Ακτιβισμός και άλλες ιστορίες

Πολιτικός Λόγος (ένθετο του 24grammata.com)

αποκλειστικά στο 24grammata.com

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ο όρος «ακτιβισμός» συνιστά έναν από τους πλέον σύγχρονους όρους στο πολιτικό λεξιλόγιο. Με σαφείς αναφορές σε ζητήματα κοινωνικού εθελοντισμού και προσφοράς, ο όρος ανταποκρίνεται σε μια επικαιροποιημένη στάση, η οποία προβλέπει την ανάληψη δράσεων για την υποστήριξη παραγόντων και τάσεων, απόλυτα συνυφασμένων με κοινωνικές αναζητήσεις.  Ο νέος τύπος του κοινωνικού όντος, ο «ενεργός πολίτης» συνιστά τον φορέα του ακτιβισμού. Με συνεπείς και οργανωμένες δράσεις  η σύγχρονη κοινωνία θέτει στο επίκεντρο της φιλοσοφίας της την προσπάθεια για τη βελτίωση όλων των κοινωνικών συνθηκών και την υπεράσπιση των παραμέτρων εκείνων, οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν στην προαγωγή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κεκτημένων.Ο Γκάντι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Τζον Λένον αποτελούν μερικές μόνο από τις προσωπικότητες, διεθνούς φήμης, οι οποίες με τη δράση τους ενίσχυσαν το κίνημα του ακτιβισμού και οριοθέτησαν την έννοιά του για τις επόμενες γενιές. Κοινό σημείο όλων των παραπάνω, η προσπάθεια για κοινωνική προσφορά, η απόπειρα αποκατάστασης της κοινωνικής συνοχής, με όργανό την ιδέα, πέρα από κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διακρίσεις ή «κόκκινες γραμμές», όπως ορίστηκαν τα όρια, τα οποία εμπέδωσαν και συντήρησαν τις διακρίσεις και το λεγόμενο «περιθώριο», ακόμα και αν το τελευταίο μπορεί να αναφέρεται σε ολόκληρες ηπείρους. Το παράδειγμα του «τρίτου κόσμου», οι υποανάπτυκτες δηλαδή χώρες της κεντρικής και δυτικής Αφρικής αντιπροσωπεύει αυτό το διευρυμένο, όσο και αποτρόπαιο περιθώριο, στο οποίο αναφερθήκαμε.
Η αναφορά στον όρο του «ακτιβισμού» και η σύντομη θεώρησή του δεν πραγματοποιείται δίχως αφορμή. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ένας εκ των «αναδυομένων» παραγόντων της πολιτικής ζωής του τόπου, εκπροσωπώντας τη συντηρητική, δεξιά παράταξη και στα πλαίσια πάντα των πιο προσωπικών του φιλοδοξιών, έσπευσε να αιτιολογήσει την πολιτική «μεταπήδησή» του σε πιο μετριοπαθή σχήματα με το επιχείρημα μιας  ενεργούς, κοινωνικής συμμετοχής.  Η αναφορά στον ακτιβισμό και η προσήλωση του εν λόγω πολιτικού σε τούτο το κοινωνικό σχήμα, φανέρωσε στις πιο ευκρινείς διαστάσεις μία εκ των πιο σοβαρών συνεπειών, οι οποίες προκύπτουν από τη γενική, πολιτική και οικονομική κρίση, στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα μας, αλλά και ολόκληρος ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η παρερμηνεία πολιτικών όρων, η ερμηνεία τους κάποιες φορές σύμφωνα με τις περιστάσεις και ανάλογα με τις ειδικές στοχεύσεις καθενός δεν μπορεί να παραμείνει απαρατήρητη. Η ελαστικότητα στα πολιτικά και κοινωνικά μας ήθη, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τη στάση των πολιτικών, οι οποίοι στις απέλπιδες προσπάθειές τους να προσδώσουν έρεισμα σε πρακτικές μικροπολιτικού χαρακτήρα πασχίζουν να φέρουν στα μέτρα τους όρους των οποίων η κυριολεκτική σημασία έχει καταστεί πια μια λησμονημένη υπόθεση. Δεν υφίσταται πλέον καμιά αμφισβήτηση για του λόγου το αληθές. Όταν ένας εκπρόσωπος πολιτικού χώρου, του οποίου η διαμόρφωση του τελικού του σχήματος συνιστά αποτέλεσμα πρακτικών ολοκληρωτισμού αλλά και αποδοχής όλων των τάσεων, ακόμα και των πιο ακραίων, με άκριτο πολλές φορές τρόπο, στηρίζει το λόγο του με τέτοια στρεβλότητα, ο κίνδυνος παρερμηνείας άλλων όρων, με σαφή καθολικότητα και σημασία κρίνεται ουσιώδης και ενεδρεύει με τρομερές συνέπειες αν τελικά υπερισχύσει των γενικών νοημάτων. Ο ακτιβισμός εμπεριέχει μεν το στοιχείο της ενέργειας, βάση της γαλλικής, ετυμολογικής του καταγωγής. Μα η ενέργεια, την οποία προτείνει σέβεται τις αντιθέσεις, στηρίζεται στο διάλογο, αντλεί από το χώρο των υγιών επιχειρημάτων τα ερείσματά της και στέκεται αυτόφωτη, δίχως την υποστήριξη άλλου είδους πρακτικών. Ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρηθεί η δήλωση του πολιτικού, στον οποίο αναφερόμαστε χρήσιμη, τόσο για το φαινόμενο, το οποίο παρατηρούμε, όσο και ως ένδειξη, απόδειξη καλύτερα του στρεβλού τρόπου με τον οποίο ερμηνεύονται τα πράγματα και οι πολιτικές.
