Η πόλη των μαγισσών

-Αλέξανδρος Ζεν 2 24grammata24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

-Αλέξανδρος Ζεν

Κατεβάζω τις τελευταίες τζούρες απ’ το τσιγάρο μου έξω απ’ τον σταθμό. Ο καπνός  γίνεται ένα με τα γκρίζα σύννεφα. Η ώρα είναι 4.26, το τραίνο φεύγει στις 4 και μισή. Ο Πιρς βάζει την φωτογραφική του μηχανή στην τσάντα και διαμαρτύρεται πως δε θα το προλάβουμε. Περπατάει γρήγορα, σχεδόν τρέχει. Η πλατφόρμα είναι γεμάτη κόσμο και το τραίνο έτοιμο να φύγει. Τα βαγόνια είναι ήδη γεμάτα, και στις πόρτες σχηματίζονται ουρές βιαστικών ανθρώπων που αγχωμένα προσπαθούν να μπουν μέσα και δαγκώνουνε τα νύχια τους – ίσως και να μη χωρέσουμε και τελικά να μην πάμε πουθενά κι όλοι αυτοί οι ενθουσιασμένοι αμερικάνοι με τα κουρασμένα μάτια και τις φουσκωμένες κοιλιές θα περιμένουν άλλες δυο ώρες στο σταθμό…
Πριν τρεις μέρες, οι Ρεντ Σοξ, η μεγάλη ομάδα μπέιζμπολ της Βοστόνης,  κέρδισε το αμερικάνικο πρωτάθλημα και, σήμερα, εκατοντάδες φίλαθλοι από τις γύρω περιοχές και τα βαρετά προάστια κατέβηκαν στην πλατεία Κένμορ από το πρωί για να πανηγυρίσουν.  Ντυμένοι όλοι στα κόκκινα και άσπρα και ακόμα μεθυσμένοι απ’ την γιορτινή ατμόσφαιρα της πόλης, τώρα σπρώχνονταν στη σιδερένια σκάλα και μάταια έψαχναν μια θέση να καθίσουν. Τελικά χωρέσαμε όλοι, απλά λίγο στριμωγμένα. Σταθήκαμε λίγο αμήχανα στο διάδρομο και καμιά φορά μόνο σκύβαμε για να κοιτάξουμε έξω απ’ το παράθυρο.
Το Σάλεμ είναι μια μικρή πόλη σαράντα χιλιάδων κατοίκων μόλις μισή ώρα έξω απ’ τη Βοστώνη, που η ιστορία του ξεκινά το 1626 από μια παρέα ψαράδων, και πιθανότατα δε θα ήταν τίποτα περισσότερο από μια απ’ αυτές τις άχρωμες και χλιαρές προαστιακές αμερικάνικες πόλεις με τους άδειους δρόμους και τα μεγάλα σπίτια αν δεν είχε στιγματιστεί από ένα και μόνο γεγονός που συνέβη πριν από τρεισήμισι σχεδόν αιώνες, τη δίκη των μαγισσών.
