Από τη Βοστόνη ως τη Μανωλάδα. Απειλές εκ των έσω.

24grammata.com-πολιτικός Λόγος

Αφιερωμένο στην εκλεκτικότητα
και τα αντανακλαστικά του ελληνικού Τύπου.

«ΖΗΤΗΜΑ ΑΓΩΓΗΣ»
Από τη Βοστόνη ως τη Μανωλάδα. Απειλές εκ των έσω.

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Τον καιρό της στράτευσής του στις περιοχές του μακεδονικού κάμπου γνώρισε αρκετά από τα αγράμματα παιδιά των αγροτικών οικογενειών. Εργάζονταν με ζήλο στις άδειές τους στη συγκομιδή των ροδάκινων, των κερασιών. Είχαν δε κατά την επιστροφή τους την όψη ενός ανθρώπου ήρεμου και ευτυχισμένου που συνεργάζεται με τη γη και απολαμβάνει την ανταπόδωση της. Μιλούσαν για εκείνα τα ολοήμερα λιοπύρια με μια ανείπωτη τρυφερότητα. Έμοιαζαν για την ακρίβεια με εκείνους τους τεχνίτες του χρωστήρα που δουλεύουν σιωπηλά με τη φύση και εκείνη ως ανταμοιβή για τούτη την αγαθή και ακηλίδωτη αγάπη χορεύει γυμνή εμπρός τους. Πράγματα ερωτικά δηλαδή, που ερμηνεύουν τον κόσμο και τρέφουν τους στοχασμούς μας.
Έπειτα γύρισε ο καιρός, οι στρατιώτες απολύθηκαν, τράβηξε ο καθένας δικούς του δρόμους. Χωρίστηκαν στους τόπους τους, τα μικρά χωριά της ορεινής Πελοποννήσου ή πάλι τις βουερές πρωτεύουσες της γης. Ο παλιός στρατιώτης θυμάται τα παιδιά εκείνα στις σαββατιάτικες λαϊκες αγορές των δυτικών προαστίων. Κοιτά τις επιγραφές από σκληρό χαρτόνι και θυμάται τόπους, όπως την Αριδαία ή την Αλεξάνδρεια. Ύστερα ανακαλεί τα παιδιά εκείνα τους θερινούς μήνες, όταν η αγορά του χωριού γεμίζει κατά το σούρουπο από κατάκοπους αγρότες με βαριά, αλωνιστικά μηχανήματα και αμερικανικά τρακτέρ. Τους θυμάται και δεν αναγνωρίζει πια τίποτε από εκείνους στους καλοντυμένους επαρχιώτες της παραλιακής με τα γρήγορα αυτοκίνητα και το θράσος μιας αμύθητης περιουσίας. Δεν αναγνωρίζει πια τίποτε από τα γενναία παιδιά της Έδεσσας, όταν αντικρίζει φουντωμένα τα πλήθη μες στα κεντρικά καφενεία, ο τηλεοπτικός δέκτης στη διαπασών και σχόλια πρόστυχα για τη φιλήδονη παρουσιάστρια της πάλαι ποτέ κρατικής τηλεόρασης. Λοιπόν κανείς δεν απέμεινε σε τούτα τα μέρη για να αγαπήσει την Περσεφόνη, τίποτε και κανείς πια δεν θυμάται το φοβερό δράμα της θεάς Δήμητρας, τις σωτήριες παραχωρήσεις των θεών κανείς δεν τις λαμβάνει πια υπόψη. Αργά μόνο το βράδυ όταν οι μετανάστες επιστρέφουν από τα κόκκινα χωράφια εξαντλημένοι και ρακένδυτοι, τότε μόνο τα νεαρά αγροτόπαιδα ανασηκώνονται από τις θέσεις τους και συρρέουν στα κιγκλιδώματα της πλατείας. Μετρούν το βρώμικο χρήμα, το μοιράζουν απρόθυμα στους ναυαγισμένους πρόσφυγες, έπειτα γελούν με την αδυναμία τους και κανονίζουν για το επόμενο πρωινό.Οι μετανάστες χάνονται στα ρημαγμένα παραπήγματά τους κοντά στη θάλασσα, κάτι σκηνές από φθαρμένη τέντα με λιγοστές οικοσυσκευές και λιγοστό νερό για εκείνους που θα προλάβουν με αγωνία την ερυθρά υδροφόρα του δήμου. Κοιμούνται μονάχα για λίγες ώρες όταν πια πάψουν τα αριστοκρατικά ακούσματα από τα υπαίθρια ποτοπωλεία και βιαστικά αποχωρήσουν με χώματα και φωνές τα ζευγάρια των ημιορεινών οικισμών. Τότε γέρνουν πονεμένοι και μόνοι, γατζωμένοι από τα πληγιασμένα τους χέρια και συλλογίζονται ως το