Ακραίες Σπιτικές Μεταμορφώσεις -1- (αναζητώντας όνειρα και ανθρώπους στο διαδίκτυο)

Ήθελε μόνο να ταξιδέψει και χάθηκε στη θάλασσα του διαδικτύου. Άλλαξε όνομα, πασαπόρτια, έσβησε τα πλευρικά, ανεβοκατεβάζει σημαίες αλλά ο μπερδεμένος κάβος της ψυχής της την οδηγεί κατευθείαν στην σκουριασμένη άγκυρα. Για μια τέτοια ιστορία θα μας μιλά, σε συνέχειες, ο Μανώλης Δημελλάς. Για έναν άνθρωπο, που προσπαθεί να βρει εικονική ταυτότητα, μιας και δε διαθέτει πραγματική.

Αραχνιασμένα κοινωνικά αδιεξόδα, σκουριασμένες οικογενειακές συμβάσεις, ανέκφραστα ατομικά όνειρα σε ένα παράξενο ταξίδι στη θάλασσα του διαδικτύου. Καλό ταξίδι σε όλους σας (έτσι και αλλιώς δε θα κουνηθείτε από τη θέση σας)

εάν (ένθετο του 24grammata.com)

Ακραίες Σπιτικές Μεταμορφώσεις. (1)

κείμενο φωτογραφία: Μανώλης Δημελλάς

Ένας κατακίτρινος ήλιος έκανε τα ξύλινα σκασμένα παραθυρόφυλλα να στενάξουν. Ξημέρωσε, μα η πόλη μέσα στον καύσωνα του Ιούλη κοιμάται ακόμη, μοναχά περίεργες σκιές τριγυρνούν ξεσκέπαστες, ιδρωμένες και σχεδόν γυμνές.

Σε αυτό το βιαστικό σκάσιμο οι ηλιακές ακτίνες τρελαίνουν τα μικρά κατσαριδάκια, έτρωγαν αμέριμνα τα ξεχασμένα αποφάγια στον θεοβρώμικο μαρμάρινο νεροχύτη. Μικρά ζωάκια κι αυτά, σαν εμάς, θέλουν να μουίσουν, σε ό,τι κι αν αγγίξουν, να αφήσουν το χνάρι τους. Μα θέλουν το καθαρό, το τακτοποιημένο, το ξινισμένο δεν τα βολεύει, πατούν βιαστικά πάνω στα σκουπίδια σαν να τα σιχαίνονται.

Είναι μέρες που έχει να συμμαζέψει το σπίτι, όλα άνω κάτω, χύμα. Δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει στιγμή διαθέσιμη για κάτι πέρα από τους ψεύτικους τοίχους του λευκού υπολογιστή.

Μεγάλωσε μέσα σε μια περίεργη οικογένεια, τρία παιδιά έκανε το ζευγάρι. Συνοικέσιο, κανονικό και καλοστεριωμένο.

Ο πατέρας δικηγόρος με ειδικότητα στο ποινικό δίκαιο και την εγκληματολογία. Δεν προλάβαινε ούτε να χαϊδέψει τα παιδιά του.

Η μάνα γιατρός, με σπέσιαλ ειδικότητα, αναισθησιολόγος.

Το σπίτι την κρατούσε όταν η Φιλιππινέζα έπαιρνε το ρεπό της, στεκόταν πάντα στα μικρόβια, σε ένα θεότρελο κρυφτούλι, έτσι τους μάθαινε να αποφεύγουν κάθε επαφή, να στέκουν σαν μικρά κινεζάκια με τα χεράκια στην πλάτη, χωρίς την παραμικρή όρεξη για παιγνίδι.

Η βασιλεία του φόβου και της απόρριψης. Η καταδίκη της καριέρας.

Ο δικηγόρος έσφιγγε την γραβάτα καταπίνοντας τα συναισθήματα, έδειχνε με τον μεγάλο δείκτη των δακτύλων του.

Την πούρα, την καθαρή λογική, όταν κυριαρχεί όλα είναι ή μπορεί να γίνουν απλά, εύκολα.

