Έλληνας

art24grammata.com/ άποψη

Ένα νέο αφήγημα του Απόστολου Θηβαίου

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Θα είναι τύψεις γιατί το παιχνίδι στοίχισε, θα είναι η παραδοχή που όλα όσα ειπώθηκαν είναι αλήθεια. Αλλιώς είναι ένας άλλος, άγριος σπαραγμός εκείνο που γδέρνει το βλέμμα του Έλληνα.

Φθάνει πάντα τα απογεύματα. Κρατάει μια εφημερίδα και επιδεικνύει με το δάχτυλό του μια είδηση εξαιρετικά αισιόδοξη. Συνήθως αφορά γεγονότα που συμβαίνουν σ΄άλλους κόσμους. Άλλωστε για εκείνον ετούτα τα πράγματα λέγονται θαύματα και δεν τα ξεχνά ποτέ. Τους θανάτους, τις μυρωδιές των σπιτιών, τους αγίους ποτέ δεν τους λησμονεί. Τις μέρες που είναι σπουδαίες, χριστιανικές περιστάσεις, ντύνεται επίσημα με κατάμαυρο κοστούμι, κυριακάτικος. Δεν κρατά πια το έντυπο. Απασχολεί τα χέρια του με μια διακριτική κίνηση του δαχτυλιδιού.

Ο Έλληνας πίνει πολύ. Πάντα παραπατά έξω από το μαγαζί. Ύστερα περήφανος γκρεμίζει την πόλη βαδίζοντας. Ανάμεσα σ΄ωραία φώτα κόβεται η ανάσα του. Εκείνος με όλη την ψυχραιμία του κόσμου απλώνει τα χέρια και σου δείχνει πως χρειάζεται βοήθεια. Μετά γελά και χάνεται, έχοντας παραχωρήσει στοιχεία του δράματος. Ο Έλληνας γνωρίζει σχεδόν είκοσι γλώσσες. Μεταφράζει με άνεση σουηδικά κείμενα. Μάλιστα κάποια φιλοξενούνται σε τουριστικά έντυπα, πληροφορώντας τους ανυποψίαστους ενδιαφερόμενους για τη λιτή γοητεία του μέρους.

Ο άνδρας με την κίτρινη γραβάτα ακροβολίζεται στους ίσκιους. Γνωρίζει καλά τον Έλληνα και χαιρετιούνται εγκάρδια όταν θα ΄ρθει η ώρα. Αυτός, λοιπόν ισχυρίζεται πως ο Έλληνας είναι ένας σπουδαίος άνδρας, ολότελα χαμένος μες στα οράματα. Ευγνώμων για το ήπιο φθινόπωρο και τις αναπάντεχες κορυφές της σκηνογραφίας.

Ο Έλληνας κατάγεται από ένα ακριτικό χωριό του Έβρου. Χαμένο στις λασπωμένες πεδιάδες, εκεί που θα γίνει κάποτε ένας πόλεμος. Στο λιμάνι θα συντρέξει ο στόλος και ολόκληρη εκείνη η πόλη και η θητεία της θα περάσουν στην αιωνιότητα. Στην άλλη ποιότητα, λοιπόν που θα΄χουν πάντα οι παλιές μέρες για να τις ζητούμε πιο επίμονα, εύχεται ο Έλληνας λίγο πριν αποχωρήσει για τη δύση. Πίνει αργά το ποτό του, κοιτά ολόκληρο τον κόσμο τελειωτικά. Κοιτά σαν να κατέχει τη σοφία που λέει πως ο κόσμος ποτέ δεν θα΄ναι ο ίδιος.

Κανείς δεν ρωτά τον Έλληνα τέτοια πράγματα. Σφίγγουμε τα χέρια του όταν μας χαιρετά και είναι σίγουρα η τελευταία φορά που θα ειδωθούμε. Πάντα θέλουμε να πούμε κάτι, όμως σαν παιδιά σωπαίνουμε. Δίχως συγκατάβαση, με ένα χαμόγελο όλο ειρωνεία βιώνουμε την πίκρα μας. Περισσότερο για τούτο κλαίμε. Επειδή ο Έλληνας συντρίβεται μες στην έκπληξη, η μοίρα του είναι σπασμένα μάρμαρα, σώματα, σύνορα. Επειδή ο Έλληνας βρέχεται δίχως να κοιτάξει μες στο πέλαγο και ύστερα τραβάει κατά την Μεσσήνη. Οι στάχτες που τον ακολουθούν του προξενούν μια νευρικότητα. Όμως μονάχα για έναν έρωτα αξίζει ο πόλεμος.