Το Φλεβάρη του 1692, η εννιάχρονη κόρη του αιδεσιμότατου Σάμιουελ Πάρις, Μπέτι, αρχίζει και συμπεριφέρεται παράξενα, υποφέρει από πυρετό, σφαδάζει από πόνο, κρύβεται και φοβάται, γίνεται νευρική και υστεριάζει, το μυαλό της σίγουρα δε λειτουργεί όπως πρέπει. Μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερα νέα κορίτσια πλήττονται απ’ την περίεργη ασθένεια. Το χωριό ταράσσεται, αγριεύεται, όσο να ναι τρομάζει. Κι αν είναι δαίμονας, κι αν είναι ο Σατανάς ο ίδιος; Μα όχι, δε μπορεί να είναι ο ίδιος, μόνο κάποιος που μαζί του θα χει κάνει συμφωνία… Η Τιτούμπα, μια ινδιάνα σκλάβα απ’ τα Μπαρμπέιντος, υπηρέτρια της οικογένειας Πάρις είχε… όλα τα χαρακτηριστικά κάποιου που θα μπορούσε να κάνει συμφωνία με τον διάβολο: ήταν σκλάβα, δεν ήταν λευκή και, ήταν κοινό μυστικό, διάβαζε το μέλλον σε εφηβικά, κοριτσίστικα χεράκια και σε βασανισμένα γυναικεία μάτια και, καμιά φορά, κρυφά έριχνε ξόρκια ερωτικά και μοίραζε στους απογοητευμένους φίλτρα της αγάπης και του μίσους. Η Τιτούμπα τελικά ‘ομολογεί’, γνωρίζει όντως το διάβολο προσωπικά και είναι μάγισσα – και μαζί της και άλλες δυο γυναίκες, η μια άστεγη – και ευθύνεται για τον πανικό και τον τρόμο στο μικρό και ταλαιπωρημένο Σάλεμ.  Οι δίκες ξεκινούν τον Ιούνιο και τελειώνουν τον επόμενο Μάιο. Τελικός απολογισμός, είκοσι ‘μάγοι’ κρεμασμένοι και δεκάδες άλλοι φυλακισμένοι, κυνηγημένοι, στιγματισμένοι και σε αναζήτηση νέας κατοικίας σε ξένες πολιτείες.
img-dddΤριακόσια είκοσι χρόνια, έξι μήνες, κάμποσες μέρες και μερικά λεπτά αργότερα, το τραίνο μας έφτασε στο σταθμό της πόλης. Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει και τα σύννεφα έχουν φύγει. Περπατάμε μέχρι τον κεντρικό πεζόδρομο. Τα νέο-αγγλικά σπίτια είναι όμορφα, μα φαίνονται σαν άδεια. Οι δρόμοι υπερβολικά πλατιοί. Φτάνουμε στο ιστορικό κέντρο, στην Έσσεξ στριτ.
Το μάτι μου πέφτει σ’ ένα γωνιακό μαγαζί με τo όνομα ‘The Magic Parlor’, η Αίθουσα της Μαγείας. Φαντάζομαι πως θα ναι κάποιο εποχικό κατάστημα με δώρα και αποκριάτικα, μιας και το Χάλλοουιν ήταν μόλις πριν δυο μέρες και ακόμα η χώρα χορεύει στους μασκαρεμένους ρυθμούς του. Και όντως, μέσα μπορούσες να βρεις μάσκες, κοστούμια, φάρσες και τρικς, γλυκά, διάφορα παιχνίδια και βλακειούλες και ό,τι θα περίμενε να βρει κανείς σε ένα τέτοιο μαγαζί. Περπάτησα πιο μέσα, υπήρχε μια πιο απομονωμένη αίθουσα, δήθεν κρυφή. Η μουσική αλλάζει σ’ αυτή την αίθουσα. Κλεισμένη σε γυαλί, απλώνεται μια ουρά από ψευτοφανταχτερά κεράκια, αρώματα, φίλτρα, βιβλία και διάφορα άλλα μπιχλιμπίδια με περίεργα και ψευτοπαγανιστικά σύμβολα χαραγμένα πάνω τους. Πλησιάζω πιο κοντά, μου τραβάνε το ενδιαφέρον. Διαβάζω τα εξώφυλλα των βιβλίων. Μαύρη μαγεία, εγχειρίδια για το πώς να καλέσεις πνεύματα, δαίμονες, νεκρούς, πώς να παρασκευάσεις φίλτρα, πώς να κάνεις τη γη να γυρίσει από την άλλη μεριά κι άλλα τέτοια. Κοιτάω τα γυάλινα μπουκαλάκια στα δεξιά. Φίλτρα και ξόρκια για να κάνεις αυτόν που σε μισεί να σ’ αγαπήσει κι αυτόν που σ’ αγαπά να σε μισεί, βοτάνια που θα φέρουν λεφτά κι επιτυχία, κεριά που θα φέρουν ευτυχία και χαρά. Και τότε ήταν που κατάλαβα: αυτό το μέρος πουλάει μαγεία!
