Άν ο Μπετόβεν είχε γεννηθεί στην Κάρπαθο;

Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα περιέχονται στο ebook (flipping book και pdf) – σειρά: εν καινώ– με τίτλο: “Στης σοφίτας τον φεγγίτη” .

Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα κλικ εδώ

Ιστορία 4η.

 

Ο χοχλασμένος καφές τον έκοψε, σταμάτησε την ορμή των σκέψεων που έπεφταν με πάταγο στον πάτο της καρδιάς και του μυαλού του.
Τρομάζει στην ιδέα του θανάτου, ζορίζεται κάθε που βγαίνει τον ξαφνικό, αναπάντεχο μα δεδομένο τέλος.
Ξέρει πως θα έρθει, μα του είναι τόσο λίγο αυτό που έχει προλάβει μέχρι εδώ, είναι που δεν σταματά να αγαπά, να πονά, για όλα εκείνα που άφησε πίσω, και όμως, στιγμή δεν βγαίνουν από τα στενά του μυαλού του.
Νευρικός, τζώρας, ένας ιδιότροπος που δεν θέλει τίποτε να πηγαίνει λανθασμένα, μονάχα η αρμονία στα πράματα ταιριάζει, και μας χαρίζει γαλήνη.
Ψαράς, κυνηγός, μελισσοκόμος, αγρότης, κτηνοτρόφος μα πάνω από όλα ποιητής, δημιουργός, ένας από εκείνους που θα λεγες με μάτια βουρκωμένα, από τους τελευταίους.
Λυράρης, που κάνει με το δοξάρι το άψυχο ξύλο, να μιλά μια γλώσσα παράξενα ερωτική, μια γλώσσα που δεν έχει χώρα.
Εκεί στην χώρα του ποτέ, ο Μιχάλης έστησε τα χρόνια του.
Οικογένεια κτηνοτρόφων, γενιά μουσικών, η Ειρήνη η μάνα που στον μικρό τόπο την λένε Ερνία, του ψιθύριζε τους δύστροπους σκοπούς για νανούρισμα.
Πατέρας λυράρης κι αυτός, λεβεντόπαιδο, σατράπης,  έκανε, σε εκείνα, τα δικά του χρόνια, τους ανθρώπους να παρατούν την τσάπα και το δίκρανο, να στέκονται στο συναίσθημα. Εκείνα τα χρόνια που έβγαζες το θυμικό μονάχα στον ύπνο, κι αυτό το ξημέρωμα το πέταγες σαν νάναι ξένο και ξινισμένο γάλα.
Είναι ο πατέρας που του δίδαξε την αγάπη,  έκλεψε την γυναίκα, την μάνα των παιδιών του, έρωτας, και έσβησε λίγο μετά τον δικό της  τελειωμό.
Ο μικρός έπιανε πατσούλια, ξυλαράκια, αυτά που με την παιδική  του χούφτα μπορούσε να αγκαλιάσει. Αυτά που η παιδική ψυχή τα έκανε λύρα και δοξάρι και με το στόμα, με ήχους σαν να μιλούν πουλιά παρίστανε κρυφά όλα τα ακούσματα που έπαιρνε από τον πατέρα του.
Ήταν δεν ήταν έξι χρονών, και στα κρυφά με την λύρα του πατέρα σκάρωνε μουσική. Η μάνα του κρυφάκουγε, όπως όλες οι μανάδες κρυφακούν μα παίρνουν μαζί τους τα μυστικά του γιου, τα κρυφά, εκείνα που θέλει να τα πει μα δεν έχει τον τρόπο.
Αδέξια μοίραζε κι ο Μιχάλης ένα χάρισμα που ήταν ολότελα δικό του, ένα δώρο που έμελλε να γίνει το αστέρι του. Μα όχι μόνο για εκείνον μα και για όλους όσοι στάθηκαν κοντά στα παιξίματα του.
