Όταν ο παλιός έγινε και ξεναγός.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

24grammata.com

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Διαβάστε όλη την εργογραφία του Μανώλη Δημελλά  στο 24grammata.com κλικ εδώ

 Αριστείδης Παπουτσάκης

Κοπανούσε τα νεκρά ψάρια, ετοίμαζε το πάστωμα της Μένουλας, μονολογούσε, έσπαγε τη μύτη το γλυκό θαλασσινό αλάτι, ενώ έφθαναν στα αυτιά ακατάλυπτες λέξεις, αόριστες μα στοιχημένες κουβέντες μιας περασμένης εποχής, μοιάζαν με ένα περιδιάβασμα στο ξεχυλωμένο μας παρόν, βαλμένες μέσα σε καλοζυγισμένες μαντινάδες.

Ο Αριστείδης σίγουρα μπορεί να τυλίξει όλο τον κόσμο μέσα στη ρίμα του,  σκαρώνει δίστιχα, ταιριάζει λέξεις στη σειρά, εκεί που τον ακούς σε κάνει να θες και εσύ, να πεταχτείς, να τραγουδήσεις.

Γέννημα-θρέμμα Δωδεκανήσιος, μεγάλωσε μέσα στην αντάρα, το φόβο και τη φτώχεια, εκείνα τα χρόνια, που κάνουμε σα να μη θυμόμαστε, σα να μυρίζουν ή να τα ζήσαν άλλοι.

Εργάτης, αγρότης με χέρια σα κουπιά, να σέρνουν το καράβι της ζωής του πάνω σε φουρτουνιασμένους χρόνους, σκέτο ξύδι, αν τυχόν και λέγαμε αληθινές κουβέντες για θάλασσες.

Σχολειό ήταν το ψευτομεροκάματο της επίταξης, από τους κοκορόφτερους Ιταλούς στρατιώτες.

Πρωινό ξύπνημα, ποδαρόδρομος, τρείς-τέσσερις ώρες, και μετά δουλειά, ώσπου το φως να κλείσει, ώσπου ο ήλιος να τραβηχτεί στο γιατάκι του κι αυτός. Πίσω στο χωριό, στα ίδια βήματα, μα  πιο βαθιά τα χνάρια, το σώμα βαρύ, σκέτο μολύβι, ατέλειωτα κουρασμένο, έσερνε μια φοβισμένη, ζαρωμένη παιδική ψυχή.

“Καλοί οι Ιταλοί, καλοί και οι Γερμανοί, άμα δε τους επείραζες. Όλοι όμως ήταν κατακτητές του φόβου”!

Κάπως έτσι θυμάται και την ιστορία του Μιχάλη, που τον καθάρισαν στα γρήγορα. Κάποιος Γερμανός  έβαλε το περίστροφο μέσα στο δεξί του μάτι και τίναξε μια σφαίρα, που ξεπέρασε όλο το κρανίο.

Έτσι έλυσε την διαφωνία ο δήθεν ξηγημένος, ψευτοντόμπρος κατακτητής.

Η διαφωνία ήταν ένα μουλάρι. Ο νεκρός, το θύμα, που προσπέρασε κι αυτόν βιαστικά η ιστορία, είναι ο Μιχάλης Φρέσκος,  δεν γράφτηκε ήρωας, έφτυσε στο πρόσωπο το Γερμανό, που του πούλησε το ζώο αλλά δεν το παραδεχόταν, μα η πράξη του δεν ήταν μια συλλογική υπόθεση, ούτε και βρέθηκε κοντά κάποιος να σημειώσει, να καταγράψει σε φωτογραφικά χαρτιά, το πρόστυχο φόνο, του δήθεν θιγμένου κατακτητή αξιωματικού. Και εμείς, οι δύσπιστοι,

ούτε και μάθαμε ποτέ που θάφτηκε, ούτε που ψάξαμε, για να ξεσκεπάσουμε ένα τέτοιο αποτρόπαιο φόνο.

Ο ποιητής μας, ο Αριστείδης Παπουτσάκης, τα θυμάται όλα καλά, ορκίστηκε βλέπεις κι αυτός, στην σημαία του ξεσηκωμού, στη 5η Οκτωβρίου  του΄44, 22 χρονών παλικαράκι ήταν τότε, ζωσμένος με όπλα, που δεν ήξερε καλά-καλά να τα δουλεύει.

Τα παρακάτω, τα ελεύθερα χρόνια του ’50, ψάχνει για το μεροκάματο, παλεύει για γεμίσει το άδειο πιάτο.

