«Η ΣΑΜΑΡΚΑΝΔΗ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»

Wole Soyinka (ακολουθούν ποιήματα του στην Αγγλική)

για τον Σουίνκα διαβάστε, επίσης, και εδώ αλλά και εδώ

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

«Οι κληρονόμοι των κατεστραμμένων σπιτιών μας», γράφει ο Γουόλε Σουίνκα , στην ποιητική συλλογή του «Η Σαμαρκάνδη και άλλα ποιήματα». Ο Αφρικανός ποιητής, με τα προσωπικά βιώματα της φυλάκισης, της εξορίας, της κοινωνικής απομόνωσης, συνιστά, πέρα από μια ποιητική προσωπικότητα, ένα πραγματικό θύμα των απολυταρχικών καθεστώτων, τα οποία με τις «ευλογίες» των δυτικών συμμάχων, κατόρθωσαν να οδηγήσουν έναν ολόκληρο λαό στην απελπισία. Με φράσεις, όπως η εισαγωγική περιγράφει με έναν άκρως γλαφυρό και περιεκτικό τρόπο το τραγικό παρελθόν, το δύσκολο παρόν και ένα ακόμα πιο δυσοίωνο μέλλον για εκείνους που γεννιούνται και ζουν στην αφρικανική ήπειρο, για εκείνους που πρόκειται να αποτελέσουν το «κοπάδι» ενός κόσμου «τρίτου», καθώς ονομάζουν την Αφρική οι αναπτυσσόμενες και υπό ακραία ευημερία χώρες της Δύσης. Ο Γουόλε Σουίνκα, αποτέλεσε και παραμένει, δίχως αμφισβήτηση ένας γνήσιος πρεσβευτής της αφρικανικής κουλτούρας αλλά και της ζοφερής πραγματικότητας, την οποία βιώνει το εντόπιο, ανθρώπινο στοιχείο. Ο Σουίνκα, συνιστά πραγματικά μια εκκωφαντική κραυγή, μια φωνή απελπισίας με καταγωγή από τη μήτρα του ανθρώπου,  εκείνη, την πρώτη γη του.
Γριφώδης, αινιγματική γραφή, βασισμένη στη μυθολογία της Νιγηρίας. Τούτη είναι η γραφή του Σουίνκα. Με σαφείς ομοιότητες προς τη βακχική, τη διονυσιακή λατρεία, ο Σουίνκα καταγράφει έναν λόγο ποιητικό, ο οποίος είναι γηγενής μα και τόσο οικουμενικός την ίδια στιγμή. Διαβλέποντας την ανάγκη ο μύθος και η τραγικότητα να σταθούν καταννοητά για το δυτικό δέκτη, ο Σουίνκα δημιουργεί μια ποίηση που υπερβαίνει τις γλωσσικές δυσκολίες. Μια πρόσμιξη της διαλέκτου της φυλής των Γιορούμπα, στην οποία ανήκει ο Σουίνκα και η οποία οριοθετεί τις καταβολές του, με την αγγλική γλώσσα διαμορφώνει ένα ιδιόμορφο, γλωσσικό σχήμα,  ικανό να αποκαλύψει τις πολιτιστικές και ιστορικές καταβολές ενός ολόκληρου, άγνωστου κόσμου.
Η φιλοσοφία του Γουόλε Σουίνκα, διαφέρει από την ιουδαϊκή και τελικά, ευρεία στις μέρες μας κοσμοθεωρία. Σε αντίθεση με την επικρατούσα τάση, ο Σουίνκα αποζητά τον επαναπροσδιορισμό του θεϊκού στοιχείου μέσα από τον άνθρωπο, τις αδυναμίες μα και τις υπερβατικές δυνατότητές του. Ο ποιητής οργανώνει ένα σύμπαν, όπου θεϊκό και ανθρώπινο συνυπάρχουν, δίχως εκείνο το στοιχείο της δυτικής σκέψης που αποδεικνύεται σαν μια διαχρονική, καίρια τάση. Η εξουσία, λοιπόν απουσιάζει από το έργο του Σουίνκα, ο οποίος ίσως έτσι καταθέτει ένα δριμύ «κατηγορώ» στην ασυνείδητη άσκησή της από τους αχυράνθρωπους των εκάστοτε, καθεστωτικών κυβερνήσεων. Οι σφαγές, οι απαγωγές, οι φυλακίσεις εκείνων που διατύπωσαν μια εναλλακτική προοπτική, συνιστούν όλα εκείνα τα στοιχεία που αποστρέφεται και καταδικάζει ως πρακτικές ο Νιγηριανός ποιητής. Ίσως μόνο για τούτο λοιπόν, ο λόγος του Σουίνκα δεν θα μπορούσε να μην κερδίσει επάξια το