Είναι οι μέρες της βροχής τότε.Βρέχει στους τοίχους, ανάμεσα στα μάτια του, οι άκρες των χεριών μες στα νερά. Εκείνες τις μέρες ο Έλληνας χάνεται από τους δρόμους. Είναι τότε που συνειδητοποιεί τον πόλεμο. Θα θρηνήσει τους φίλους που προδόθηκαν. Εκείνους που ξοδεύτηκαν, τις τυχαίες περιπτώσεις, τα αίματα. Είναι εποχές ο άνθρωπος. Αργοί, σκληροί χειμώνες και οι υψηλές, εαρινές ταχύτητες που θρέφουν το σφυγμό. Χαμηλά, θερινά βαρομετρικά και αυλές βρεγμένες μόλις. Η πιο βουβή ώρα είναι εκείνη του Έλληνα. Σαν γέννα ξεβράζονται οι τελευταίοι κολυμβητές και κλείνουν οριστικά οι πιθανότητες. Μονάχα ένα σπάνιο πουλί με ασημένια ράχη που ΄ρχεται κάθε απόβραδο στην γκρεμισμένη οθόνη. Μονάχα εκείνο μπορεί να συγκινήσει τον Έλληνα. Σημάδι πως δεν ξεχάστηκε. Τα ωραία χρώματα στάζουν ανάμεσα στα χορτάρια και συμβαίνουν αναρίθμητες ψευδαισθήσεις. Ο Έλληνας τότε ανασυνθέτεται μες στην ελπίδα,την ευεργεσία και τον έρωτα.

Τα Σάββατα περπατά κόντρα στον αυτοκινητόδρομο. Πίσω του αναμμένα σημεία, όπως στα ορεινά, οδικά δίκτυα. Με τα αντανακλαστικά στοπ, τις επικίνδυνες στροφές, τις αναπάντεχες εκπλήξεις. Πίσω του οι σταυροί και τα κλήματα. Ο Έλληνας είναι τώρα μεγαλύτερος. Έχει φορτωμένους ανθρώπους στους ώμους του και όλο γελά. Καθώς πάντα. Δοκιμάζει ένα φτηνό ούζο, σχεδόν κλαίγοντας λέει για τα παιδιά που τον πρόδωσαν. Σαν τον πατέρα στέκει μες στο δωμάτιο και κλαίει. Ο Έλληνας περιμένει στους σταθμούς το επόμενο καλοκαίρι. Έρχονται να τον δουν απ΄όλα τα μέρη τότε. Οι πιο καλοί του φίλοι φθάνουν. Πρόκειται για μια κορυφαία στιγμή. Ο ίδιος είναι φροντισμένος, καμιά εξάντληση, τίποτε στην κατατομή του.Θα μπορέσει να κάνει το νούμερο με το φεγγάρι ξανά. Είναι όμορφη μεταφορά ο λόφος, η νύχτα και το δρεπάνι του Έλληνα που θερίζει ως τη ρίζα. Είναι πάνω απ΄όλα μια πόζα αισθητική. Συλλογίζεται πως αν όλα εκείνα δεν συμβούν θα΄ναι τότε μοναξιά. Και όταν πάλι σβήσουν οι ακριβοί φωτισμοί στους εξώστες απομένουν πάντα οι ωραίες, θρυλικές στιγμές. Τραγουδούσε λέει τότε. Κάποτε έμπαινε στην Κόρινθο. Θυμάται εκείνο το τραγούδι. Κρύσταλλο η φωνή του μες στο ασάλευτο ψύχος. Λευκές κούκλες στο βάθος του κοιμητηρίου και τα παγωμένα σταφύλια. Ήταν έφηβος και θυελλώδης. Ένας μελλοντικός ακρίτας στα αιώνια σύνορα της Ιεριχού, διαβάζοντας τους καιρούς και τη μοίρα του στα σπλάχνα του κόσμου. Το τελευταίο υπόδειγμα μιας ολότελα νεκρής σχολής, ο Έλληνας.