Το χωριό ορεινό, δύσκολο, κακοτράχαλο, τόσο που δεν άφηνε χώρο να γεννούν οι σκέψεις εικόνες χρωματιστές. Πάνω και πρώτα ήταν να καταφέρουν να την βγάλουν, οι άνθρωποι, τα ζώα, όλοι μαζί να πάνε παρακάτω, να προχωρήσουν μέσα στις πέτρες και αγκαλιά με τις ακάθες. Βουνίσιοι μέσα στο νησί, ψαράδες στο βουνό, όλα σε μια μουσική αντίστιξη που την  χαιρόντουσαν στην γιορτή, στην σκόλη, ένα τυχαίο πανηγύρι γινόταν αφορμή να ειπωθούν αλήθειες σε μια ζωή, που καμιά φορά δεν φτάνει, ποτέ δεν φτάνει μια ζωή.
Στο σχολειό πήγαινε με τα πόδια, ποδαρόδρομος δυο ώρες για το  μάθημα, μα είναι εκείνα τα χρόνια που κρατάς τις φιλίες, γιατί η καρδιά σαν ανθός λεμονιάς, κάνει και τα μάτια να δακρύζουν όταν θυμάται τις μικρές, που είναι του καθένα ξεχωριστά οι πιο μεγάλες, στιγμές που μας καθόρισαν.
Ήταν δεν ήταν στα 12,  τον άρπαξε τους ήχους, ο πρώτος που τον εμπιστεύτηκε, ένας ξενοχωριανός, σχεδόν άγνωστος,   γιατί στους μικρούς τόπους το κάθε χωριό έχει το δικό του κόσμο. Έναν κόσμο που γεννιέσαι δεν γίνεσαι, όσο και να το παλεύεις , όσο κι αν το πολεμάς είναι γραμμένο τόσο που σε ξετρυπά, μοναχά ένα μέρος είναι που κάθεται το σώμα, και η καρδιά αλυχτά κάθε που το φέρνει μπροστά.
Στο άλλο χωριό, του δώσανε λύρα και με το δοξάρι έβαλε μπρος την μηχανή της τέχνης του.
Εκείνη την εποχή ο οργανοπαίχτης ήταν επάγγελμα δυνατό, ήταν δυνατό το χαρτί, το χρήμα, που έριχναν οι άνθρωποι όταν ζωντάνευαν οι νότες και έδιναν χρώμα στο άκουσμα. Ήταν και οι επαφές που έκαναν στα γλέντια, σε αυτά αλλάζανε κουβέντες με ρούχα καθαρά, και δεν μύριζαν ιδρώτες και κοπριά.
Ήταν οι γνωριμίες καθαρές, και με αντρίκιες κουβέντες κλείναν τα προξενειά, οι κρυφοί έρωτες ανάβανε, έκαιγαν, άλλαζαν χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουν όλο τον κόσμο.
Σε ένα τέτοιο γλέντι στο ΄70, ο πιτσιρίκος άνοιγε πανιά.
Ο Μιχαλάκης  έγινε Μιχάλης, μάζευε τα χιλιάρικα, πως να ξεχάσει τον αρλό γεμάτο, όχι με στάρι μα ξέχυλο από χρήμα, που έριχναν οι αναψοκοκκινισμένοι χορευτές ενώ πάλευε με το δοξάρι, να δείξει πως μπορεί ακόμη πιο ψηλά, παραπάνω, να το κάνει να τραγουδά πιο γλυκά πιο τρυφερά, μα συνάμα πιο δυνατά, σαν τον εραστή που παλεύει να κάνει την αγαπημένη του να νιώθει τα πιο βαθειά ανομολόγητα συναισθήματα, για να μην ξεχαστεί ποτέ, για να είναι πάντα, αιώνια και αυτό λίγο είναι, στο πρώτο-πρώτο, συρτάρι της μνήμης της.
Αυτό ήταν, έφερε σπίτι, στα χέρια του πατέρα τόσα χρήματα που δεν είχε εκείνος βγάλει ούτε στα καλύτερα του.
Θυμάται πως μοναχά πέντε πακέτα τσιγάρα αγόρασε με αυτά, για εκείνον, και αυτά τα πήρε με φίλτρο. Ο γέρος του κάπνιζε με μανία άφιλτρα, σαν να τραβάς ξεραμένες αγγινάρες, άναβε και ρούφαγε τον καπνό, τέτοια ήταν η τρελά το πάθος για τσιγάρο.
