Φωτογραφία και Λογοτεχνία (Ρίτσος – Επιτάφιος)

24grammata.com/ Λογοτεχνία/ φωτογραφία
Πώς μια φωτογραφία συνέβαλε στη δημιουργία ενός μεγάλου ποιήματος.

Ακολουθούν αποσπάσματα του “Επιταφίου” του Γιάννη Ρίτσου

γράφει ο Γιαννακόπουλος Χαράλαμπος («Θέματα Επικοινωνίας»)

Όπως η γραφή έτσι και η φωτογραφία αποτελούν κατ’ εξοχήν επικοινωνιακά εργαλεία μεγάλης μάλιστα αποτελεσματικότητας, αφού πληρούν τις τρεις βασικές διαστάσεις της επικοινωνίας . Έχουν τη δυνατότητα να μεταδίδουν μηνύματα στο χρόνο, το χώρο και σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Οι δύο τελευταίες διαστάσεις επήλθαν για μεν το γραπτό λόγο με την ανακάλυψη της τυπογραφίας και αργότερα των σιδηροδρόμων, για δε τη φωτογραφία με την ανακάλυψη της τεχνολογίας halftone, που επέτρεψε την είσοδο της στον Τύπο. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ιστορικός της φωτογραφίας Γκιζέλ Φρόυντ:
«Η είσοδος της φωτογραφίας στον Τύπο είναι ένα φαινόμενο πρωταρχικής σημασίας. Μεταβάλλει την οπτική των μαζών. Ως τότε ο συνηθισμένος άνθρωπος δεν μπορούσε παρά να βλέπει τα γεγονότα που συνέβαιναν δίπλα του. στο δρόμο ή στο χωριό του. Με τη φωτογραφία ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο. Οι μορφές των δημοσίων προσωπικοτήτων. τα γεγονότα που συμβαίνουν στην ίδια τη χώρα ή ακόμα και πέρα από τα σύνορα, γίνονται οικεία… Η γραπτή λέξη είναι αφηρημένη. Ενώ η εικόνα αντικατοπτρίζει με σαφήνεια τον κόσμο στον οποίο ζει ο καθένας μας».

Το Μάη του 1936, λοιπόν, έχουμε μεγάλη εργατική αναταραχή και σε μία απεργιακή συγκέντρωση, στη Θεσσαλονίκη, ένας εργάτης πέφτει νεκρός από τα χτυπήματα της αστυνομίας. Η φωτογραφία της μάνας που θρηνεί πάνω από το άψυχο κορμί του γιού της τραβιέται από φωτορεπόρτερ που βρέθηκε στο περιστατικό και την άλλη μέρα το πρωί φιγουράρει στην πρώτη σελίδα του “Ριζοσπάστη” , αλλά και άλλων αθηναϊκών εφημερίδων. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, βλέποντας τη φωτογραφία στο “Ριζοσπάστη” συγκλονίζεται. Σύμφωνα με μαρτυρία του ιδίου του ποιητή, κλείνεται στη σοφίτα του , κάπου στο Νέο Κόσμο, και την άλλη μέρα έχει έτοιμα τα τέσσερα πρώτα μέρη του ποιήματος “Επιτάφιος”, που ο “Ριζοσπάστης” δημοσίευσε με τον τίτλο “Μοιρολόι”.
Μετά έγραψε και το υπόλοιπο ποίημα το οποίο και αποτέλεσε εκδοτική επιτυχία. Όσα αντίτυπα δε είχαν απομείνει στα βιβλιοπωλεία και τις αποθήκες του εκδοτικού, τα έκαψε μαζί με άλλα απαγορευμένα βιβλία το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Πολλά χρόνια μετά, το 1958, ο Ρίτσος στέλνει ένα σωθέν αντίτυπο στο νεαρό τότε συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι αναζητώντας το μουσικό του στίγμα.
Όπως ο ποιητής συγκλονισμένος από τη δύναμη της φωτογραφίας είχε κλειστεί στη σοφίτα του και έγραψε το μεγάλο αυτό ποίημα , έτσι και ο Μίκης, σύμφωνα με δική του μαρτυρία ,συγκλονίστηκε από τους στίχους, κάθησε στο πιάνο και το μελοποίησε. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Ένα μεγάλο μουσικό έργο, που και τον δρόμο του νέου ελληνικού τραγουδιού χαράζει και αγκαλιάζεται από τον ελληνικό λαό. Ιδιαίτερα τα χρόνια της δικτατορίας ακούγεται σε κάθε αγωνιστική εκδήλωση και κινητοποίηση.
Έτσι, ένας αγώνας και μια θυσία ενός αγωνιστή, μέσα από μια φωτογραφία περνάει και γίνεται τραγούδι που το παίρνει ο λαός στο στόμα του, που σε άλλα μετερίζια πιά και κάτω από άλλες συνθήκες παλεύει για τη λευτεριά και το δίκιο. Μια φωτογραφία υπήρξε η μαμή για τη γέννηση ενός μεγάλου ποιητικού και μουσικού έργου που ξεκίνησε από τους αγώνες του λαού και επέστρεψε σ’ αυτόν για να γίνει οδηγός και εμπνευστής στους νέους αγώνες του.
www.leica-academy.gr

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

Ι

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της)

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονο μου,
που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μούφερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

VI

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

Και μούλεες, γιε, πως όλ’ αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ’ έσβησε το φέγγος κ’ η φωτιά μας.

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ᾿ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα

VIIΙ
Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; πού πήγε; πού μ’ αφήνει;
Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.

Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ’ άσπρο μικρούλι σπίτι,
να σ’ έχω σαν αφέντη μου, να σ’ έχω σαν σπουργίτι,

Να ταΐζω σε στη φούχτα μου σπυρί – σπυρί τη ζωή μου
και μες στον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.

Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις∙
έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλλάρης.

Κ’ είταν χαρά σου να σκορπάς, και δόξα σου να παίρνουν,
ν’ ανασηκώνεις απ’ τη γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.

Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα
κι όλα τα χάρισες, κ’ εμέ μ’ αφήκες δίχως ζέστα.

Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,
για πρέπει μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.

Πότε τις χάρες σου, μια – μια, τις παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό – λυγμό, τις δένω μοιρολόι.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α’ Τόμος] (1978)

http://www.translatum.gr