Αγόρασα δυο βιβλία και βγήκα πάλι στον πεζόδρομο. Κοίταξα τριγύρω. Δεκάδες μικρά μαγαζάκια σαν το Magic Parlor φύτρωναν πάνω στο λιθόστρωτο σαν παπαρούνες το Μάιο, και όλα – μα όλα – είχαν τα ίδια ακριβώς προϊόντα, τα ίδια ακριβώς βιβλία και φίλτρα, τις ίδιες πεντάλφες και τα ίδια σύμβολα. Περπατάμε πιο κάτω, θέλουμε να δούμε καλύτερα την πόλη. Δίπλα στα μαγαζιά με τα είδη μαγείας στέκονται διάφορα μικρά στούντιος που προσφέρουν προβλέψεις δυσοίωνες ή γεμάτες καλά νέα για το μέλλον μέσα από κάρτες ταρό μα κι απ’ την επικοινωνία με υπάρξεις άλλης πραγματικότητας. Τα μέντιουμς, γνωστά εδώ ως psychics, έχουν στήσει τη δικιά τους κοινότητα στο Σάλεμ. Πιο σπάνια πετυχαίνουμε και κάποιο τάχα στοιχειωμένο σπίτι απ’ αυτά που μπαίνεις μέσα σε γκρουπ και διάφοροι τύποι ντυμένοι με κινηματογραφικά κοστούμια σε ‘τρομάζουν’. Τριγυρνάμε περισσότερο, ψάχνουμε κάτι πιο αυθεντικό. Συναντάμε ένα μικρό νεκροταφείο σε ένα πλακόστρωτο στενό. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τόσο κόσμο να τριγυρνάει χωρίς λόγο μέσα σ’ ένα τόσο μικρό νεκροταφείο και να διαβάζει τις επιγραφές στα μνήματα. Το νεκροταφείο είναι άλλη μια ατραξιόν, ακόμα κι αν τα κόκαλα των νεκρών από κάτω είναι ανθρώπινα και εντελώς πραγματικά. Στο δρόμο μας υπάρχουν και πολλά μουσεία, και ευτυχώς όχι όλα γύρω απ’ τη μαγεία και τις δίκες των μαγισσών. To εντυπωσιακότερο πάντως είναι το φωτισμένο γοτθικού τύπου κτίριο που στεγάζει το Μουσείο των Μαγισσών του Σάλεμ – που δυστυχώς βέβαια δουλεύει μόνο με γκρουπς και ξεναγήσεις, οπότε πάνω κάτω είναι καθορισμένο πότε πας και πότε φεύγεις, και η επόμενη ξενάγηση δε θα μας άφηνε χρόνο να προλάβουμε το τελευταίο τραίνο.
Τέλος πάντων, η ώρα περνάει και το σκοτάδι έχει πέσει εδώ και πολύ ώρα σ’ αυτή τη μεριά του κόσμου. Τελευταίο πράγμα πριν φύγουμε, ένας καφές κι ένα τσιγάρο. Κάνουμε στάση σ’ ένα τυχαίο καφέ – δεν υπάρχουν και πολλά. Παραγγέλνουμε, οι τιμές δεν είναι κακές. Γνωρίζομαι με τη σερβιτόρα, είναι απ’ την Πεντέλη. Μιλάμε ελληνικά. Ο καφές δεν είναι και τόσο καλός, λίγο νερόβραστος. Βάζει ψύχρα. Περνάμε μια τελευταία φορά από τα κιτς, μα με τον τρόπο τους πρωτότυπα, τουριστομάγαζα μαγείας και τα μέντιουμς και τους τύπους που είναι ντυμένοι Φρανκεστάιν και τις κολοκύθες κι όλα αυτά και γυρνάμε στο σταθμό του τραίνου, λίγο έξω από το κέντρο. Αφήνουμε το μαγικό τσίρκο του Σάλεμ πίσω μας. Αυτό το τραίνο είναι σχεδόν άδειο. Η Βοστόνη αρχίζει και αχνοφαίνεται απ’ το παράθυρο μας…