Είδε τα αγορασμένα από το γιό, είδε και τα λεφτά, ήρθε και απόρησε, «κλέφτης έγινε; Έτσι τον μεγάλωσα με τέτοια ηθική, τέτοιες αξίες;» Αναρωτιώταν, μα σαν έμαθε για το γλέντι και το ντελίριο που ένιωσε ο κόσμος από το γιό του, από την φωνή που έβγαλε η λύρα στο χάιδεμα τον παιδικών ακόμη, χεριών, τάχασε, έκανε μπρος και όρισε μουσικό το παιδί, τον εμπιστεύτηκε, και παράλληλα κατάλαβε πως είχε βρεί τον δρόμο του.
Ο Μιχάλης ποτέ δεν έπαιξε με τον πατέρα λύρα. Είχε τον σεβασμό μέσα του. Όπως κάθε γνήσιος δημιουργός, καλλιτέχνης, ταπεινός και συνάμα ώριμος, δεν ήθελε να πληγώσει τον γονιό του. Άφηνε την μάνα των οργάνων, την λύρα σε κείνον, έπιανε το λαούτο και κομπάνιαρε τον γέρο. Εκείνος καμάρωνε, ήξερε πως ο γιός αν και καλύτερος κρατούσε μοναχά τα ακόρντα, ήξερε και ο πατέρας και δίδασκε τον σεβασμό και την αποδοχή του παρελθόντος.
Μοναχά με την γνώση της διαδρομής πάει παρακάτω ο μύθος.
Ποτέ δεν χάλασε χατήρι στους γονείς ο Μιχάλης, ούτε καν στην παντρειά που έγινε προξενειό και με το ζόρι.
Είχε δοσμένη την καρδιά του από καιρό, όχι δανεικιά, μα ανεπίστροφα, έτσι μια και έξω, είχε νιώσει τα μεγάλα συναισθήματα, καλλιτέχνης που μιλούσε πρώτα με την γλώσσα της καρδιάς.
Μια κόρη είχε αγγίξει τα τρίσβαθα της ψυχής του.
Μα αλλιώς λογάριαζε για εκείνον η φαμίλια, οι γονείς.
Τα κανόνισαν, βρήκαν τη νύφη, ημερομηνίες, παππάδες που ήταν και συγγενείς, έμπαινε το νερό στο αυλάκι. Μονάχα ο γαμπρός δεν χώνευε την ιστορία, τη μέρα του γάμου, εκεί πάνω στις μαντινάδες, στο γλέντι που οι λυράριδες παινεύουν τα σόγια. Σηκώθηκε, πέταξε τα δαχτυλίδια, τίποτε δεν πήγαινε κάτω, τίποτε δεν τράβαγε στην ιστορία που σαν θηλιά τον έπνιγε.
Ο πατέρας έγραψε την μοίρα με μια κουβέντα, «αν τραβηχτείς, αν κάνεις βήμα πίσω, θα πάω στην άκρη-άκρη του νησιού, στον Χα, στο τέλειωμα της γης, και σαν τον Αιγαία που έπεσε και πνίγηκε, το ίδιο θα κάμω και εγώ».
Ο γάμος  έγινε και τέλειωσε, όπως τελειώσαν όλα αυτά τα χρόνια,
με  ταίρι αυτή, την ίδια γυναίκα, μα να, είναι που έμεινε μόνιμα, σαν κουσούρι, σαν κρυφό ελάττωμα που τον πονά, μα ντρέπεται ακόμη και να ξομολογηθεί, η ιστορία που στάθηκε μετέωρη στον χρόνο.
Το θηλυκό που έμεινε να κάνει θεριά στην μνήμη, και να ζωντανεύει ένα παρελθόν που με τα χρόνια  έστησε άγαλμα στην ψυχή του.
Ένας φάρος που δεν σβήνει, πως άλλωστε, αφού δεν έμεινε ποτέ πίσω.