Η περιποιημένη κόμμωση, τα ελαφριά σχεδόν λευκά του χέρια άφηναν αμφιβολίες, αναπάντητα ερωτηματικά, που ποτέ δεν ξεστόμησαν οι γύρω, έτσι ο χρόνος έπλασε σκληρή σαν τσιμέντο την δεδομένη σιωπή.

Η μάνα πάλι τους έμαθε το Dettol, όλα περνούσαν μέσα από το μικροσκόπιο της πιθανής μόλυνσης, ακόμη και μια αγκαλιά είχε πιθανότητα να μεταδώσει, να κολλήσει μια αρρώστια, ένα μικρό, στριφνό, μικρόβιο.

Τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια σπούδασαν, ακολουθώντας τυφλά τα γονεϊκά πρότυπα.

Η προίκες, οι γάμοι, οι φαμίλιες, ό,τι κι έστησαν, όλα είχαν το άρωμα του μη αφιερωμένου χρόνου. Των κρυφών άλλοθι που είχαν οι πόθοι του πατέρα, μα και την οργή, τον θυμό, της μορφωμένης μάνας ενός ακόμη, χαμένου ταλέντου.

Στο μικρό παιδί όλα στράβωσαν. Από την αρχή η δυσλεξία, ένας λανθασμένο στραβισμός. Έτσι τα μικρά ελαττώματα που γίνονταν μεγάλα στα ανίδεα μάτια των συμμαθητών, έκανα το παιδί να θέλει μόνιμα μια απόδραση. Ένα άλλο χώρο, έναν άλλο χρόνο. Έναν άλλο πλανήτη μέσα απο το δικό του σώμα.

Απέτυχε παταγωδώς στα ξένα πανεπιστήμια, του φόρτωσαν άλλωστε ξένα θέλω, έτσι μοιραία αποσυμφορούσε την καθημερινότητα του πληγώνοντας. Όσο μεγάλωνε τόσο και πλήγωνε, όχι δεν πλήγωνε τσάκιζε σαν να είχε κεντρί σκορπιού και την κατάλληλη στιγμή, εκεί που το υποψήφιο θύμα χαλάρωνε το τέλειωνε, ένα χτύπημα, μια λέξη, μπαμ και κάτω. Δεν άφηνε περιθώρια για φιλίες, σχέσεις και προσωπικά νταραβέρια.

Η γονείς φρόντισαν τελικά και για δουλειά, άνοιξαν επιχείρηση, έδωσαν χρήμα, έτσι έκαναν πιο εύκολο το μάτωμα της ψυχής, ξεπλένοντας έτσι και τον χρόνο που πρόδωσαν στα πρώτα χρόνια.

Η ιστορία γράφεται καθημερινά, τις περισσότερες φορές το καταλαβαίνουμε όταν έχει απομακρυνθεί ο χρόνος και ο εμείς κοιτάμε τον καθρέφτη και δεν αναγνωρίζουμε το πρόσωπο που βλέπουμε. Ανήμποροι τότε γυρνάμε την σελίδα σηκώνοντας τους ώμους.

Το πλασματάκι, γιατί ένα πλάσμα έγινε το τρίτο τους παιδί, αδιευκρίνιστα ερμαφρόδιτο, περίεργα αρσενικό και θηλυκό μαζί.

Μα στην ουσία τίποτε από τα δυο, ασέξουαλ με μοναδικό προορισμό την πλήρη μεταμόρφωση σε στοιχειό διαδικτυακού, ιντερνετικού κόσμου.

Έπαψε να υπάρχει στον καθημερινό δικό μας χωροχρόνο. Ήταν ντροπαλό, σαν να μετρούσε τα γράμματα των λέξεων έτσι μιλούσε στην καθημερινότητα που ποτέ δεν εντάχθηκε, μα ξαφνικά χάθηκε.

Ήταν τότε που ανακάλυψε τον κρυφό κόσμο του διαδικτύου.

