Ανρί Ματίς (1869-1954)

24grammata.com/ ζωγραφική
Ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος

γράφει ο Αυγουστίνος Ζενάκος

Ο Ανρί-Εμίλ-Μπενουά Ματίς δεν ήταν παιδί- θαύμα. Δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την τέχνη ως τα 20 του χρόνια. Γεννημένος το 1869 στην Πικαρδία της Γαλλίας, όταν ήταν 19 ετών ο νεαρός Ανρί πήγε στο Παρίσι να σπουδάσει νομικά. Παρέμεινε μόλις ένα χρόνο και ύστερα επέστρεψε στο Σεν Κεντέν, όπου ζούσε τότε η οικογένειά του, για να εργαστεί ως κλητήρας σε δικηγορική εταιρεία. Το 1890 όμως έπαθε σκωληκοειδίτιδα και η μητέρα του τού χάρισε ένα κουτί λαδομπογιές για να απασχολείται όσο ήταν στο κρεβάτι. Το κουτί είχε μέσα λίγες κάρτες με διάσημους πίνακες και ο Ανρί έπιασε να τις αντιγράφει. Ενα χρόνο αργότερα παράτησε τη δικηγορική εταιρεία και οποιεσδήποτε βλέψεις για νομική σταδιοδρομία. Ξαναπήγε στο Παρίσι, αυτή τη φορά για να γίνει επαγγελματίας καλλιτέχνης.
Ο Ματίς δεν έσπευσε να διεισδύσει στις τάξεις της παρισινής avant-garde. Μικροαστός καθώς ήταν, με γούστο παλιομοδίτικο για τα μέτρα μιας πόλης που είχε σχεδόν εξοικειωθεί με το έργο του Πολ Σεζάν, του Πολ Γκογκέν και του Βικέντιου βαν Γκογκ, τον εντυπωσίασε περισσότερο η Académie Julian, μια σχολή που διατηρούσε λυσσαλέα τις ρίζες της στον ρομαντισμό και στην ακαδημαϊκή τέχνη των Salon. Οι πρώτοι πίνακες του Ματίς είναι επηρεασμένοι από τον ολλανδικό 17ο αιώνα, κατά τον τρόπο που προτιμούσαν οι γάλλοι ρεαλιστές στη δεκαετία του 1850. Το 1896 ο Ματίς εξέθεσε έργα του στο συντηρητικό Salon de la Société Nationale des Beaux-Arts και θριάμβευσε. Εξελέγη επίτιμο μέλος της Société και η γαλλική κυβέρνηση αγόρασε τον πίνακά του «Γυναίκα που διαβάζει».
Το 1898 παντρεύτηκε την Αμελί Παρέρ. Τότε περίπου, συμπτωματικά υποθέτουμε, επήλθε η μεγάλη αλλαγή: εκείνη τη χρονιά ο Πολ Σινιάκ, ο ζωγράφος, θεωρητικός και αρχηγός (μετά τον θάνατο του Ζορζ Σερά) των νεο-ιμπρεσιονιστών (ή πουαντιλιστών), δημοσίευσε το μανιφέστο του με τίτλο «Από τον Ευγένιο Ντελακρουά στον νεο-ιμπρεσιονισμό». Ο Ματίς το διάβασε και, χωρίς υπέρμετρο ενθουσιασμό, το βρήκε ενδιαφέρον. Η ιδέα του πουαντιλισμού (η ιδέα, με απλά λόγια, να επιτυγχάνει κανείς ένα χρωματικό μείγμα τοποθετώντας μικρές κουκκίδες ­ «points» στα γαλλικά ­ καθαρού χρώματος τη μία δίπλα στην άλλη) δεν έμοιαζε καθόλου άσχημη. Παράλληλα ο Ματίς, θαμπωμένος από το έργο του Αύγουστου Ροντέν, άρχισε να παρακολουθεί βραδινά μαθήματα γλυπτικής στην Ecole des Beaux-Arts.
Το 1901, αντί να εκθέσει στο συντηρητικό Salon, εξέθεσε στο Salon des Indépendants. Σχεδόν αμέσως άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες. Η κυρία Ματίς έπιασε δουλειά για να βοηθήσει την κατάσταση καθώς ο σύζυγός της είχε, κοντά στα άλλα, πάθει βρογχίτιδα και έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι. Ο Ματίς είχε πατήσει τα 35 όταν, το 1904, έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί Vollard. Η έκθεση απέτυχε παταγωδώς.

