Αριστοτέλης Βαλαωρίτης “Θανάσης Βάγιας”: Πρόδρομοι των Βρυκολάκων στη Λογοτεχνική μας Παράδοση

24grammata.com- αστικοί μύθοι
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης – Θανάσης Βάγιας

Τρομακτικές φαντασιικές ιστορίες. Πρόδρομοι των Βρυκολάκων στη Λογοτεχνική μας Παράδοση

Ο Θανάσης Βάγιας (1765-1834), υπήρξε μέλος της αυλής του Αλή Πασά, άρχοντα τον Ιωαννίνων εκείνη την εποχή, και έμπιστος σύμβουλός του. Οι πηγές της εποχής είναι ιδιαίτερα αντιφατικές σχετικά με τη δράση του: κάποιες τον αναφέρουν ως προδότη του ελληνικού έθνους και άλλες ως ήρωα που διέσωσε χιλάδες συμπατριώτες του.
Βιογραφία

Γεννήθηκε στο χωριό Λεκλί, μεταξύ Τεπελενίου και Αργυροκάστρου (περιοχή Βορείου Ηπείρου στη σημερινή Αλβανία). Ο πατέρας του ήταν έμπορος με δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη καθώς και γνωστός του Αλή Πασά. Ο Θανάσης Βάγιας απέκτησε την εμπιστοσύνη του Αλή, ο οποίος τον διόρισε επικεφαλής της αλβανικής φρουράς του. Το 1812 εκστράτευσε εναντίον των Αλβανών του Αργυροκάστρου και του Γαρδικίου (ΒΔ του Αργυροκάστρου), ύστερα από εντολή του Αλή. Σύμφωνα, όμως με τον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, στο έργο Θανάσης Βάγιας, η κατηγορία ότι σκότωσε 600 Γαρδικιώτες πρέπει να θεωρείται ανυπόστατη. Πέρα από τις αντιφατικές προσεγγίσεις των πηγών της εποχής, σχετικά με την συμπεριφορά του προς τους συμπατριώτες του, ο Βάγιας ήταν πιστά αφοσιωμένος στον Αλή Πασά, που τον υπηρέτησε πιστά ως την κατάλυση της εξουσίας του, το 1822.

Μετά την πτώση και τον θάνατο του Αλή Πασά, ο Βάγιας μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, που διέμεινε ως το 1827 και πρόσφερε υπηρεσίες στο εκεί ελληνικό στοιχείο. Το 1829 ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και το 1831 ο πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους, Ιωάννης Καποδίστριας, τον διόρισε επιστάτη του προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας.

Μαρτυρείται επίσης ότι το 1834 ζούσε στην αφάνεια στα Ιωάννινα και ότι πέθανε στην πατρίδα του, το Λεκλί, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία.πηγή

– Πές μου τί στέκεσαι Θανάση, ὀρθός,
βουβὸς σὰ λείψανο, στὰ μάτια μπρός;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις τὸ βράδυ;
Ὕπνος γιὰ σένανε δὲν εἶν᾿ στὸν Ἅδη;

Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Βαθιὰ σὲ ρίξανε μέσα στὴ γῆ…
Φεῦγα, σπλαγχνίσου με. Θὰ κοιμηθῶ.
Ἄσε μὲ ἥσυχη ν᾿ ἀναπαυθῶ.

Τὸ κρῖμα πού ῾καμες μὲ συνεπῆρε.
Βλέπεις πῶς ἔγινα; Θανάση σῦρε.
Ὅλοι μὲ φεύγουνε, κανεὶς δὲ δίνει,
στὴν ἔρμη χήρα σου, ἐλεημοσύνη.

Στάσου μακρύτερα… Γιατί μὲ σκιάζεις;
Θανάση τί ἔκαμα καὶ μὲ τρομάζεις;
Πῶς εἶσαι πράσινος; Μυρίζεις χῶμα…
Πές μου… δὲν ἔλυωσες, Θανάση, ἀκόμα;

Λίγο συμάζωξε τὸ σάβανό σου…
Σκουλήκια βόσκουνε στὸ πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, γιὰ δές… πετᾶνε
κι ἔρχονται πάνω μου γιὰ νὰ μὲ φᾶνε.

Πές μου ποῦθ᾿ ἔρχεσαι μὲ τέτοια ἀντάρα;
Ἀκοῦς τί γίνεται; Εἶναι λαχτάρα.
Μὲς ἀπ᾿ τὸ μνῆμα σου γιατί νὰ βγεῖς;
Πές μου ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Τί ῾λθες νὰ δεῖς;

– Mέσα στοῦ τάφου μου τὴ σκοτεινιὰ
κλεισμένος ἤμουνα τέτοια νυχτιά,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἔστεκα σαβανωμένος
βαθειὰ στὸ μνῆμα μου συμμαζωμένος,

Ἔξαφνα ἐπάνω μου μιὰ κουκουβάγια
ἀκούω ποὺ φώναζε· Θανάση Βάγια,
σήκου κ᾿ ἐπλάκωσαν χίλιοι νεκροὶ
καὶ θὰ σὲ πάρουνε νὰ πᾶτ᾿ ἐκεῖ.

Τὰ λόγια τ᾿ ἄκουσα καὶ τ᾿ ὄνομά μου.
Σκᾶνε καὶ τρίβονται τὰ κόκκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι ὅσο μπορῶ
βαθειὰ στὸ λάκκο μου, μὴ τοὺς ἰδῶ.