Μόλις πρωτοσχεδίασε τον πρώτο του τοίχο στα κοινωνικά δίκτυα.

Στο γνωστό φ.β., το τουίτερ μα και σε κάθε ομαδική συνεύρεση που υπήρχαν υποψήφια θύματα. Όλα, μα μακριά από ζωντανά και κάμερες.

Στα πρώτα χρόνια ερωτοτροπούσε μα χωρίς αίσθηση προοπτικής, αυτό ήταν το πρόκριμα για να ξαπλώσει σε βρώμικα ή καθαρά σεντόνια. Γνώριζε κόσμο μα όλο κι όλο μιας βραδιάς θωπείες, μικρές στιγμές επιβεβαίωσης των παλιών πληγών που συνέχιζαν να βγάζουν πύο και να τυφλώνουν. Μα τι ικανοποίηση μπορεί να δώσει ένα προδομένο σώμα.

Ξεκίνησε, σιγά-σιγά, να λειτουργεί μόνο μέσα από την οθόνη τού υπολογιστή.

Στην αρχή όλα ήταν ταυτοποιημένα. Φωτογραφίες έδειχναν την πραγματικότητα των αισθήσεων, μέσα και έξω από την οθόνη όλα ήταν κοινά.

Μα κάθε λεπτό κάθε στιγμή, κέρδιζε το ψεύτικο. Από τις συγκεκριμένες απαντήσεις περάσαμε στο αόριστο, στο πιο γενικό, στην πιθανότητα να είναι και έτσι ή κάπως έτσι, τα πράματα.

Έστελνε αιτήματα φιλίας και προσπαθούσε να ζήσει σχέσεις μέσα από το ψεύτικο σπίτι του, εκείνο του υπολογιστή του που δεν ήθελε καθάρισμα, ούτε καν κάποια μικρή φροντίδα.

Πόσο σιχαινόταν την καθαριότητα, όσο τα πρότυπα έδειχναν το δρόμο τόσο στεκόταν γκρεμίζοντας κάθε ξένο άγαλμα που έντεχνα τοποθέτησαν στο μυαλό.

Στον πρώτο ηλεκτρονικό εαυτό του άρχισε να στολίζει προτερήματα γνώσης και ιδιαιτερότητας, για να προσελκύσει ανίδεα θύματα.

Έβγαλε την φωτογραφία και ξεκίνησε να ποστάρει φαινομενικά άχρηστες πληροφορίες που όμως τα υποψήφια θύματα του από ανία ή άχρηστο ενδιαφέρον προτιμούσαν να ξεφυλλίζουν.

Στην προσωπική επικοινωνία έδινε συμβουλές, γνώμες και οδηγούσε το μυαλό σε λανθασμένες επιλογές. Προσπαθούσε να πνίξει, να δαγκώσει τους ανθρώπους. Κάθε που το κατάφερνε έπαιρνε και μια κρυφή ικανοποίηση. Έφτασε λίγος χρόνος για να γίνει η κρυφή χαρά ένας ατελείωτος αυνανισμός του μυαλού του.

Εκεί ήταν και το σημείο που άλλαξαν όλα. Άλλαξε όνομα μα και φύλο δεν ήταν ούτε γυναίκα μα ούτε και άντρας.

Είχε πολλά πρόσωπα, διαφορετικές ηλικίες και έχτιζε με μαεστρία προφίλ ανύπαρκτων προσώπων.

Μια φωτογραφία από ένα κάποιο χωριό, ένα κάποιο αόριστο χαρακτήρα με απλά στοιχεία στο δόλωμα και ήταν όλα έτοιμα.

Δεν βιαζόταν, δεν έμπαινε σε χαρακτήρες αφού πρώτα δεν μελετούσε καλά τον ρόλο.

Ήταν γυναίκα και βοηθούσε καινούριες φίλες, στεκόταν σε αγωνίες, κόντρες μα και ανομολόγητες, κρυφές σκέψεις.