Έπειτα ήρθαν τα πικρά χρόνια της ξενιτιάς, χρόνια ανήλιαγα, απάνθρωπα τόσα σκληρά σαν τα ξύλα που έψαχνε ο Μιχάλης για σκαρώσει τις λύρες του. Στα κατοπινά του δεν παίζει μόνο μουσική, μα φτιάχνει το όργανο που στα χέρια του γίνεται μικρή γοργόνα που λαχταρά, χορεύει.
Κρατά μια τριανταφυλλένια, που η λαλιά της έχει συνεπάρει όλο το νησί, μα το συναίσθημα είναι αλλού, σε μια λύρα φτιαγμένη στην ξενιτιά, εκεί που πελεκούσε το ξύλο και με δάκρυ, γιατί ο μουσικός αυτός είναι ένας έφηβος ακόμη, όχι σαν του ποιητή, ο αιώνιος, ξέρει, νιώθει το ράγισμα του χρόνου στο κορμί του.
Έχει το σπάσιμο που κάνει το παρελθόν στο σώμα, αναγκαστικά, τα κουράγια γίνονται πιο μικρά, μεγαλώνουν οι ανάσες που στέκουν στα παραθύρια της μνήμης, στο άταφο μυαλό.
Στο Μπρούκλιν λοιπόν, στις πάνω γειτονιές, όχι δεν ήταν σαν την  αετοφωλιά του, μα ξεκινά με την φαμίλια μια διαφορετική πορεία.
Σε ξένα χέρια, στην αρχή  τα μισεί, δεν τον βλέπουν για άνθρωπο, κανέναν εργαζόμενο δεν τον είχαν για άνθρωπο μα για μηχανές παραγωγής.  Μια  τάξις που βρωμά και ζέχνει, φέρνει μόνο σε ανθρώπινη ξεσκισμένη σάρκα. Θυμάται πως κάθε ημέρα που περνούσε τον μετρούσαν λιγότερο για ζωντανό, ούτε για σφαχτό δεν πήγαινε, ένας αριθμός το πολύ-πολύ γραμμένος με μολύβι, που με την πρώτη στραβοσβήνει, μια μουτζαλιά έτσι τον ήθελαν, κι αυτόν.
Ακόμη και τα ζώα που έχει στην στάνη του, τις 300 ψυχές, κατσίκες, πρόβατα, τα βλέπει και κοιτάζει χαρακτήρες. Έχει την σύγκριση με τα αφεντικά που του περάσαν την δικιά του λαιμαριά στο ξένο τόπο.
Βλέπει, στέκεται στα μάτια, τα νιώθει πως καταλαβαίνουν, ακούν την το τραγούδι του, την κατά-δική του μουσική, είναι τα πρώτα που πλησιάζουν για να αγγίξουν τους ήχους που στο σύνολο γεννιούνται οι μελωδίες. Εκείνες που στις φυλά το μυαλό, στα κρυφά, μα έρχονται με το παίδεμα, όπως πελεκά το ξύλο και από το ξερό, έρημο κούτσουρο, βγάζει, πετά το άχρηστο, και απομένει το στόμα, έτσι κι ο ποιητής όλα του τα χρόνια άδειαζε, πέταγε από το μυαλό τα περιττά, μαζεύοντας νότα-νότα τον δικό του σκοπό.
Μα ο πόνος είναι που θρέφει  και κάνει τον καλλιτέχνη. Κι ο Μιχάλης, όταν γραφόταν Mike, σπούδασε τον πόνο, την αγωνία.
Ο  μετανάστης δεν έχει τίποτε άλλο έξω από μια μνήμη, κι αν την κρατά σφιχτά είναι  γιατί άνθρωποι σαν αυτόν, έφερναν στον άγνωστο τόπο τα ακούσματα και μοιραία φώτιζαν τις κρυφές, μα ξεχωριστές εικόνες που έχει ο κάθε ένας από μας.
Στο κατακάθι του καφέ, ρουφώντας το μελάνι, στεγνός από καπνό, χαρμάνης δυο, τρια χρόνια, χασκογελά.
Πέντε μερόνυχτα τριγύρναγε με μια διαβολοπαρέα στους ατελείωτους δρόμους της Αμερικής.