Η Αθήνα φαίνεται να προκαλεί, κλείνει μάτι και φωνάζει, έχει το γλυκό ψωμί, είναι όμως ξενικό, με εισαγώμενο και δανεικό σιτάρι, που ακόμη όπως φαίνεται το ξεπληρώνουμε.

Αμερικάνικες βοήθειες στο κλείσιμο του σκληρού εμφυλίου, δίνουν υποσχέσεις και γεμίζουν την πόλη επαρχιώτες, που αγωνιούν για κάτι, οτιδήποτε, σίγουρα θα είναι καλύτερο από την ατέλειωτη απραξία, τη πείνα, του μικρού, στενού τους τόπου.

Χτίστης, λατόμος, εργάτης, όλα τα πάλεψε, γέμιζε το στομάχι, που το ριμάδι, αδειάζει τόσο γλήγορα, μα δε σταμάτησε καμμιά στιγμή το καλαμπούρι και το γλυκό χαμόγελο του.

Ταίριαζε μια μαντινάδα και έκανε καρδιές και μυαλά να σκιρτάνε, οι θύμισες βλέπεις είναι πάντα στο προσκήνιο, κρύβονται, κάτω από λινά τραπεζομάντηλα, πίσω από ετικέτες γυάλινων μπουκαλιών, μοιάζει να περιμένουν υπομονετικά τον τυχερό που θα ξεστρατίσει και θα τις ανακαλύψει.

Ένα ξεκόλλημα, ένα τίναγμα της στιγμής, όπως όταν ξεχνάς τον αναπτήρα και άθελα πάει το χέρι στην άκρη της τσάντας, εκεί πάνω στη ραφή, έχει γραπώσει ο προδότης τζίτζικας το παρελθόν και στο φτύνει κατάμουτρα γέμιζοντας σε, άλλοτε γέλια, μα τις περισσότερες στιγμές χαρίζει κρυφά δάκρυα.

Τα επόμενα χρόνια έφεραν και τα στεφανώματα στον Αριστείδη.

Μια φωτογραφία, έγινε πόθος, γέννησε τις μεγάλες κουβέντες, που φέραν τα παντρολογήματα.

Δεν του την έδιναν στην αρχή, φτωχός, με μοίρα ισχνή και δύσκολη, που φαινόταν να κλουθεί σα σκιά, πάνω στο κατόπι του.

Τούμπαρε και το πεθερό με τα στιχάκια του, έτσι  έντυσε το κορούλι νύφη και σκάρωσαν μαζί τη κοινή τους μοίρα.

Μέσα στη φτώχια φύτρωσαν και δυο παιδιά, μα δεν υπολόγιζε ο πατέρας, δεν είχε για να λογαριάσει, το ένα το έκοβε στα δυο και γινόταν πάλι ένα ίσως και πιο πολύ, έπειτα το μοίραζε, μαζί με την ολάνοιχτη καρδιά  του.

Σήμερα θα τον βρείς στο μικρό μουσείο του χωριού, ψευτοκαπνίζει λίγο στα κρυφά, και ξεναγεί τους περαστικούς ταξιδιώτες στην ιστορία του τόπου.

Γεροντάκι, στην αρχή σίγουρα θα το μετρήσεις λάθος, όταν όμως κάνει να πάρει το λόγο, δίνει φτερά στο χρόνο, σε ταξιδεύει προς τα πίσω, κάνει κομμάτια, χαρτοπόλεμο, όλο το παρόν.

Μιλάει φαρσί τα ιταλικά και  περιγράφει τα καμώματα των φασιστών και των ναζιστών, όλα με στοιχεία, κοντοστέκεται μοναχά στα ονοματεπώνυμα, εμείς δεν είμαστε οι ρουφιάνοι, των περασμένων χρόνων. Έτσι κάνει τους ταξιδιώτες να ντρέπονται για την καταγωγή τους και αν είναι Γερμανοί μοιάζουν σχεδόν έτοιμοι να πούνε  ακόμα και συγνώμη. Όλα με χαμόγελο, όλα σχεδόν τραγουδιστά, γεμάτα χαμόγελα και λεβεντιά. Ναι, αυτό έχει ο Αριστείδης, που κάνει το παρελθόν, όσο σκοτεινό κι αν είναι, να λαμποκοπά πάνω στη γλώσσα του. Τέτοιος ξεναγός ούτε στο Λούβρο, ούτε στο Πράδο δεν υπάρχει.

Πάντου κρύβεται ένας Αριστείδης, φτάνει να σταθούμε, να τον εμπιστευτούμε, να ταξιδέψουμε στα ίσια, με ντομπροσύνη προς τα πίσω.

Τέτοια μαθήματα κάνουν αληθινό το παρελθόν και δίνουν φως στην άκρη από το μέλλον.