Σε κάθε μήνυμα στεκόταν, προκαλούσε τον ευάλωτο χαρακτήρα. Έπιανε τον ευαίσθητο, μοναχικό και του πουλούσε παραμύθι έρωτα και εγκατάλειψης. Έπιανε σχεδόν πάντα, εγκλωβίζοντας τα θύματα στον μοιραίο διαδικτυακό ιστό.

Σαν άντρας επαναλάμβανε από την ανάποδη ακριβώς τις ίδιες πράξεις. Πλάσαρε ιατρικές γνώσεις που είχε άκοπα αποκτήσει και έδειχνε δικηγορική δεινότητα στις συμβουλές στα κοριτσάκια.

Έφτασε να δημιουργήσει ακόμα δυο χαρακτήρες. Διαφορετικούς.

Όχι δεν ήθελε αληθινή επαφή. Μα και πως ορίζεται στις μέρες μας η επαφή. Αν δεν είναι πραγματικό να σου αγγίζουν την καρδιά και την ψυχή να σου προσφέρουν θαλπωρή, να σε οδηγούν με τον λόγο και να σε κάνουν να αισθάνεσαι κάτι μέσα στον ωκεανό του χρόνου τότε τι πρέπει και πως ορίζεται το αληθινό.

Η εικόνα του στην οθόνη του υπολογιστή τον επαναφέρει, βλέπει τα δόντια, το αξύριστο πρόσωπο του, τα κοκάλινα παλιομοδίτικα γυαλιά του, το βρώμικο, ανοιχτό, πουκάμισο.

Γεννήθηκε αρσενικός, μα τι σημασία έχει τώρα πια, κοντός με λιγοστά μαλλιά, σκουρόχρωμος με περίεργα μικρά, μάλλον, καφέ ξεπλυμένα μάτια. Σε τίποτε δεν έμοιασε του πατέρα του. Ούτε και της μάνας που ήθελε κοριτσάκι. Ήθελε το τρίτο παιδί θηλυκό, έτσι για καπρίτσιο για να το βαφτίσει Νεφέλη και να την σπάσει στα πεθερικά της, έβλεπαν την αδιαφορία και την ατονία του ζευγαριού.

Μα ήρθε το αγοράκι και άλλαξε τα σχέδια. Το σενάριο της ζωής, γράφτηκε, μα είναι σκέτη επιστημονική φαντασία.

Σήμερα στεναχωριέται μόνο για το μπακαλικάκι της γειτονιάς, έκλεισε κι αυτό, πέρνοντας, ακυρώνοντας, την πιθανότητα να μην απουσιάζει σχεδόν ποτέ από την σύνδεση του.

Δυστυχώς το σώμα που συντηρεί την ψυχή του έχει μερικά ακόμη θέλω που δεν μπορεί να καταργήσει.

Βγαίνει από το σπίτι μόνο για να εξυπηρετήσει τέτοιες ανάγκες.

Δεν έχει καμιά αγοραφοβία, δεν φοβάται τίποτε από όλα εκείνα που τον περιτριγυρίζουν.

Δε ζει σε αυτόν τον καθημερινό κόσμο, τον φανερό, με τις μάσκες φορεμένες ή τα πρόσωπα γυμνά.

Μεταμορφώθηκε από καιρό, κατάφερε να ζει μόνιμα το ηλεκτρονικό όνειρο.

Στο ξημέρωμα είναι κοριτσάκι παραδομένο σε ένα κρυφό, ανομολόγητο έρωτα, με το πρόσωπο που μιλά βρίσκουν πως ταιριάζουν, έχουν μια απίθανα τρελή χημεία. Νιώθουν την επαφή σε κάθε σημείο του πληκτρολογίου, σαν να περνά μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση και να αγγίζει τις ρώγες από τα ακροδάχτυλα ο ένας του άλλου. Τρέλα, ποτισμένη με μαγεία, ταϊσμένη με άγρια, δολοφονικά ένστικτα.

Την ίδια στιγμή ένα θηλυκό άβαταρ φωνάζει, ζητά συμβουλές μα και χάδια. Αλλάζει, μεταμορφώνεται σε μορφωμένο μα πονεμένο ταξιδιώτη, δεν έχει πρόσωπο μα ένα άλογο στο προφίλ του.