χαρακτηρισμό του ως «αισιόδοξος» και κυρίως «ουμανιστικός.» Ο Γουόλε Σουίνκα διατηρεί μια βαθιά πίστη στο «συλλογικό», στρέφοντας το βλέμμα του μακριά από τις πρακτικές του εγωκεντρισμού, ο οποίος οδηγεί, κατά γενική ομολογία στην τραγωδία της εξουσίας, στη μετατροπή της ελευθερίας σε ένα σκληρό είδος φόβου. Ετούτα συνιστούν, λοιπόν και τις βασικές κατακτήσεις της φιλοσοφίας των Γιορούμπα, η οποία ξεπέρασε με τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα όλες τις παιδικές και επικίνδυνες ασθένεις της δυτικής, ενταγμένης σε στερεότυπας σκέψης.
«Μια καινούρια αγέλη μαζεύεται ξανά πίσω από τους θάμνους», γράφει ο ποιητής, διαβλέποντας την πιο βέβαιη προφητεία για την πατρίδα του, αλλά και την παγκόσμια κοινότητα.  Ο Σουίνκα γνωρίζει καλά τις πολιτικές πρακτικές, εκείνες που οδήγησαν την Αφρική στον οικονομικό και πολιτιστικό αποκλεισμό. Ο Σουίνκα, με μια εξαίρετη, καλλιτεχνική θεώρηση, επιστρατεύοντας μια πλούσια μυθολογία, όπως αυτή της φυλής του, δηλώνει με πείσμα μέσα από τη στιχουργική του, πως δεν επιθυμεί η ποίησή του να αποκτήσει έναν στείρο εθνοκεντρικό και πολιτικό χαρακτήρα. Ο Σουίνκα συντάσει ένα ανθρωπιστικό, πάνω από κάθε τι, ποιητικό λόγο. Τούτο θα το κατορθώσει με την επιστράτευση συμβόλων ανθρωποκεντρικών, στοιχείων επιβεβαιωτικών για την πρόθεσή του τόσο το πνεύμα, όσο και ο άνθρωπος, ως αντικείμενο εξέλιξης, να οριοθετήσουν μια νέα, αληθινά χριστιανική ηθική, στηριγμένη μεν στο υπερφυσικό στοιχείο, το οποίο δε έχει πάντα ως επίκεντρό του τον αιώνιο άνθρωπο.
Ο σκελετός της ποίησης του Σουίνκα, έτσι όπως δομείται και στηρίζεται στο στοιχείο της παράδοσης συνιστά ταυτόχρονα και μια βαθιά πίστη του ποιητή για την αξία των εθνολογικών ιδιαιτεροτήτων των λαών. Ο ποιητής επικεντρώνεται σε τούτο το στοιχείο, όχι για να το καταστήσει γνωστό, μα για να το προστατεύσει από την απειλή της «δυτικοποίησης», ενός όρου που στις μέρες μας πια μεταλλάχθηκε στη λέξη «παγκοσμιοποίηση» με δεινά φοβερά ως συστατικά υλικά του. Η επιδιωκόμενη ουτοπία, για την οποία πείστηκαν οι μάζες τόσο αφελέστατα, τα συντρίμια ετούτου του ονείρου που κείτονται παντού, ανα τον κόσμο, αποτελούν το αντικείμενο της οπτικής του Σουίνκα, ο οποίος με κυνισμό θα δηλώσει ετούτη την αλήθεια. «Ο χρυσός δρόμος των αγορών», τον οποίο ο ποιητής μνημονεύει, αποτελεί εκείνο το επικίνδυνο μονοπάτι, που δίχως καμιά οδοσήμανση οδηγεί πια τον άνθρωπο στο αδιέξοδο μιας τραγικής και συνειδητής επιλογής. Αυτή η πραγματικότητα που ρημάζει την ίδια την ελπίδα, συνιστά το τοπίο του Σουίνκα. Ο ίδιος από το κελί της απομόνωσής του, παρατηρεί την πτώση του ανθρώπου. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν και πράττουν τούτο το λειτούργημα και έπειτα καταδικασμένοι στη μοίρα της Κασσάνδρας, καταντούν τρελοί και ποιητές. Έτσι και ο Σουίνκα θεωρεί μια πραγματικότητα, όπου η αντίφαση και ο παραλογισμός κυριαρχούν. Πάντα φιλτραρισμένο μέσα από τη μυθολογία των Γιορούμπα, αλλά και τα πιο κοινά σύμβολα, όπως το περιστέρι και το κοράκι, ο Γουόλε Σουίνκα αντικρίζει το τοπίο της νύχτας, διαπιστώνει τη ματαιότητα των προσευχών. Ο άνθρωπος για τον Σουίνκα, πρέπει να προσευχηθεί στον εαυτό του, δηλαδή στο διπλανό του, με τη σαφή, χριστιανική έννοια ετούτης της λέξης.