Πέρα όμως από την εντύπωση, την οποία προκαλεί η διαστρέβλωση ενός όρου και την επιβεβαίωση στην οποία μας επιτρέπει να προβούμε για τη σύγχρονη, πολιτική πραγματικότητα, το φαινόμενο μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες, όταν οι όροι, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για μικρόψυχους σκοπούς εμπεριέχουν ένα νόημα εξίσου ή κατά πολύ, σπουδαιότερο. Κάπως έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ευρεία πια χρήση της λέξης «πατριωτισμός», την οποία επικαλούνται συχνά πια οι κοινοβουλευτικοί μας εκπρόσωποι για να μας πείσουν, όσον αφορά τα ανώτερα ελατήρια των πράξεών τους. Με τούτο τον όρο προσπαθούν να μας πείσουν για την «καλή πίστη» με την οποία ενεργούν εμπρός σε κάθε ζήτημα που ταλανίζει την κοινωνία μας, είτε αυτό βρίσκει την προέλευσή του στη διεθνή σκηνή, είτε πάλι αφορά τα εσωτερικά μας ζητήματα. Ως «πατριώτες», δηλαδή απέναντι στις πιο επαχθείς κατηγορίες, για τις οποίες σε άλλη εποχή, ο όρος ο ίδιος θα τους καταδίκαζε και θα εξαντλούσε την επιχειρηματολογία τους.
Είναι λοιπόν, φανερό πως ο κίνδυνος για την πατρίδα είναι υπαρκτός, στέκει εμπρός μας και γίνεται ολοένα και πιο ρεαλιστικός, όσο δεν επικρατεί στον πολιτικό μας λόγο η ευρύτητα της σκέψης, η ακριβής τοποθέτηση, η συνεπής παρατήρηση των εκπροσώπων του. Η αγάπη προς την πατρίδα, ό,τι πιο υγιές δηλαδή και αυτονόητο θα μπορούσε να διέπει την πολιτική σκηνή της χώρας έχει καταστεί ευτελές, το επικαλούνται όλοι, δίχως να απαιτείται τουλάχιστον εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου η ρεαλιστική επίδειξη του χαρακτηριστικού αυτού. Και δεν εννοούμε εδώ τις κορώνες πατριωτικής έξαρσης, οι οποίες εξαπολύονται κατά ριπάς από όλες τις συμπαθείς παρατάξεις, ούτε την ανάπτυξη παρωχημένων, πολιτικών επιχειρημάτων, αντίστοιχων με περιόδους εθνικής έντασης. Ζητείται το αυτονόητο, το φυσικότερο όλων, η ελάχιστη αγάπη προς την πατρίδα, όπως αυτή μπορεί να εκφραστεί με την κατάθεση προτάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να προάγουν την εθνική συνείδηση. Μια άρτια, ανθρωποκεντρική, ελληνική εκπαίδευση, η εμπέδωση, ταυτόχρονα μιας πιο φιλελληνικής, παιδευτικής προσέγγισης, όχι εθνικιστικής, όπως κάποιοι θα σπεύσουν να κρίνουν, αλλά μιας εκπαίδευσης, η οποία θα θέτει ως πρωτεύον στοιχείο της την ελληνικότητα, διαποτισμένη με το πιο βασικό και διαχρονικό συστατικό της, την οικουμενικότητα, συνιστούν μερικές από τις δράσεις τις οποίες εννοούμε. Δεν θα μπορούσε να υφίσταται λοιπόν, ένας  πατριωτισμός πιο υγιής, από αυτόν που εκ φύσεως και ιστορίας μπορούμε ήδη να θεωρούμε διεθνοποιημένο.
Σε περιόδους, όπως τούτη που διανύουμε, με κρίσιμες, εθνικές αποφάσεις σε όλους τους τομείς, θα πρέπει να φανούμε ακριβείς και προσεκτικοί. Ακριβείς στον τρόπο με τον οποίο επιχειρηματολογούμε, προσεκτικοί στη μετάδοση των νοημάτων και των πληροφοριών. Η ευκολία με την οποία το κοινό δεσμεύει την πληροφορία και την εξασφαλίζει είναι ανεπανάληπτη, ενώ ασύγκριτη πια θεωρείται η πρόσβαση όλων στα μέσα μετάδοσης. Δεν θα πρέπει να φανούμε γενικόλογοι, το πνεύμα μας κριτικό και οξύ θα πρέπει να διυλίζει κάθε τι, να το ερμηνεύσει με ένα πνεύμα επιστημονικό, σχεδόν κουραστικό. Μόνο έτσι, ίσως να αποφύγουμε άσκοπες εντάσεις, συγκρούσεις των οποίων η αφορμή μπορεί να προκληθεί από ένα άστοχο ουσιαστικό, εκφερόμενο στο λόγο ενός απρόσεχτου προσώπου. Η πάθησή της ελληνικής κοινωνίας είναι σοβαρή και χρίζει προσοχής. Η συνταγογράφηση στην οποία θα βασιστούμε δεν μπορεί να είναι διφορούμενη. Και τέλος πάντων, κανείς δεν μπορεί να θεωρείται «ενεργός πολίτης», επειδή εμείς δεν απαιτούμε την επιβεβαίωση του ρητού. Η γυναίκα του Καίσαρα δεν θα πρέπει μονάχα να είναι πιστή, αλλά θα πρέπει να φαίνεται κιόλας. Ο πατριώτης, ο ακτιβιστής, όροι κενοί και ετούτοι, δίχως τη συνέπεια, όροι κενοί όταν χρησιμοποιούνται με ευτέλεια και μάλιστα προς ίδιον συμφέρον. Ετούτο το τελευταίο θα πρέπει να λείπει όταν μιλούμε για πατρίδες.