σαν με δώσατε πολύ μακριά στα ξένα,
δεν τάξατε, αδέλφια μου, που ήμουν μικρή και μόνη,
κάθε βδομάδα του μηνός πως θά ‘ρχεστε κοντά μου;
Σήμερα κλείνουν χρόνοι τρεις, δεν ήρθατε ποτέ σας.»
Κι άλλαξε λόγια και καημό, κι απόσωσεν μιλώντας:
«Φοβούμαι σε, αδελφούλη μου, πού ‘χεις πολύ μαυρίσει,
μου μοιάζει από του Χάροντα να ‘χεις σε μένα φτάσει.»
Παίρνει φωνή, λαλεί φωνή, μιλά ο ξεψυχισμένος:
«Σώπα, αδελφή, ξορκίζω σε, στων ουρανών τον Κύρη!»
Που νά ‘ξερες τα βάσανα που μού ‘στειλεν η μοίρα,
μέχρι τα οχτώ τ’ αδέλφια μας να τα καλοπαντρέψω,
και τις οχτώ νυφούλες μας, όλες να τις φροντίσω,
κι αφού τους καλοπάντρεψα, τίποτε μην τους λείψει,
έχτισα με τα χέρια μου εννιά λευκά σπιτάκια.
Τώρα, αδελφούλα μου, νογάς, πού ‘χω πολύ μαυρίει.»
Τρεις μέρες πέρασαν μαζί, μες στο λευκό τρεις μέρες,
κι η Γέλιτσα όλο βιαζόταν μαζί να ταξιδέψουν,
και δώρα ετοίμασε ακριβά, όλο αρχοντιά και χάρη,
μεταξωτά πουκάμισα των αδελφών διαλέχνει,
και για τις νύφες της, χρυσές βέρες και δαχτυλίδια.
Μα ως έλεε να κινήσουνε, τη σταματούσ’ ο Γιόβαν:
«Μη φύγουμε, αδελφούλα μου, στο σπίτι μας να πάμε
εδώ πριν έρθουν να σε δουν και τ’ άλλα μας τ’ αδέλφια.»
Μα η Γέλιτσα δεν θέλησε τα λόγια του ν’ ακούσει,
τ’ αρχοντικά τα δώρα της μαζώνει για να φύγουν.
Και θέλοντας μην θέλοντας, ξεψυχισμένε Γιόβαν,
ακολουθάς την αδελφή που πάει στο σπιτικό σας.
Στο σπίτι ως κοντοζύγωναν, στην εκκλησιάν απ’ όξω,
μαύρη φωνή, τρόμου φωνή σέρνει ο ξεψυχισμένος:
«Περίμενε, αδελφούλα μου, στην εκκλησιά για να ‘μπω
γιατί σαν τον παντρέψαμε τον μεσιανό αδελφό μας,
το δαχτυλίδι μού ‘πεσε κι η αρραβώνα εχάθη,
χρυσάφι ατόφιο, διαλεχτό και πάω για να το ψάξω.»
Και μες στο μνήμα μπαίνοντας ο Γιόβαν αφανίστη.
Κι η Γέλιτσα καρτέραγεν στην εκκλησιάν απ’ όξω
και πρόσμενε τον αδελφό, τον πεθαμένο Γιόβαν.
Ώρα πολλήν καρτέραγεν, μπήκε να τον γυρέψει.
Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους,
και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,
που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ’ άλλα της τ’ αδέρφια.
Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,
κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη,
κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε
Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε,
μόν’ είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας.
Κλειστά παραθυρόφυλλα, μανταλωμένη η θύρα
και μ’ άσπρη μίλησε λαλιάν απ’ τ’ άσπρο της λαρύγγι:
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,
δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι,
κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους.»
Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει
και ξέσπασαν και δόθηκαν στο δάκρυ το μεγάλο,
κι αφού σφιχταγκαλιάστηκαν με τα λευκά τους χέρια,
κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.
Μετάφραση από τα σερβικά Ηλίας Λάγιος και Ισμήνη Ραντούλοβιτς
(σελ. 411-414)
http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=368&A=423