Οι τοίχοι της φυλακής αποτελούν τους ορίζοντες του Γουόλε Σουίνκα. Ο ποιητής αγωνιά, αμφιβάλλει πια ευθέως, για το αν ποτέ θα καταφέρουμε να γίνουμε άνθρωποι, έπειτα από την περιπέτεια της Κίρκης. Μιλά για το βάσανο της ελπίδας, για την τελική επικράτηση του κοινού, ευλογημένου ονείρου, μιλά για εκείνους, «τους χαμένους και στερημένους», που κυλούν κάτω από τα πόδια του. Με μια θεατρική προσέγγιση, ο Σουίνκα στήνει το οικοδόμημα της ποίησής του. «Ο τοίχος των δακρύων», «Οι τοίχοι της ομίχλης» και το «Καθαρτήριο», αποτελούν τα τρία μέρη ενός «δράματος», βασισμένου στην οπτική και τον οραματισμό ενός ποιητή- προφήτη. Η μνήμη εκείνων που χάθηκαν, η ανικανοποίητη λύπη τους, η τόσο αναίτια απώλεια, την οποία βιώνουν μες στους αιώνες, το ομιχλώδες, παραμορφωτικό παρόν ενός κόσμου που αρέσκεται στη λανθασμένη πορεία και τέλος η κάθαρση, με την κλασσική, αρχαιοελληνική της έννοια που αποδεικνύεται πραγματική λύτρωση για τον Σουίνκα και όλους εμάς. Το δράμα θα ολοκληρωθεί με την προσωπική κατάθεση του ίδιου του ποιητή. «Στη μέση του τάφου», σε ένα αυτόνομο και αυθύπαρκτο κομμάτι του τρίπτυχου που σχολιάσαμε, ο Σουίνκα αντικρίζει τον εαυτό του νεκρό, μες στο κελί που είναι ο κόσμος. Το νεκρό του σώμα θα γίνει το σώμα ολόκληρης της ανθρωπότητας, το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο δεν αφήνει αμφιβολίες για τη θέληση του Σουίνκα να καταστήσει τον κίνδυνο κοινό, να προετοιμάσει για το τραγικό τοπίο που θα αντικρίσουμε. Εδώ, ίσως μπορούμε να πούμε πως η κορύφωση του ποιητή μπορεί να δώσει σε ολόκληρη την ποίησή του το χαρακτηρισμό ενός «έργου εν προόδω», μια και ο Σουίνκα διαβλέπει το τραγικό μας τέλος,  μα και την πιθανότητα παράλληλα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια βεβαιότητα για τον ίδιο και τη ζωή του. Διαπράττοντας ένα τολμηρό συσχετισμό, ο γράφων θα συνέστηνε σε εκείνον που επιθυμεί να καταννοήσει την ατμόσφαιρα και την επιδίωξη του Σουίνκα, να στραφεί στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και την εφιαλτική πραγματικότητα του Σολωμού.
Με την επιστράτευση ενός συμβόλου, όπως ο αργαλειός ο Σουίνκα υφαίνει τον κόσμο και τις παλλόμενες χορδές του. Δημιουργεί την αναγκαία υποβλητικότητα για να αγγίξει την ευαισθησία ενός άπειρου αναγνώση, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει στο δοκιμασμένο κριτή του, να παρακολουθήσει το «άπλωμα» ενός ολόκληρου, νέου κόσμου. Η Ελένη Χατζή συστήνει στο κοινό έναν εξαιρετικό, βιωματικό ποιητή, οικουμενικό, όχι μόνο για την πρόθεσή του μα κυρίως για τις ιδέες του, στοιχείο το οποίο πάντα θα τρέφει την ποιητική λειτουργία.  Η ίδια γράφει: «Θα αναγνωρίσω τη φωνή του, όταν τα τραγούδια των παιδιών εισβάλλουν στο καζάνι, με τους ήχους το σούρουπο, σε αυτήν την αυθαίρετη είσοδο της ζωής στο σπίτι του θανάτου.» Ο Γουόλε Σουίνκα, ετούτο λοιπόν επιδιώκει.  Και την επιδίωξή του προσμένει να την κατακτήσουμε εμείς.