Ο Ματίς αποφάσισε να απαλλάξει τη ζωγραφική του από αυτό που είχε πλέον αρχίσει να αποκαλεί «η τυραννία του πουαντιλισμού». Οι μικρές κουκίδες αντικαταστάθηκαν με ζωηρές πινελιές, μια συναισθηματική επίδειξη συμπληρωματικών χρωμάτων: κόκκινα και πράσινα, πορτοκαλιά και μπλε, κίτρινα και μοβ. Το φθινόπωρο του 1905, μαζί με άλλους ζωγράφους που πειραματίζονταν με το έντονο χρώμα, ο Ματίς εξέθεσε έργα του στο ξακουστό πια Salon d’ Automne. Ο παριζιάνος κριτικός Λουί Βοσέλ είδε την έκθεση και αποκάλεσε τους καλλιτέχνες «fauves» («αγρίμια»). Ετσι γεννήθηκε ο φωβισμός, ο πρώτος μεγάλος -ισμός του 20ού αιώνα. Πολύ σύντομα η οικονομική κατάσταση του Ματίς άλλαξε. Η οικογένεια Στάιν άρχισε να συλλέγει έργα του. Το 1908 ο Ματίς έκανε εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, στη Μόσχα και στο Βερολίνο. Ο φωβισμός διέθετε πολύ λίγη πειθαρχία ως κίνημα για να διαρκέσει πάρα πολύ. Αν όμως «φωβισμός» σημαίνει πάθος για το καθαρό, λαμπερό χρώμα, τότε ο Ματίς παρέμεινε φωβιστής για όλη του τη ζωή. Εκείνη την περίοδο φιλοτέχνησε ίσως τα πιο διάσημα έργα του, τη «Χαρά της ζωής» (1908) και το «Κόκκινο εργαστήριο» (1915).

Η οικονομική ευημερία δεν έκανε τον Ματίς λιγότερο εργατικό. Το 1920 σχεδίασε τα σκηνικά για το «Τραγούδι του αηδονιού» του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ. Καθότι πάντοτε ενδιαφερόταν για τη χαρακτική, τα επόμενα χρόνια δημοσίευσε 29 οξυγραφίες, εικονογράφηση για τα ποιήματα του Στεφάν Μαλαρμέ, καθώς και εικονογραφήσεις για τα «Ανθη του κακού» του Μποντλέρ.
Ο Ματίς πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μακριά από την οικογένειά του ­ είχε χωρίσει από τη γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν πια μεγάλα. Τον φρόντιζε μια Ρωσίδα, η οποία ήταν κάποτε ένα από τα μοντέλα του. Αναγκασμένος να περνάει πολλές ώρες στο κρεβάτι, λόγω εντερικών προβλημάτων, ζωγράφιζε με κραγιόνια τα οποία έδενε σε μια μακριά βέργα. Λίγο προτού πεθάνει, το 1954, ανέπτυξε μια ιδέα που είχε αρκετά χρόνια πριν και δημιούργησε τεράστια κολάζ από χρωματιστό χαρτί (λ.χ. το περίφημο «Σαλιγκάρι»). Καθώς στην Αμερική ξεσπούσε ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός, τα αφαιρετικά χρωματιστά κολάζ έκαναν τον Ανρί Ματίς, παρ’ όλα τα γεράματά του, τον πιο «νέο» καλλιτέχνη του όψιμου μοντερνισμού.
www.tovima.gr