Ένα πρωτοχρονιάτικο γλέντι στο ΄70 ένα κάλεσμα, στοίχημα για να παίξει σε μια διπλανή, μα άγνωστη, πολιτεία και ένας εγγλέζικος χάρτης που τα μάτια δεν μπορούσαν να διαβάσουν, όλα μέσα σε ένα αυτοκίνητο με μοναδική επικοινωνία τα άγνωστα, αδιάφορα στους τριγύρω ελληνικά. Έτσι μένει χαραγμένη η ιστορία, μια ανώδυνη τρέλα στην αμερικάνικη άσφαλτο και με το FBI να τους αναζητά ενω αυτοί με πάνω χορό μέσα σε ένα λαδί podiac limance, με την βενζίνη στο φούλ, ξορκίζαν το αμερικάνικο όνειρο.
Μα πως αλλιώς θα γινόταν όλη η αμερική ένα αυτοκίνητο, ένα ασταμάτητο γκάζι. Όχι με ροκ, ούτε με σόουλ ή κάντρυ μα με καρπάθικους σκοπούς που στο βάθος τους μοιάζουν με όλους τους ελεύθερους σκοπούς του κόσμου.
Είκοσι χρόνια έμεινε στον παντόξενο τόπο. Βάναυση και σκληρή εποχή που όσο πέρναγε τόσο αναζητούσε τα βουνά τις πέτρες του μικρού χωριού που μεγάλωσε. Έλεγε και ξανάλεγε εκείνες οι πέτρες είναι δικές μου, με περιμένουν να σταθώ κόντρα στον ήλιο τους,  να τις δροσίσω, έτσι δίχως αντάλλαγμα, μακριά από τα λογικά, τα ανθρώπινα ένστικτα.
Ο γυρισμός τον κάνει κτηνοτρόφο, μα όταν δεις την ζωή στη ακολουθία της, βλέπεις τα γονικά να γίνονται τα παιδικά όνειρα και στόχοι ζωής. Ο Μιχάλης μπήκε στα πατήματα του πατέρα του, ο Κωσταντής δεν πίεσε, μα έτσι ευκολότερα ο γιός περπάτησε στους δρόμους του πατέρα.
Στην ίδια στάνη, στο ίδιο μονοπάτι που για να ανέβεις κρατάς σημάδι την μεγάλη άσπρη πέτρα. Αν σταθείς δίπλα της θα την ακούσεις να ψιθυρίζει μια από της τελευταίες μαντινάδες του γέρου, του Κωσταντή, «Μέχρι να ζω θα το κρατώ
της λύρας το δοξάρι
να παίζω και του χάροντα
σαν έρθει να με πάρει».
«Η μουσική από καταβολής κόσμου είναι οικογενειακή υπόθεση», το ξεστομίζει μαζί με δακρυσμένα μάτια, δεν είναι που νιώθει το κυνηγητό του χρόνου, είναι που θέλει να προλάβει, θέλει, έχει τόσα να πει. Δεν παίζει για τα χρήματα, τα έχει ανάγκη όπως όλοι άλλωστε, μα αν είναι θα έρθουν, είναι που έχει ανάγκη να βλέπει την μουσική του να γεννά στα μάτια των ανθρώπων συναισθήματα.
Να βλέπει δάκρυα ή χαμόγελα, μετά είναι τα φράγκα, που έτσι κι αλλιώς για να κάνουμε τη ζωή μας και τα γούστα μας είναι, και όχι για να μας βάζουν από κάτω.
Στο Σπόα, στο χωριό, μα και σε όλο το νησί, την Κάρπαθο, είναι γνωστός, αλλά είναι βαρύ για έναν δημιουργό να βγαίνει σε μικρό τόπο, είναι δύσκολο να σταθείς στην κριτική όχι για το έργο, μα για την πορεία, για τον χαρακτήρα σου.
Μα πόσοι σπουδαίοι δεν χάθηκαν παραμένοντας στο βάθος της σκηνής, ενώ τους έπρεπε να είναι στο πρώτο-πρώτο σκαλοπάτι. Μετρούν το χαρακτήρα κι αφήνουν πίσω το αποτέλεσμα, μα όταν χάνουμε αυτό που λέμε δεδομένο, τότε καταλαβαίνουμε, μα δεν έχουμε τίποτε να πούμε.
