Ανίκητες Αναχωρήσεις

Eάν/ 24grammata.com

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Είναι τα αεροδρόμια που θυμίζουν νεκροπόλεις, σαν να αφήνεις την στιγμή στον αέρα του κινητήρα, της τουρμπίνας, που θέλει να ρουφήξει ένα σκασμό συναίσθημα και στο τέλος να χαρεί το ξερατό του καημού, της απουσίας.

Στο δρόμο δεν σου περνά από το μυαλό το φευγάτο, το αναπόδραστο, χαμογελάς συγκαταβατικά, συμφωνείς για τον αέρα, την κίνηση, ενώ το αδιάφορο γράφεται στο μέτωπο και τα μάτια παίζουν με τον ουρανό αποφεύγοντας τον σύγκρουση.

Στην αίθουσα χάνεις το μπούσουλα, η πυξίδα μαγνητίζεται, τριγυρνάς άσκοπα, δήθεν αδιάφορα, σουλατσάρεις πάνω-κάτω, πίσω από τον Θανάση, τον ογδοντάχρονο λαχειοπόλη που ξέρει, αναγνωρίζει το δάκρυ και τα πεσμένα σάλια, από τα γέλια που τράκαραν πάνω στα μάρμαρα, φανταχτερή στάμπα, ενός λεκές, ο δικός μου, ο δικό σου, του διπλανού που πόμεινε σκιά αμπαρωμένου, σφαλιστού παραθυρόφυλλου.

Έρχεται η στιγμή που αποχαιρετάς, αφήνεις το μέλλον να κολυμπά στα ανοιχτά, βαθειά στο παρελθόν και ντύνεις την απουσία

με πνιγμένες άοσμες ελπίδες.

Οι τοίχοι θεόρατες στοίβες μνήμης, χωρίζουν, σκίζουν τον κόσμο σαν ψαλίδι που κόβει την στιγμιαία φωτογραφία, δίνει στα πρόσωπα που στέκουν ενδεχόμενα, υποψίες, από τον άλλο κόσμο, του πλανήτη που δεν πήγαν.

Αεροδρόμιο, σαν νεκροταφείο, σιωπηλές φιγούρες, ακόμα κι αν χαμογελούν σκορπούν μοιραίες αναμονές στους τριγύρω ανίδεους περαστικούς εργάτες.

Μια αγκαλιά πάλι, προδίδει το εφήμερο, αλλάζει, φτιάχνει καινούριους χάρτες στο μυαλό που αγωνιά να φύγει, δεν θέλουμε την σύγκρουση, ισορροπούμε στο κενό, ανάμεσα στα σκέλια του θανάτου, είναι που στην ψυχρή αίθουσα δεν υπάρχει μονιμότητα, όλα δείχνουν μικρές μαριονέτες εαυτών που κρύβουν την αλήθεια ή απλά την ντύνουν άλλα χρώματα, ρόλους αρσενικούς γεμάτους.

Νεκροταφείο, σαν αεροδρόμιο, ακίνητες ζωντανές σάρκες μπλεγμένες σε συναισθήματα θεριά, σκαλίζουν ονόματα στον πέρασμα του αέρα, ο ταξιδιώτης χαιρέτισε πολύ πριν το ταξίδι και οι μπαλάντες των γνωστών πικραίνουν τον ελληνικό που πνίγεται και πνίγει τον άδικο, πάντα, χαμό.

Τα δέντρα είναι που σκορπούν την υγρασία τους, μα έπρεπε να φυτεύουν πεύκα στα παρτέρια, τριγύρω από τους έλικες και τα κουφάρια που χάσκουν ανοιχτά.

Έπρεπε να σβήνουν τα φώτα σαν νυχτώνει, να μην ψιθυρίζουν οι σκιές την μοναξιά τους, να πάψουν οι μοναχικοί ταξιδιώτες να σκηνοθετούν μνήμες ηρώων στις έρημες καρδιές τους.

Πολύ τσιμέντο για το τίποτα, τσιμέντο και σίδερο που κρύβει μονάχα αναμονές, αναβολές στα πάθη και αναμονές στα θέλω, μια ζωγραφιά που αλλάζει χρώματα μια φωτογραφία με φόρμες ασταθείς.

Είναι το αεροδρόμιο που μοιάζει με ένα μεγάλο κρύο τάφο, σαν μια τετράγωνη πυραμίδα, σαν ξεντεριασμένα σάβανα οι σκιές με προσπερνούν, ούτε λαχείο δεν έδωσε απόψε ο μπαρμπα- Θανάσης, μα δεν στεναχωριέται είναι σε τόπο αναψύξεως, ακόμη ζωντανός στον τόπο που δεν στέκεται, δεν πιάνει, δεν μετρά ούτε ο χρόνος.