Ααχχ Κούλα!

24grammata.com/ ευθυμογράφημα

Τηλεκριτική με την καυστική και εύθυμη διάθεση

της Βασιλικής Πιτούλη

Καλέ, καλέ, σας τα ’πα; Με λένε Κούλα κι είμαι 47 χρονών. Τόσο λέω δηλαδή. Τόσο είπα πως είμαι στην εκπομπή της Αννίτας Πάνια, εκεί που πάνε οι πικραμένοι ανθρώποι και λένε τον πόνο τους. Η Αννίτα μου είπε πως είμαι μια λαμπερή γυναίκα. Να την έχει ο Θεός καλά, με τον άντρα της και το παιδάκι τους. Θα την αγαπάει πολύ ο κύριος Νίκος ο άντρας της. Τους είδα σε μια φωτογραφία που βγήκαν αγκαλιασμένοι. Τι πειράζει που ο κύριος Νίκος είναι σα μια βάβω που είχαμε στο χωριό παλιά; Φτυστός μωρέ, με την άσπρη μαλλούρα. Η βαβά αυτή, η παλιόγρια, όλοι οι συχωριανοί μου είχανε να το λένε ότι είναι μάγισσα. Το πίστευα κι εγώ. Άκουγα πως έβγαινε όξω τις νύχτες κι έψαχνε υλικά για τα μαγιολίκια της, ξέρετε τώρα, διαολεμένα πράγματα, τρίχες από παρθένα νυφίτσα και αίμα από φρεσκοσφαγμένο κόκορα δεκατεσσάρων μηνών.
Όσο για την αφεντιά μου, στην πραγματικότητα εγώ το ξέρω πως είμαι λίγο τέρας, σκιάζεται κάποιος αν με δει τη νύχτα να κρατάω στο χέρι κερί, αλλά δεν πειράζει, αφού έχω καψουρέψει τόσο πολύ τον άντρα μου. Εκείνος είναι ψηλός, μουστακαλής και νταβραντισμένος. Στα νιάτα του ήτανε κούκλος, τώρα του λείπουν καμπόσα δόντια, έχει σουφρώσει και τονε λένε Γιάννη.
Ο κερατάς με ρεζίλεψε. Πήγε στην Αννίτα και γέμισε τον κόσμο ψέματα. Τώρα με τι μούτρα θα βγω στη γειτονιά; Ότι τάχα μου δήθεν εγώ τα έχω με έναν Πακιστανό που είναι 25 χρονώ. Μούσια, αισχρά ψέματα που λέτε κι εσείς οι γραμματισμένοι. Ο Πακιστανός είναι φίλος του γαμπρού μου, του άντρα της κόρης μου, έχουμε αθώα σκέση, δεν κάνουμε το πονηρό. Να μη σώσω αν σας λέω ψέματα, να μου ξεραθεί η γλώσσα, να φάω απ’ τα κόλυβα της μάνας μου. Είναι χοντρή η καημένη, και την έχουμε στην παράγκα, χέζεται πάνω της, αλλά εγώ την έχω καθαρή, μη βρέξει και μη στάξει. Αμέ τι νομίζατε; Είμαι εγώ μια τσούρδω, μια κωλοπετσωμένη… Άμα βάλω κάτι στο μυαλό μου, θα το κάνω, ο κόσμος να χαλάσει. Και τόσα χρόνια το κούτελο καθαρό. Δε θα μου το βρομίσει ο άντρας μου ο ρεζίλης.
Με το Γιάννη είμαστε παντρεμένοι από το το 1987. Πώς άντεξα; Η ψυχή μου το ξέρει. Μου ’χει ανοίξει τα κεφάλια, μου ’χει κόψει τα δάχτυλα… Το λέω και στην Αννίτα, που συμπονάει τους κακατρεγμένους. Μια κατατρεγμένη είμαι κι εγώ, βοηθήστε με.
«Ναι, ναι, κυρία Αννίτα μου, μου άνοιγε τα κεφάλια ο κερατάς!»
«Πόσα κεφάλια έχεις;» με ρώτησε η Αννίτα.
Την κοίταξα και δεν απάντησα. Πνεύμα με μια φτωχή γυναίκα κάνει; Αυτηνής αν της έδινε μια ο κύριος Νίκος, τι θα ’κανε; Εκεί να την έβλεπα. Εμένα ο Γιάννης ο κερατάς με είχε σαπίσει στο ξύλο. Στο σπίτι δούλευα, ξύλο. Όξω έβγαινα να δουλέψω, ξύλο κι εκεί. Με κυνήγαγε να με δείρει γιατί φλέρταρα λέει με ξένους άντρες. Του ’χε καρφωθεί ότι έκανα το πονηρό. Όλα αυτά τα χρόνια είχα φάει το ξύλο της αρκούδας. Πού να σας πω για τότε, που είχε ρίξει σπίρτο να με κάψει…