– Ἔβγα καὶ πρόβαλε, Θανάση Βάγια,
ἔλα νὰ τρέξωμε πέρα στὰ πλάγια.
Ἔβγα, μὴ σκιάζεσαι, δὲν εἶναι λύκοι.
Τὸ δρόμο δεῖξε μας γιὰ τὸ Γαρδίκι.

Ἔτζι φωνάζοντας σὰ λυσσασμένοι
πέφτουν ἐπάνω μου οἱ πεθαμμένοι.
Καὶ μὲ τὰ νύχια τους καὶ μὲ τὸ στόμα
πετᾶνε, σκάφτουνε τὸ μαῦρο χῶμα.

Καὶ σὰν μ᾿ εὐρήκανε ὅλοι μὲ μία
ἔξω ἀπ᾿ τοῦ τάφου μου τὴν ἐρημιά,
γελώντας, σκούζοντας, ἄγρια μὲ σέρνουν
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ μοῦ εἴπανε μὲ συνεπαίρνουν.

Πετᾶμε, τρέχομε· φυσομανάει,
τὸ πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Τὸ μαῦρο σύννεφο, ὅθε διαβῇ,
οἱ βράχοι τρέμουνε, ἀνάφτ᾿ ἡ γῆ.

Φουσκώνει ὁ ἄνεμος τὰ σάβανά μας
σὰν ν᾿ ἀρμενίζαμε μὲ τὰ πανιά μας.
Πέφτουν στὸ δρόμο μας καὶ ξεκολλᾶνε
τὰ κούφια κόκκαλα, στὴ γῆ σκορπᾶνε.

Ἐμπρὸς μᾶς ἔσερνε ἡ κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας· Θανάση Βάγια.
Ἔτσι ἐφθάσαμε σ᾿ ἐκειὰ τὰ μέρη,
ποὺ τόσους ἔσφαξα μ᾿ αὐτὸ τὸ χέρι.

Ὤ, τί μαρτύρια! Ὤ! τί τρομάρες!
Πόσες μοῦ ρίξανε σκληρὲς κατάρες!
Μοῦ δῶκαν κ᾿ ἔπια αἷμα πημένο.
Γιὰ ἰδὲς τὸ στόμα μου τό ῾χω βαμμένο.

Κι ἐν ᾧ μὲ σέρνουνε καὶ μὲ πατοῦνε
κάποιος ἐφώναξε… Στέκουν κι ἀκοῦνε.
– Kαλῶς σ᾿ εὐρήκαμε, Βιζίρη Ἀλῆ.
Ἐδῶθε μπαίνουνε μὲς στὴν αὐλή.

Πέφτουν ἐπάνω του οἱ πεθαμμένοι.
Μὲ παραιτήσανε. Κανεὶς δὲν μένει.
Κρυφὰ τοὺς ἔφυγα καὶ τρέχω ἐδῶ
μὲ σέ, γυναῖκα μου, νὰ κοιμηθῶ.

– Θανάση σ᾿ ἄκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στὸ μνῆμα σου νὰ πᾶς εἶν᾿ ὥρα.
– Μέσα στὸ μνῆμα μου γιὰ συντροφιά,
θέλω ἀπ᾿ τὸ στόμα σου τρία φιλιά.

– Ὅταν σοῦ ρίξανε λάδι καὶ χῶμα
ᾖλθα, σὲ φίλησα κρυφὰ στὸ στόμα.
– Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Μοῦ πῆρ᾿ ἡ κόλαση κειὸ τὸ φιλί.

– Φεῦγα καὶ σκιάζομαι τ᾿ ἄγρια σου μάτια.
Τὸ σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κεῖνα τὰ χέρια.
Ἀπ᾿ τὴν ἀχάμνια τους λὲς κι εἶν᾿ μαχαίρια.

– Ἔλα γυναῖκα μου, δὲν εἶμαι ῾γὼ
κεῖνος π᾿ ἀγάπησες, ἕνα καιρό;
Μὴ μὲ σιχαίνεσαι, εἶμ᾿ ὁ Θανάσης.
– Φεύγ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου, θὰ μὲ κολάσεις.

Ρίχνεται πάνω της καὶ τήνε πιάνει,
μέσα στὸ στόμα της τὰ χείλη βάνει.
Στὰ ἕρμα στήθια της τὰ ροῦχ᾿ ἀρχίζει,
ποὺ τὴ σκεπάζουνε, νὰ τὰ ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε… τὸ χέρι ἁπλώνει…
Μέσα στὸ κόρφο της ἄγρια τὸ χώνει…

Μένει σὰ μάρμαρο. Κρύος σὰ φίδι
τρίζει ἀπ᾿ τὸ φόβο του, στὸ κατακλείδι.
Σὰ λύκος ρυάζεται, τρέμει σὰ φύλλο…
Στὰ δάχτυλα ἔπιασε τὸ Τίμιο Ξύλο.

Τὴ μαύρη γλύτωσε, τὸ φυλαχτό της,
καπνός, ἐσβήστηκεν ἀπ᾿ τὸ πλευρό της.
Τότε ἀκούστηκε κι ἡ κουκουβάγια
ἔξω, ποὺ φώναζε: – Θανάση Βάγια!