Την θεραπεύει και αυτή, τουλάχιστον στέκεται, μα την κρατά λίγο σε αναμονή, κάποιος άλλος ζητά μια συμβουλή από την φίλη δικηγόρο. Δίνει και εκεί λίγο χρόνο με αντάλλαγμα την αποδοχή, την ξεκάθαρη αναγνώριση.

Όλα γύρω μα και μέσα μας φθίνουν, είναι το δεδομένο της μοιραίας εξέλιξης και τελικά του θανάτου. Ό,τι αναπνέει κατρακυλά με φόρα, σπάνια υπάρχει καθυστέρηση και στην ουσία ενοχλεί η όποια στασιμότητα.

Μα αν μπορούσε να βρεθεί το μαγικό ελιξήριο της νιότης τότε όλα θα άλλαζαν, όλα θα κυλούσαν τουλάχιστον πιο αργά.

Χωμένος βαθιά μέσα στον λευκό υπολογιστή του καθυστερεί σχεδόν αλλάζει την ροή του χρόνου, γίνεται ένα με το καλώδιο που ρουφά λάγνα το ηλεκτρικό ρεύμα, περιμένει μέσα στις ψεύτικες εικόνες τα περαστικά θηράματα. Στήνει παγίδες που από καιρό είναι ο ίδιος μέσα.

Είναι το χάραμα που τον κάνει να αναρωτιέται μήπως δεν είναι ο μόνος που κλέβει τον χρόνο. Δεν είναι ο μόνος που κάνει νέο κόσμο τον υπολογιστή, φοράει πότε τα φουστάνια της μάνας του, μα πότε τα κουστούμια και το μουστάκι του πατέρα και σεργιανά ψάχνοντας τους πραγματικά δικούς του, το αίμα του.

Στο ηλιακό φως είναι που η ατέλεια κάνει της σκληρές γωνιές μας απροσπέλαστες. Καταφύγια δεν υπάρχουν, τα ψάχνουμε ενώ ταξιδεύουμε με ακραίους εθισμούς, την ντροπή και την κατηγόρια, ενώ γίνεται πικρό ναρκωτικό η διαφορετικότητα που μεταμορφώνεται σε οικόσημη παντιέρα.

Χαμογελά λοιπόν με σιγουριά, ακόμη και έτσι όλες οι ψυχές έχουν δικαίωμα στην θαλπωρή, πρέπει να δουν την άλλη, την πραγματικά πραγματική ζωή, να διαλέξουν στρατόπεδο.

Σηκώθηκε βιαστικά να κλείσει τα παραθυρόφυλλα και την βαριά κουρτίνα, ο ήλιος βγάζει μάτια, κάνει την σκιά του σώματος να φαίνεται θεόρατη, και δεν το θέλει το σώμα, αχ και να ήταν μια λεπτομέρεια από τα άντερα του υπολογιστή.

Τα κατσαριδάκια συνέχισαν αμέριμνα το φαγοπότι, σαν να μην υπάρχει άνθρωπος στο σπίτι τους, σαν να ξεκίνησε η αναγνώριση της μετάλλαξης του, από αυτά τα μικρά, σιχαμερά έντομα.

Σκέφτηκε πως έρχεται η νέα εποχή, που το σώμα δεν θα μας κρατά, δεν θα γίνεται ο χαρακτήρας ή η εμφάνιση εμπόδιο. Θα φοράμε, θα ακουμπάμε, ότι κι όπως το θέλουμε, ενώ η απόσταση θα δίνει το πιο δυνατό κράτημα, τον πιο μεγάλο οργασμό.

Χαμογέλασε ελαφρά στα κατσαριδάκια του, γύρισε βιαστικά, η οθόνη του, είχε γεμίσει μηνύματα, είχε παντού μικρά πατήματα, μουίσματα, σαν αυτά που αφήνουν τα ζωάκια του.