Έχουμε και δυο κόρες, είναι λίγο ασούμπαλες, αλλά δεν πειράζει. Τη μια, τη Γιώτα, την έχω παντρεμένη με έναν Πακιστανό. Η Ελένη είναι ακόμη λεύτερη. Κυρία Αννίτα μου, αν έχετε κανένα καλό παλικάρι να της δώσουμε, πολύ θα με υποχρεώσετε. Αλλά να ’ναι καλό, να δουλεύει, και να μην τη δέρνει. Αρκετό ξύλο έχω φάει εγώ. Και να πεις ότι δεν ήμουν νοικοκυρά; Στην τρίχα τον είχα το Γιάννη τον παλιοκερατά… Έβγαινε έξω κι έτριζε ο τόπος. Πού τα ’χε δει αυτά στη μάνα του; Έτσι αγωνίστηκα σα σκλάβα, να ’μαστε όπως πρέπει, μια οικογένεια δεμένη… Ναι, ναι, δεμένη, κυρία Αννίτα μου, μη με βλέπετε τώρα, που η οικογένειά μου χτυπήθηκε από έναν Πακιστανό. Όχι καλέ το γαμπρό, αυτός είναι αρνί, τον άλλον, το φίλο του, αυτόν που λέει ο Γιάννης ότι έκανα μαζί του το πονηρό.

Από τη ζήλεια του τα λέει, γιατί με μισεί, και θέλει να μου βρομίσει το κούτελο. Ναι, ναι, κυρία Αννίτα μου, σας ευχαριστώ που παίρνετε το μέρος μου. Εμείς οι γυναίκες πρέπει να υποστηρίζουμε η μια την άλλη. Καλά τα λέτε, ότι η Κούλα δεν είναι μια γυναίκα που κάποια στιγμή φλάσαρε και είπε: δεν τόνε θέλω τον άντρα μου. Η Κούλα είναι μια γυναίκα τίμια, κι αυτό θα το μάθει όλος ο κόσμος, όλος ο ντουνιάς.
Να, να, ευτυχώς που με υποστηρίζουν οι κόρες μου. Κι η μάνα μου η χοντρή, πριν πέσει στην κρεβάτα, όταν μου είχε ρίξει το σπίρτο ο Γιάννης ο κερατάς και κοντέψαμε να γίνουμε λαμπάδα, κι είχε έρθει η Πυροσβεστική, πήρε το μέρος μου. Και την άλλη φορά, που με είχε κάνει μαύρη στο ξύλο, κι ούρλιαζα, και τόσο εκείνος μου ’ριχνε, φα την και φα την, κι είχε έρθει το εκατό, πάλι η γρια πήρε το μέρος μου. Είπε ότι δεν είναι τώρα καιρός, να τρώει τόσο ξύλο μια γυναίκα.

Ξάφνου βλέπω το Γιάννη να σηκώνεται από κει που τον έβαλε να παλουκωθεί η κυρία Αννίτα. Έρχεται προς το μέρος μου. Παναγία μου σκέφτηκα, θα με σφάξει, γλιτώστε με. Μέχρι να προλάβω να κουνηθώ, ο Γιάννης το ντερέκι γονάτισε μπροστά μου. Αγκάλιασε τα πόδια μου.
«Αααχ Κούλα!» είπε.
Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτάει κι η κυρία Αννίτα έδειχνε ευχαριστημένη. Μιλήσανε κι οι κόρες μου, που να τις έχει ο Θεός γερές. Αυτές θα με βοηθήσουνε να πάρω τα αίμα μου πίσω. Είπαν οι κόρες μου στην κερά Αννίτα : «Άντε, καλά, να τον δεχτεί ξανά τον πατέρα μας η μάνα, αλλά να μην της ξανανοίγει τα κεφάλια!»

www. bibliofagos.vasilikipitouli.gr