χάραμα τα παιδιά και τις γυναίκες που τους περιμένουν μες στους παρατημένους σιτοβολώνες. Τρέμουν γιατί καμιά φορά οι μεθυσμένοι έφηβοι σταματούν έξω από τις σκηνές  και βάζουν φωτιά ή βρίζουν το θεό τους. Φεύγουν μονάχα σαν φέξει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, σχεδόν τρομοκρατικές. Οι εργάτες τότε ανασηκώνονται από τα χώματα, σαν τους νεκρούς, βουτούν ένα κομμάτι ψωμί και ανηφορίζουν για τα κεντρικά καφενεία και τα σκληρά μεροκάματα. Κάποιοι δεν θα γυρίσουν απόψε. Θα σκοτωθούν από την κούραση ψηλά στις κοκκινιές ή θα συλληφθούν από τις αστυνομικές αρχές, για λόγους εκφοβισμού και παραδειγματισμού, περί της ευγνωμοσύνης της οποία οφείλουν να διακατέχονται λόγω του θαύματος της επιβιώσεως. Οι υπόλοιποι διστακτικά θα γυρέψουν αργά τη νύχτα μια μικρή αμοιβή, έτσι με τον πυρεττό , δίχως καμιά υπόληψη, με όλη του κόσμου την ευτέλεια, ψάρια νεκρά τα χέρια τους εμπρός στο δίκιο.Έτσι πληγωμένους, κατάστιχτους από την τροπή του βίου τους, προσμένουν κατά ομάδες τα υπεραστικά λεωφορεία του Ξυλοκάστρου για να φτάσουν νωρίς το πρωί στην Αθήνα, μες σε σκόνες και σκληρά αφεντικά, όσοι χάσαν τη φωνή και το κουράγιο τους.
Κάποιοι πάλι εκτελούνται φονικά ένα βράδυ και θάβονται βιαστικά στα διάσπαρτα κενοτάφια. Δίχως σταυρούς ή μνήμη, τελειώνουν δίχως θόρυβο, κανείς δεν θα τους γυρέψει. Οι άλλοι, τα παιδιά των αγροτικών σπιτιών, σπάνια μιλούν για αυτά τα πράγματα. Συνήθως αποφεύγουν να αποκαλύψουν τίποτε, όπως ας πούμε τους εκφοβισμούς για τα μεροκάματα ή τους βιασμούς των γυναικών, αργότερα, κατά το μήνα Αύγουστο που συλλέγονται τα σταφύλια. Αν κανείς επιμείνει τακτοποιούν βιαστικά και με αποφασιστικότητα το ζήτημά τους. Ας πούμε, αν άνθρωποι του τύπου φανούν στον τόπο και γυρέψουν ρεπορτάζ ή κατέχουν έναν σκοπό ανθρωπιστικότερο, με τρόπο κατορθώνουν να φανούν ενοχλημένοι, απαιτώντας την απομάκρυνση του δημοσιογράφου από την περιοχή και τη διεκπεραίωση του ζητήματος με οριστικό και ανώδυνο τρόπο. Έπειτα οι εφημερίδες αναφέρουν μόνο ένα σύντομο άρθρο και λιγοστές φωτογραφίες αρχείου πάντοτε. Δεν θα ακουστούν ποτέ κραυγές ανθρώπινες από τις αιμοσταγείς φυλλάδες του κέντρου. Και έτσι κανείς και τίποτε πια δεν θυμίζει τα αγροτικά παιδιά των στρατεύσιμων καιρών, μήτε κανείς μιλά για το δύσκολο τρόπο με τον οποίο δουλεύεται πια η γη. Μονάχα για τα μεροκάματα, το πετρέλαιο, τις συνθήκες εξαγωγών, μονάχα για τέτοια θέματα ξεδιπλώνεται η ευαισθησία των αγροτικών παιδιών. Ούτε λόγος για τις μαύρες γραμμές, τους μελανούς ανθρώπους , το θλιβερό εκείνο σημείο στο βάθος του ορίζοντα, στα καινούρια χαρακώματα.
Δεν θυμάται πια τίποτε από την ωραιότητα των αγροτικών τοπίων ο παλιός στρατιώτης. Και αν πάλι συλλογιέται πως τούτος ο τρόπος  για να ζει κανείς, ήταν πάντοτε ο πιο ελληνικός, δεν μπορεί πια παρά να αμφιβάλει ολότελα για αυτό. Η ελληνικότητα, από τη Μανωλάδα ως το μαστροχώρι των Χιονιάδιων, δεν ήταν ποτέ θέμα καταγωγής, αλλά θέμα αγωγής.Τώρα που τούτες οι σημαίες σκιστήκαν από ανέμους δυτικούς,  ο φόβος στυλώνεται και νιώθεται σιγά σιγά η τόση σκοπιμότητά του, οι τόσες «χρυσές ευκαιρίες» του.