Dedication
for Moremi, 1963

Earth will not share the rafter’s envy; dung floors
Break, not the gecko’s slight skin, but its fall
Taste this soil for death and plumb her deep for life

As this yam, wholly earthed, yet a living tuber
To the warmth of waters, earthed as springs
As roots of baobab, as the hearth.

The air will not deny you. Like a top
Spin you on the navel of the storm, for the hoe
That roots the forests plows a path for squirrels.

Be ageless as dark peat, but only that rain’s
Fingers, not the feet of men, may wash you over.
Long wear the sun’s shadow; run naked to the night.

Peppers green and red—child—your tongue arch
To scorpion tail, spit straight return to danger’s threats
Yet coo with the brown pigeon, tendril dew between your lips.

Shield you like the flesh of palms, skyward held
Cuspids in thorn nesting, insealed as the heart of kernel—
A woman’s flesh is oil—child, palm oil on your tongue

Is suppleness to life, and wine of this gourd
From self-same timeless run of runnels as refill
Your podlings, child, weaned from yours we embrace

Earth’s honeyed milk, wine of the only rib.
Now roll your tongue in honey till your cheeks are
Swarming honeycombs—your world needs sweetening, child.

Camwood round the heart, chalk for flight
Of blemish—see? it dawns!—antimony beneath
Armpits like a goddess, and leave this taste

Long on your lips, of salt, that you may seek
None from tears. This, rain-water, is the gift
Of gods—drink of its purity, bear fruits in season.

Fruits then to your lips: haste to repay
The debt of birth. Yield man-tides like the sea
And ebbing, leave a meaning of the fossilled sands.

IN THE SMALL HOURS
Blue diaphane, tobacco smoke
Serpentine on wet film and wood glaze,
Mutes chrome, wreathes velvet drapes,
Dims the cave of mirrors. Ghost fingers
Comb seaweed hair, stroke acquamarine veins
Of marooned mariners, captives
Of Circe’s sultry notes. The barman
Dispenses igneous potions ?
Somnabulist, the band plays on.

Cocktail mixer, silvery fish
Dances for limpet clients.
Applause is steeped in lassitude,
Tangled in webs of lovers’ whispers
And artful eyelash of the androgynous.
The hovering notes caress the night
Mellowed deep indigo ?still they play.

Departures linger. Absences do not
Deplete the tavern. They hang over the haze
As exhalations from receded shores. Soon,
Night repossesses the silence, but till dawn
The notes hold sway, smoky
Epiphanies, possessive of the hours.

This music’s plaint forgives, redeems
The deafness of the world. Night turns
Homewards, sheathed in notes of solace, pleats
The broken silence of the heart.

Civilian and Soldier
My apparition rose from the fall of lead,
Declared, ‘I am a civilian.’ It only served
To aggravate your fright. For how could I
Have risen, a being of this world, in that hour
Of impartial death! And I thought also: nor is
Your quarrel of this world.

You stood still
For both eternities, and oh I heard the lesson
Of your traing sessions, cautioning –
Scorch earth behind you, do not leave
A dubious neutral to the rear. Reiteration
Of my civilian quandary, burrowing earth
From the lead festival of your more eager friends
Worked the worse on your confusion, and when
You brought the gun to bear on me, and death
Twitched me gently in the eye, your plight
And all of you came clear to me.

I hope some day
Intent upon my trade of living, to be checked
In stride by your apparition in a trench,
Signalling, I am a soldier. No hesitation then
But I shall shoot you clean and fair
With meat and bread, a gourd of wine
A bunch of breasts from either arm, and that
Lone question – do you friend, even now, know
What it is all about?