Είναι που το κάθε τι θέλει να γίνει στο χρόνο του, μετά στο πέρασμα πάνω, δεν έχουν λόγο τα μνημόσυνα.
Κι ο Μιχάλης όπως και ο τόπος του ζουν με αυτά πια. Πάνε χρόνια, κοντά πέντε, που έχει να γίνει γάμος στο χωριό.
Μοναχά κηδείες  και όλοι γνωστοί, συγγενείς.
Ενενήντα ψυχές απέμειναν, κι αυτές τσακισμένες από τον αέρα και την υγρασία του αποχωρισμού.
Τα τραπεζώματα τώρα δεν είναι στις χαρές, γίνονται για το κλάμα και το πένθος.
Περιμένουν ένα κοντό πια, καλοκαίρι να φέρει, να γεμίσει με παιδικές φωνές τα στενά, μερικές ακόμη ψυχές να γεμίσουν τα καφενεία, να δώσουν παράταση σε μια ήδη προδιαγραμμένη πορεία.
Στα 66 σήμερα, δεν προλαβαίνει, τρέχει μα η νύχτα σκεπάζει γρήγορα ο,τι σκοπούς της μέρας έχει στήσει.
Δεν γιόρτασε ποτέ  γενέθλια, ακόμη, ίσως γιατί  δεν πρόλαβε να χορτάσει καμιά χρονιά μέχρι τώρα.
Το μόνο που τον κάνει να σταθεί, το ψωμοτύρι του, η μουσική του, είναι εκεί που δίνει την ανάσα του, έχει τον δικό του διακόπτη, να ανάβει και να σβήνει, να χάνεται.
Παίρνει το παλιό άκουσμα, και γεννά  δικούς του δρόμους, φτιάχνει νέους προορισμούς με τον νου στην αρχή, στα παλιά λημέρια, μα ντύνει με καινούρια χρώματα αιώνια ακούσματα.
Μα πως να περιγράψεις τον ήχο, την μουσική, που κάνει και την πιο λεπτή στιγμή να βγάζει γλώσσα με φωτιές, και να παραπονιέται που γίνεται μνήμη, ξεμακραίνει, πριν προλάβεις να την αγκαλιάσεις, να την γεμίσεις φιλιά και χάδια.
Ο Μιχάλης, μια φιγούρα αντιήρωα, που δεν αναγνωρίζεται εύκολα, κόβει σαν λεπίδα με την αλήθεια του, την ξεστομίζει, μα η αλήθεια είναι μαλώστρα, όταν την ακούς κιόλας μπορεί να τσακίσει αδέρφια, για γνωστούς και φίλους που είναι πια χωρισμένοι δεν έχει επιστροφή.
Αν τύχει και σταθείς περαστικός να βρεις μια αφορμή, ένα γλέντι, να πας κοντά εκεί που τα μάτια βλέπουν τον ιδρώτα και ξεχωρίζουν την κούραση που βγάζει το σώμα.
Θα τον δεις να πολεμά, σαν τον αγρότη στο χωράφι να κάμει γόνιμο το χέρσο ακόμα συναίσθημα, να βγάλει και την τελευταία κρυφή σκέψη και να γίνει πόνος, να ποτίσει με μουσική.
Γεννιούνται και σήμερα, όπως βγαίναν πάντα τέτοιοι σπουδαίοι καλλιτέχνες, μα χάνονται στην απεραντοσύνη του πελάγου, όμως ψάχνουμε για κείνο που μας ταιριάζει, όσο κι αν συντομεύει ο χρόνος τόσο αναζητάμε  το αυθεντικό, το αυτόφωτο, κι ο Μιχάλης αν τύχαινε να βγει σε ένα μεγάλο τόπο ίσως να έδειχναν φωτογραφίες του με δέος. Ίσως πάλι όχι, δεν θα μάθουμε ποτέ, είναι δοσμένος στις πέτρες, στα βουνά που εκείνα τον χαίρονται και τον κοιτούν όχι με δέος μα με πλήρη αποδοχή. Ένα κομμάτι από τα σπλάχνα τους που έχει το χάρισμα να ντύνει με χρώματα τον αέρα.